Τι σημαίνει το subir στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης subir στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του subir στο ισπανικά.

Η λέξη subir στο ισπανικά σημαίνει αυξάνομαι, ανεβάζω, δυναμώνω, ανεβάζω, κάνω ρελάνς, σηκώνομαι, ανεβαίνω, ανέρχομαι, σηκώνω, μπαίνω, αυξάνομαι, ακριβαίνω, αυξάνω, αυξάνω, γίνομαι τσιριχτός, γίνομαι ψιλός, ανεβαίνω, αυξάνομαι, φουσκώνω, ανεβαίνω, ανεβαίνω σε κτ, σκαρφαλώνω σε κτ, μπαίνω σε, σηκώνω κπ/κτ με βαρούλκο, ανεβάζω, ανεβαίνω, ανηφορίζω, τσιμπάω, παραφουσκώνω, ανεβάζω, ανεβάζω, αυξάνω, έχω κλίση, παίρνω κλίση, ανεβαίνω ελαφρώς, αυξάνω ελαφρώς, αυξάνομαι ελαφρώς, κονταίνω, -, κινούμαι ανοδικά, ανεβαίνω κτ γρήγορα, αυξάνω, ανεβάζω, αυξάνω, αναβαθμίζω, σκαρφαλώνω, ανεβάζω στην πρώτη θέση, εκτινάσσω, εκτοξεύω, ανεβαίνω, αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι, αυξάνομαι, μπαίνω μέσα, ανεβαίνω, υψώνω, ανασηκώνω/ανυψώνω γρήγορα, σκαρφαλώνω, κουμπώνω, αυξάνομαι, παίρνω, βάζω, σκαρφαλώνω, σηκώνω, ανηφορίζω, ανεβάζω, βάζω, παίρνω, αυξάνομαι, σηκώνω, ανεβάζω, ανεβάζω, ανεβαίνω, ανεβαίνω στην κλίμακα της ιεραρχίας, σκαρφαλώνω, παχαίνω, παίρνω βάρος, βάζω βάρος, γελοιοποιώ, διακωμωδώ, κλείνω, κουμπώνω, παίρνω βάρος, βάζω βάρος, εκτοξεύομαι, εκτινάσσομαι, φουσκώνω, παχαίνω, προλαβαίνω, που πάει από το καλό στο καλύτερο, ανεβάζω τη θερμοκρασία, ανεβάζω το ποσό της πλειοδοσίας, ανεβάζω το κόστος, ανεβάζω την τιμή, ανεβάζω την τιμή προσφοράς, ανεβάζω τον πήχυ, ανεβαίνω στο θρόνο, ανεβοκατεβαίνω, ξανανεβαίνω, σκαρφαλώνω, ανεβάζω ταχύτητα, ανεβαίνω επίπεδο, δυναμώνω, δυναμώνω, μπαίνω σε κτ, ανεβάζω, σηκώνω, αυξάνω την τιμή, κορυφώνομαι, ξανανεβαίνω, βοηθώ κπ να ανέβει, ανεβάζω, αυξάνω, ανεβάζω, αυξάνω, σταθεροποιούμαι, αναβαθμίζω κτ σε κτ, προσφέρω υψηλότερη τιμή, ανεβαίνω σε κτ, ανεβάζω ταχύτητα, κλείνω με φερμουάρ, μπαίνω, κινούμαι πάνω σε κτ, ανεβαίνω ένα ημιτόνιο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης subir

αυξάνομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El calor sube.
Η ζέστη αυξάνεται.

ανεβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eugenio prometió subir los archivos al final del día.
Ο Γιουτζίν υποσχέθηκε να ανεβάσει τα αρχεία μέχρι το τέλος της ημέρας.

δυναμώνω, ανεβάζω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Podrías subir el volumen para que yo pueda escucharlo?
Μπορείς να δυναμώσεις (or: ανεβάσεις) τον ήχο για να ακούω;

κάνω ρελάνς

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Veo tu apuesta, y subo cinco más.

σηκώνομαι, ανεβαίνω, ανέρχομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El globo ascendió por el aire.
Το μπαλόνι σηκώθηκε στον αέρα.

σηκώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Levantamos la sombrilla de playa unas seis pulgadas.
Σηκώσαμε την ομπρέλα θαλάσσης κατά έξι ίντσες.

μπαίνω

(auto)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Abrí la puerta y entré.
Άνοιξα την πόρτα και μπήκα.

αυξάνομαι, ακριβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se puso muy contenta cuando el precio de sus acciones aumentó un 20 % de un día para otro.
Χάρηκε πολύ όταν οι τιμή των μετοχών της ανέβηκε κατά 20% μέσα σε μια νύχτα.

αυξάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La compañía aumentó el salario de todos los empleados en un 3%.
Η εταιρεία έκανε αύξηση 3% στους μισθούς όλων.

αυξάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El dueño le aumentó cien dólares mensuales a la renta.
Ο ιδιοκτήτης ανέβασε το νοίκι κατά εκατό δολάρια το μήνα.

γίνομαι τσιριχτός, γίνομαι ψιλός

(πιο λεπτή φωνή)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Su voz se elevó cuando escuchó las noticias.

ανεβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La marea está creciendo.

αυξάνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los salarios han crecido un poco más que la inflación.

φουσκώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tiene que dejar crecer la masa por tres horas antes de ponerla en el horno.

ανεβαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El mercado de valores creció un 2% hoy.
Το χρηματιστήριο ανέβηκε κατά 2% σήμερα.

ανεβαίνω σε κτ, σκαρφαλώνω σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El gato subió al árbol.
Η γάτα σκαρφάλωσε στο δέντρο.

μπαίνω σε

verbo intransitivo (όχημα)

σηκώνω κπ/κτ με βαρούλκο

verbo transitivo (con torno)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανεβάζω

(έμφαση στο ανέβασμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El mecánico subió el motor nuevo al coche viejo con la grúa.
Ο μηχανικός έβαλε την καινούργια μηχανή μέσα στο παλιό αυτοκίνητο με τον γερανό.

ανεβαίνω, ανηφορίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Subimos la montaña al amanecer, antes de que hiciera calor.
Ανεβήκαμε (or: ανηφορίσαμε) το βουνό την αυγή, πριν πιάσει η ζέστη.

τσιμπάω

(αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Algunos restaurantes suben los precios de las bebidas frías durante las olas de calor.

παραφουσκώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El DJ subió la música y la gente inundó la pista.

ανεβάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nos vimos obligados a subir los precios para cubrir los costos de la materia prima.
Αναγκαστήκαμε να ανεβάσουμε τις τιμές μας για να καλύψουμε το κόστος των πρώτων υλών.

ανεβάζω, αυξάνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Subimos el volumen de la tele para ahogar el ruido de nuestros vecinos discutiendo.
Ανεβάσαμε τον ήχο της τηλεόρασης για να πνίξουμε τον θόρυβο από τον καυγά των γειτόνων μας.

έχω κλίση, παίρνω κλίση

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
El terreno subía levemente lejos de la casa.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο δρόμος παίρνει ξαφνικά απότομη κλίση, οπότε να οδηγείς προσεκτικά.

ανεβαίνω ελαφρώς, αυξάνω ελαφρώς, αυξάνομαι ελαφρώς

Τώρα που ήρθε η άνοιξη, η θερμοκρασία ανέβηκε, επιτέλους, ελαφρώς.

κονταίνω

verbo transitivo (το ρούχο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Este pantalón me queda largo, le subiré el dobladillo.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La marea subirá pronto.
Η παλίρροια θα ανέβει σύντομα.

κινούμαι ανοδικά

verbo transitivo (finanzas)

El precio de las acciones continuó subiendo hasta nuevos máximos.

ανεβαίνω κτ γρήγορα

La infantería subió la colina para hacer frente al ataque.
Το πεζικό ανέβηκε γρήγορα τον λόφο για να αντιμετωπίσει την επίθεση.

αυξάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Puedes subir el precio, pero podrías perder ventas.
Μπορείς να αυξήσεις την τιμή, αλλά ίσως κάνεις λιγότερες πωλήσεις.

ανεβάζω, αυξάνω

(precios)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El banco subió los tipos de interés.

αναβαθμίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El gobierno subió el nivel de amenaza de bajo a moderado.

σκαρφαλώνω

(escaleras, colina) (με δυσκολία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El anciano lentamente subió las escaleras.

ανεβάζω στην πρώτη θέση

verbo transitivo (για ανάρτηση στο ίντερνετ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκτινάσσω, εκτοξεύω

(precios, interés) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los bancos subieron la tasa de interés.

ανεβαίνω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tenemos que subir antes de que podamos bajar al valle.
Ακόμα πρέπει να ανεβούμε πριν μπορέσουμε να κατεβούμε στην κοιλάδα.

αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι

verbo transitivo (σταδιακά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La intensidad de la música está empezando a subir.

αυξάνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El precio de la vivienda ha aumentado un 5%.
Οι τιμές των ακινήτων έχουν αυξηθεί κατά 5%.

μπαίνω μέσα

Si vas para la playa, súbete que te llevo.

ανεβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cuando finalmente vino el bus a la playa, nos subimos.

υψώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανασηκώνω/ανυψώνω γρήγορα

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se la pasaba coqueteando y levantando su vestido cada vez que un hombre guapo pasaba cerca suyo.

σκαρφαλώνω

(alturas) (σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Él escaló la montaña.
Αναρριχήθηκε στο βουνό.

κουμπώνω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abróchate los botones, está helado afuera.

αυξάνομαι

(valor)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Con una mejora de la economía, el precio de las acciones mejorará.
Με την ανάκαμψη της οικονομίας, θα αυξηθούν και οι τιμές των μετοχών.

παίρνω, βάζω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aumenté tres kilos en las vacaciones.
Πήρα (or: έβαλα) τρία κιλά στις διακοπές.

σκαρφαλώνω

(κάτι ή σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Σκαρφάλωσε στο δέντρο.

σηκώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανηφορίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El sendero se remonta desde aquí.
Το μονοπάτι γίνεται ανηφορικό από εδώ και πέρα.

ανεβάζω

(την τιμή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω, παίρνω

(βάρος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Keith ha aumentado cinco kilos desde que se separó de su esposa.
Ο Κιθ πήρε 4,5 κιλά από τότε που χώρισε με τη γυναίκα του.

αυξάνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La calidad del producto ha aumentado con respecto a la del año pasado.

σηκώνω, ανεβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cuando hablamos con los jugadores de básquet generalmente tenemos que subir la altura del micrófono.

ανεβάζω

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La popularidad del pueblo como un destino turístico aumentó el precio de las casas.

ανεβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El costo de la materia prima se incrementó, lo que nos hizo subir los precios.

ανεβαίνω στην κλίμακα της ιεραρχίας

(figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estaba decidido a ascender y un día convertirse en el jefe de la empresa.

σκαρφαλώνω

(κάτι ή σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Él escaló con habilidad el árbol y cogió un mango.

παχαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Una vez que empezó a comer regularmente, su rostro, que antes era muy huesudo, engordó y suavizó su aspecto.
Όταν άρχισε να τρώει τακτικά γεύματα, το άλλοτε κοκαλιάρικο πρόσωπό της στρογγύλεψε και η εικόνα της μαλάκωσε.

παίρνω βάρος, βάζω βάρος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La mayoría de los estudiantes engordan en su primer año de facultad. ¡He engordado tanto que no me puedo abrochar los pantalones!

γελοιοποιώ, διακωμωδώ

(CL, coloquial) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Durante los años 1962 y 1963, un programa de la BBC columpiaba a los políticos en la televisión.

κλείνω, κουμπώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Abróchate la chaqueta!

παίρνω βάρος, βάζω βάρος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
John era flaco cuando era chico, pero empezó a engordar a los 16.
Ο Τζον ήταν λεπτός όταν ήταν παιδί, αλλά όταν έφτασε στα 16 ξεκίνησε να παίρνει βάρος.

εκτοξεύομαι, εκτινάσσομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los precios de las acciones se dispararon después de que la compañía publicara sus ganancias durante el primer semestre.
Οι τιμές των μετοχών εκτινάχτηκαν, όταν η εταιρία δημοσιοποίησε τα κέρδη της για το προηγούμενο τρίμηνο.

φουσκώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Desde el divorcio ha engordado, pesa 300 libras.
Μετά το διαζύγιό του έχει παχύνει και έφτασε τα εκατόν πενήντα κιλά.

παχαίνω

(εγώ ο ίδιος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προλαβαίνω

(excepto AR)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tengo que correr si quiero coger mi tren.
Πρέπει να βιαστώ αν θέλω να προλάβω το τρένο μου.

που πάει από το καλό στο καλύτερο

expresión (ES)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Su fama sube como la espuma.

ανεβάζω τη θερμοκρασία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si quieres que las papas asadas se cocinen debidamente, debes aumentar la temperatura del horno.
Αν θες οι ψητές πατάτες να μαγειρευτούν σωστά, θα χρειαστεί να ανεβάσεις τη θερμοκρασία του φούρνου. Κρυώνω. Υπάρχει κάποιος τρόπος να ανεβάσουμε τη θερμοκρασία στο δωμάτιο;

ανεβάζω το ποσό της πλειοδοσίας

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Una pareja de coleccionistas privados subió la puja a niveles ridículos.
Δυο ανταγωνιζόμενοι ιδιωτικοί συλλέκτες ανέβασαν το ποσό της πλειοδοσίας σε γελοία επίπεδα.

ανεβάζω το κόστος, ανεβάζω την τιμή

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανεβάζω την τιμή προσφοράς

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Subió la oferta con un póker pero perdió todo.

ανεβάζω τον πήχυ

locución verbal (ES, figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Rafa Nadal ha puesto muy alto el listón en el ámbito del tenis.

ανεβαίνω στο θρόνο

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανεβοκατεβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξανανεβαίνω

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σκαρφαλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El ladrón pasó el muro trepando por una farola.

ανεβάζω ταχύτητα

locución verbal (ES) (ΗΒ,αυτοκίνητο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando el carro va más rápido, tienes que subir la marcha para que el motor no se acelere demasiado.

ανεβαίνω επίπεδο

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Acabo de subir a nivel 80. / En este juego se sube de nivel fácilmente.

δυναμώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Puedes subir el volumen de la música girando esta perilla.

δυναμώνω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μπαίνω σε κτ

Susana se subió a un taxi y le pidió al taxista que la llevara a casa.
Η Σούζαν μπήκε στο ταξί και ζήτησε απ' τον οδηγό να την πάει στο σπίτι της.

ανεβάζω, σηκώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si tienes que cambiar una rueda, debes subir el coche con el gato hasta que la rueda deje de tocar el suelo.

αυξάνω την τιμή

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los hoteles suben los precios cada vez que hay un feriado nacional.
Κάθε φορά που είναι κάποια εθνική εορτή τα ξενοδοχεία αυξάνουν τις τιμές τους.

κορυφώνομαι

locución verbal (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La tensión en la frontera subió de tono hasta desatar una guerra.

ξανανεβαίνω

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βοηθώ κπ να ανέβει

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los escalones de la torre eran empinados así que tuvimos que ayudar a subir a los niños, pero valía la pena la vista desde arriba.

ανεβάζω, αυξάνω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La demanda de viviendas está haciendo subir los precios de las casas.

ανεβάζω, αυξάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La tienda acaba de subir los precios un 20% debido al aumento de los costos.

σταθεροποιούμαι

(σε χαμηλή τιμή)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αναβαθμίζω κτ σε κτ

locución verbal

La aerolínea subió de categoría a Dan y voló en primera.
Η αεροπορική εταιρεία αναβάθμισε το εισιτήριο του Νταν σε διακεκριμένης θέσης.

προσφέρω υψηλότερη τιμή

locución verbal (ES)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανεβαίνω σε κτ

La próxima persona que suba al bus tendrá que viajar parada, porque no quedan asientos libres.

ανεβάζω ταχύτητα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El conductor subió de marcha y apretó el acelerador todo lo que pudo.
Ο οδηγός ανέβασε ταχύτητα και πάτησε το γκάζι όσο πιο δυνατά μπορούσε.

κλείνω με φερμουάρ

(ES)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Grace cerró la cremallera de su bolso.

μπαίνω

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κινούμαι πάνω σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Un miembro del público se subió al escenario y agarró el micrófono del cantante.

ανεβαίνω ένα ημιτόνιο

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Necesitas subir un semitono el Fa en el decimosexto compás.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του subir στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.