Τι σημαίνει το stamping στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης stamping στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του stamping στο Αγγλικά.

Η λέξη stamping στο Αγγλικά σημαίνει γραμματόσημο, σφραγίδα, χτύπημα, πάτημα, σφραγίζω, κόβω με καλούπι, χτυπάω το πόδι μου, σφραγίδα, ένσημα, κλάση, περπατάω βαριά, περπατάω με θόρυβο, βάζω γραμματόσημο σε κτ, σφραγίζω κτ σε κτ, αποτυπώνω κτ σε κτ, ποδοπατάω, τσαλαπατάω, σφραγίζω,επιθέτω σφραγίδα σε, εξαλείφω, καταπνίγω, ξεριζώνω, σφραγίδα χρονολόγησης, σφραγίδα ημερομηνίας, σφραγίδα ημερομηνίας, βάζω ημερομηνία, κουπόνι σίτισης, γραμματόσημο, γραμματόσημο, σφραγίδα, αυτός που βαράει σφραγίδες, σφραγίζω, εγκρίνω κτ αυτόματα, πατάω, φόρος χαρτοσήμου, φεύγω/απομακρύνομαι θυμωμένα, διαμαρτύρομαι, πατάω πόδι, χρονοσήμανση, σφραγίδα με χρονοσήμανση, χρονοσφραγίδα, βάζω χρονοσήμανση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης stamping

γραμματόσημο

noun (for letter) (ταχυδρομείο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Robert went to the post office to buy some stamps.
Ο Ρόμπερτ πήγε στο ταχυδρομείο για να αγοράσει μερικά γραμματόσημα.

σφραγίδα

noun (ink stamp)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The shopkeeper had a stamp for filling in cheques.
Ο καταστηματάρχης είχε μια σφραγίδα για να συμπληρώνει τις επιταγές.

χτύπημα, πάτημα

noun (foot movement) (βαρύ, του ποδιού)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
With an angry stamp of his foot, Barry turned and left the room.
Με ένα θυμωμένο χτύπημα του ποδιού του, ο Μπάρυ γύρισε και έφυγε από το δωμάτιο.

σφραγίζω

transitive verb (with ink)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The official stamped the forms and filed them.
Ο αξιωματούχος σφράγισε τις φόρμες και τις αρχειοθέτησε.

κόβω με καλούπι

transitive verb (metal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nancy stamped the metal plate with the letters.
Η Νάνσυ έκοψε με καλούπι το μεταλλικό δίσκο με τα γράμματα.

χτυπάω το πόδι μου

intransitive verb (with foot)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The little boy stamped to show his impatience.
Το μικρό αγόρι χτύπησε το πόδι του για να δείξει την ανυπομονησία του.

σφραγίδα

noun (ink mark)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Bob recognised the company's stamp on the envelope.

ένσημα

noun (UK, informal, dated (national insurance payment) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Sarah was angry with people who said she was a benefits scrounger; she'd been paying her stamp for twenty years before she became unemployed.

κλάση

noun (type, class)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The new restaurant hoped to attract clientele of a certain stamp.

περπατάω βαριά, περπατάω με θόρυβο

intransitive verb (walk noisily)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Paula stamped across the office and slapped her letter of resignation on the boss's desk.

βάζω γραμματόσημο σε κτ

transitive verb (put postage stamps on)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ursula stamped the letter and took it to the postbox.

σφραγίζω κτ σε κτ, αποτυπώνω κτ σε κτ

(figurative (impress upon) (μεταφορικά)

The events of that summer were forever stamped on Liam's memory.

ποδοπατάω, τσαλαπατάω

phrasal verb, transitive, inseparable (tread heavily on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I will stamp on any insects I see.

σφραγίζω,επιθέτω σφραγίδα σε

phrasal verb, transitive, separable (affix label onto [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξαλείφω, καταπνίγω, ξεριζώνω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (eradicate, banish) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The priests of the Spanish Inquisition hoped to stamp out any heresy.
Οι ιερείς της ισπανικής Ιεράς Εξέτασης ήλπιζαν να εξαλείψουν κάθε αίρεση.

σφραγίδα χρονολόγησης, σφραγίδα ημερομηνίας

noun (stamp with date)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σφραγίδα ημερομηνίας

noun (stamped mark indicating date)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The post office always puts a date stamp on the envelope.

βάζω ημερομηνία

transitive verb (stamp [sth] with the date)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The admin staff date-stamp all the application forms which they receive.

κουπόνι σίτισης

noun (usually plural (welfare coupon for free food)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Low-income families are eligible for food stamps.

γραμματόσημο

noun (small adhesive label for mail)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I need to buy a postage stamp to send a letter to my friend.
Πρέπει ν' αγοράσω ένα γραμματόσημο για να στείλω ένα γράμμα σε ένα φίλο μου.

γραμματόσημο

noun (prepaid sticker for sending mail)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Collecting postage stamps is a popular hobby.

σφραγίδα

noun (handheld printing tool)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rubber stamps are often used to mark packages "fragile".

αυτός που βαράει σφραγίδες

noun (figurative ([sb] approving automatically)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σφραγίζω

transitive verb (mark with rubber stamp)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εγκρίνω κτ αυτόματα

transitive verb (figurative (approve automatically)

πατάω

(compress with foot) (για να συμπιέσω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φόρος χαρτοσήμου

noun (UK (land tax)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φεύγω/απομακρύνομαι θυμωμένα

verbal expression (walk out angrily)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She was so angry with her husband after their argument that she stamped out of the house.
Ήταν τόσο νευριασμένη με τον σύζυγό της μετά τον καυγά τους που έφυγε θυμωμένα από το σπίτι.

διαμαρτύρομαι, πατάω πόδι

verbal expression (figurative (protest about [sth]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The employee stamped his feet and demanded a higher salary.

χρονοσήμανση

noun (record of the time data is posted)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σφραγίδα με χρονοσήμανση

noun (postmark)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χρονοσφραγίδα

noun (device that records time, date)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βάζω χρονοσήμανση

transitive verb (mark with time, date)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του stamping στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του stamping

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.