Τι σημαίνει το spill στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης spill στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του spill στο Αγγλικά.

Η λέξη spill στο Αγγλικά σημαίνει χύνω, χύνω, ρίχνω, χύνομαι, χύνομαι, πέφτω, χύσιμο, χυμένος, πτώση, ξυλάκι ή χαρτόνι για άναμμα, ξεχύνομαι, ξερνάω, ξερνάω, ξεχειλίζω, πετρελαιοκηλίδα, χύνω αίμα, σκορπίζομαι, ξεχειλίζω, πλημμυρίζω, κατακλύζω, τρώω, τα ξερνάω όλα,τα λέω/μαρτυράω όλα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης spill

χύνω

transitive verb (fall out: liquid)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rachel knocked the glass over and spilled the milk that was inside it.
Η Ρέιτσελ χτύπησε το ποτήρι και έχυσε το γάλα που περιείχε.

χύνω, ρίχνω

transitive verb (fall out: non-liquid)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bill dropped his bag and spilled the contents onto the floor.
Ο Μπιλ έριξε την τσάντα του και σκόρπισε το περιεχόμενό της στο πάτωμα.

χύνομαι

intransitive verb (liquid: fall out)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The jug fell and the milk spilled, spreading across the table in a large puddle.
Έπεσε η κανάτα και χύθηκε το γάλα, το οποίο απλώθηκε στο τραπέζι σχηματίζοντας μια μεγάλη λιμνούλα.

χύνομαι, πέφτω

intransitive verb (non-liquid: fall out)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The bag burst open and its contents spilled onto the carpet.
Η τσάντα σχίστηκε και το περιεχόμενό της σκορπίστηκε πάνω στο χαλί.

χύσιμο

noun (instance of spilling) (σπάνιο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The spill caused a terrible mess on the carpet.

χυμένος

noun (thing spilled) (π.χ. νερό)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Patricia mopped up the spill with a towel.

πτώση

noun (informal (fall)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ben broke his arm in the spill.

ξυλάκι ή χαρτόνι για άναμμα

noun (taper for lighting fire, candle, etc.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The chemistry teacher used a spill to light the Bunsen burner.

ξεχύνομαι

intransitive verb (people, contents: come out)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The cinema doors opened and people spilled onto the pavement.

ξερνάω

transitive verb (colloquial (divulge secrets) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξερνάω

transitive verb (disgorge people/contents) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The bag burst open and spilled its contents onto the ground. The car door opened suddenly and spilled Arthur onto the pavement.
Σκίστηκε η τσάντα και τα περιεχόμενα έπεσαν στο πάτωμα. Η πόρτα του αυτοκινήτου άνοιξε ξαφνικά και ο Άρθουρ έπεσε στο πεζοδρόμιο.

ξεχειλίζω

phrasal verb, intransitive (figurative (be full of: emotion) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He is spilling over with happiness since she asked him to marry her.
Ξεχειλίζει από χαρά από όταν του ζήτησε να την παντρευτεί.

πετρελαιοκηλίδα

noun (petroleum spillage)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The oil spill has contaminated more than 100 km of coastline.

χύνω αίμα

(wound or kill)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The terrorists have spilled the blood of innocents in the name of their cause.

σκορπίζομαι

(overflow)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sally fell over, dropping her purse so that all its contents spilled out.

ξεχειλίζω

(liquid: overflow)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I didn't turn off the tap in time to stop the water in the sink from spilling over.
Δεν έκλεισα την βρύση εγκαίρως ώστε να σταματήσω το νερό στον νεροχύτη από το να ξεχειλίσει.

πλημμυρίζω

(liquid: overflow)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The river spilled over its banks during the spring flood.
Το ποτάμι υπερχείλισε κατά τη διάρκεια των εαρινών πλημμυρών.

κατακλύζω

verbal expression (figurative (overflow)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Try not to let your personal problems spill over into your work life. Civil unrest and rioting is starting to spill over into other suburbs.
Προσπάθησε να μην αφήσεις τα προσωπικά σου προβλήματα να κατακλύσουν την επαγγελματική σου ζωή.

τρώω

verbal expression (go on longer than expected) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tania could see that her work was going to spill over into the weekend again.
Η Τάνια έβλεπε ότι η δουλειά της θα της έτρωγε πάλι το σαββατοκύριακο.

τα ξερνάω όλα,τα λέω/μαρτυράω όλα

verbal expression (figurative, informal (divulge [sth]) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
John can't keep a secret: I knew he'd end up spilling the beans about the party.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του spill στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.