Τι σημαίνει το subjonctif στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης subjonctif στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του subjonctif στο Γαλλικά.

Η λέξη subjonctif στο Γαλλικά σημαίνει υποτακτική, υποτακτικός, στην υποτακτική, πρέπει, πρέπει, καλύτερα, πρέπει, πρέπει, πρέπει, πρέπει, πώς και...;, είναι απαραίτητο να, ίσως να, μπορεί να, τυχερός, οπουδήποτε, όπου, αν και, μολονότι, πριν, προτού, εκτός, ενώ, μολονότι, μην τυχόν, οπουδήποτε, έτσι ώστε, αν υποθέσουμε ότι, παρόλο που, σε περίπτωση που, δεδομένου ότι, υπό την προϋπόθεση ότι, δεδομένου ότι, με την προϋπόθεση ότι, υπό τον όρο ότι, υπό την προϋπόθεση ότι, εφ' όσον, παρόλο που, αν και, δεδομένου ότι, με την προύπόθεση οτι, υπό την προϋπόθεση ότι, πριν, εφόσον, αρκεί να, είναι ώρα, είναι καιρός, πώς και, μακάρι να, είναι πιθανό να, κάνε μου τη χάρη να κάνεις κτ, δεν κρατιέμαι, δεν είναι να απορείς, καιρός είναι, κάνε μου τη χάρη να κάνεις κτ, μπορεί, πρέπει, πρέπει, δεν μπορώ να περιμένω, δεν κρατιέμαι, μπορεί, δεν είμαι πιθανός, πρέπει να, είναι πολύ πιθανό, πρέπει να φύγω, ελπίζω να κάνω κτ, με οποιοδήποτε τρόπο, μέχρι, παρόλο που, αν και, υπό την προϋπόθεση, με την προϋπόθεση, όσο κι αν, ανεξαρτήτως, αν και, μέχρι, Μπράβο, τι καλά, μπορεί, δεν έχω αμφιβολία ότι/πως, απαιτώ, αμφιβάλλω, ανυπομονώ για κτ, περιμένω κτ με ανυπομονησία, που ελπίζει, που αισιοδοξεί, ανυπομονώ, μέχρι, μπορεί, έχω, πρέπει, ανυπομονώ για κτ, περιμένω κτ με ανυπομονησία, ενώ, απαιτώ, παρόλο, εξακολουθητική υποτακτική, είναι σωστό που, οπουδήποτε, όπου, ακόμη και αν + ρήμα, εξακολουθητική υποτακτική, για, θα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης subjonctif

υποτακτική

nom masculin (Grammaire) (γραμματική: έγκλιση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
On peut utiliser le subjonctif quand on exprime un vœu.
Μπορείς να χρησιμοποιήσεις την υποτακτική όταν εκφράζεις μια επιθυμία.

υποτακτικός

(Grammaire)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
"If I were you" est probablement l'expression subjonctive la plus commune en anglais.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η υποτακτική έγκλιση είναι προφανής στην έκφραση «είθε να κάνουμε κάτι».

στην υποτακτική

(Grammaire)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
En anglais, certaines formes subjonctives sont les mêmes qu'à l'infinitif.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ποια είναι η υποτακτική του ρήματος «λύω»;

πρέπει

(obligation)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Tu dois te procurer un nouveau permis de conduire.
Πρέπει να βγάλεις καινούρια άδεια οδήγησης.

πρέπει

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Je dois finir ma dissertation ce soir.
Πρέπει να τελειώσω την έκθεση σήμερα το βράδυ. Πρέπει να πάρω το τρένο σε 20 λεπτά.

καλύτερα

adverbe

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ne t'en fais pas, tu es mieux sans lui.
Μην ανησυχείς, είσαι καλύτερα χωρίς αυτόν. Θα είσαι καλύτερα αν απλώς την αγνοήσεις.

πρέπει

(obligation)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Je dois aller au tribunal lundi, sous peine d'être arrêté.

πρέπει

(να κάνω κάτι)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Je dois aider mes parents à déménager.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα χρειαστεί να καταθέσεις όσα είδες στην αστυνομία.

πρέπει

(obligation morale)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Je dois appeler Julie ce soir. Je le lui ai promis.

πρέπει

(να κάνω κάτι)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Je dois partir maintenant.

πώς και...;

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Comment se fait-il que tous tes chapeaux soient noirs ?
Πώς και είναι μαύρα όλα τα καπέλα σου;

είναι απαραίτητο να

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il faut que tu prennes tes billets à l'avance.

ίσως να, μπορεί να

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il se peut que le temps s'améliore demain.

τυχερός

(κατάσταση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Είναι τυχερό που έχει και άλλους συγγενείς και τη βοηθούν.

οπουδήποτε, όπου

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Je te suivrai où que tu ailles (or: partout où tu iras).
Οπουδήποτε (or: Όπου) κι αν πας, θα σε ακολουθήσω.

αν και, μολονότι

(opposition)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Je la vois tout le temps, bien que (or: quoique) je ne lui dise jamais un mot.
Τη βλέπω διαρκώς. Ωστόσο, ποτέ δεν της μιλάω.

πριν, προτού

(même sujet)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Il savait conduire avant de savoir faire du vélo.
Ήξερε να οδηγεί αυτοκίνητο πριν (or: προτού) μάθει να κάνει ποδήλατο.

εκτός

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Allons au magasin, à moins que tu n'aies une meilleure idée.
Πάμε τώρα στο κατάστημα, εκτός κι αν έχεις καμιά καλύτερη ιδέα.

ενώ, μολονότι

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Bien qu'il soit un joueur très doué, il n'a aucune discipline.
Αν και είναι πολύ έμπειρος παίχτης, δεν έχει καθόλου αυτοπειθαρχία.

μην τυχόν

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je n'ai rien dit de peur qu'ils ne voient ma colère.
Δεν είπα τίποτα μην τυχόν και δουν τον θυμό μου.

οπουδήποτε

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'aventurier était déterminé à réussir, où qu'il voyageât.

έτσι ώστε

conjonction

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Η εταιρεία σχεδιάζει κάθε κατάστημα έτσι ώστε οι πελάτες να μπορούν να ψωνίζουν άνετα κι εύκολα.

αν υποθέσουμε ότι

locution conjonction

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
En supposant que tu gagnes à la loterie, qu'est-ce que tu ferais avec tout cet argent ?

παρόλο που

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Linda est venue travailler bien qu'elle soit malade.
Παρόλο που έβρεχε, αποφάσισα να πάω στη βιβλιοθήκη με τα πόδια.

σε περίπτωση που

locution conjonction (vieux)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Prends ton parapluie en cas qu'il pleuve.
Πάρε την ομπρέλα σου σε περίπτωση που βρέξει.

δεδομένου ότι, υπό την προϋπόθεση ότι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je veux bien te prêter 500 £ à condition que tu me les rendes d'ici lundi.

δεδομένου ότι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Vous pouvez acheter cette maison à condition que vous vendiez d'abord la vôtre.

με την προϋπόθεση ότι

locution conjonction

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En supposant que j'arrive à trouver de la farine, je ferai un cake pour demain.

υπό τον όρο ότι, υπό την προϋπόθεση ότι, εφ' όσον

locution conjonction

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Le produit peut être échangé gratuitement, pour autant que l'acheteur ait respecté les conditions d'utilisation.

παρόλο που, αν και

conjonction

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Bien qu'il neige, nous devons aller à l'école.

δεδομένου ότι

conjonction

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Nous vous rembourserons à condition que vous nous retourniez le produit.

με την προύπόθεση οτι, υπό την προϋπόθεση ότι

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Tu peux aller au bal, Cendrillon, à condition que tu rentres avant minuit.
Μπορείς να πας στον χορό Σταχτοπούτα, με την προϋπόθεση ότι θα επιστρέψεις μέχρι τα μεσάνυχτα.

πριν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εφόσον, αρκεί να

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Θα είμαι ικανοποιημένος, αρκεί να βγαίνει κάθε μέρα ο ήλιος.

είναι ώρα, είναι καιρός

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)
Il est grand temps que j'aille chez le médecin, ça fait déjà quatre fois que je reporte. Il est grand temps que tu trouves un travail.

πώς και

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Comment ça se fait que tu ne sois pas au travail ?
Πώς και δεν είσαι στη δουλειά;

μακάρι να

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'aimerais qu'on puisse parler de ce qui t'embête.
Θα ήθελα να μπορούσαμε να μιλήσουμε γι' αυτό που σ' ενοχλεί.

είναι πιθανό να

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνε μου τη χάρη να κάνεις κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν κρατιέμαι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
– À cette heure-ci la semaine prochaine, nous serons en vacances. – J'ai hâte !
«Την ερχόμενη βδομάδα, τέτοια ώρα θα είμαστε διακοπές». «Δεν κρατιέμαι!»

δεν είναι να απορείς

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pas étonnant qu'il fasse froid dans la maison, la chaudière est cassée ! Pas étonnant que le bébé pleure, il faut changer sa couche !
Είναι λογικό που το μωρό κλαίει, η πάνα του θέλει άλλαγμα.

καιρός είναι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il est grand temps que tu me rendes mon livre !
Καιρός είναι να επιστρέψεις το βιβλίο μου!

κάνε μου τη χάρη να κάνεις κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπορεί

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Il se pourrait que j'aille en promenade à vélo aujourd'hui, mais bon, peut-être pas.
Μπορεί να πάω βόλτα με το ποδήλατο σήμερα, αλλά μπορεί και όχι.

πρέπει

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Il faut que je parte maintenant ou je vais rater mon train.
Πρέπει να φύγω τώρα, διαφορετικά θα χάσω το τρένο μου. Δε θέλω να φύγω, αλλά πρέπει.

πρέπει

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Il faut qu'on se barre !
Πρέπει να βγούμε από εδώ πέρα!

δεν μπορώ να περιμένω, δεν κρατιέμαι

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'ai vraiment hâte d'être à mon anniversaire ! Quelle journée pourrie : j'ai hâte qu'elle finisse !
Ανυπομονώ να έρθουν τα γενέθλιά μου! Η σημερινή μέρα είναι απαίσια, ανυπομονώ να τελειώσει.

μπορεί

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il se peut que cet homme me suive.

δεν είμαι πιθανός

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il est peu probable que Simon arrive à l'heure.

πρέπει να

verbe impersonnel

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Chers étudiants, il faut que vous arriviez à 8 h pour la photo de classe.

είναι πολύ πιθανό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il se peut qu'ils gagnent le tournoi.

πρέπει να φύγω

locution verbale (un peu familier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il est très tard : il faut que j'y aille.

ελπίζω να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Smith, le champion en titre, avait bon espoir de gagner la course aujourd'hui.
Ο Σμιθ, ο τωρινός πρωταθλητής, ελπίζει να κερδίσει τον σημερινό αγώνα.

με οποιοδήποτε τρόπο

préposition

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle a décidé qu'elle serait célèbre, quels que soient les moyens d'y parvenir.
Είναι αποφασισμένη να γίνει διάσημη, με οποιοδήποτε τρόπο.

μέχρι

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Ο Αλί έμενε με τη θεία και τον θείο του να γίνει δεκαοχτώ.

παρόλο που, αν και

conjonction

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Bien qu'il (or: Quoiqu'il) fasse sombre dehors, ils sont allés faire une promenade. (or, plus soutenu: Bien qu'il (or: Quoiqu'il) fît sombre dehors, ils allèrent faire une promenade).
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η θεωρία του καθηγητή, καίτοι ενδιαφέρουσα, ήταν εντούτοις εξαιρετικά δύσκολο να αποδειχτεί.

υπό την προϋπόθεση, με την προϋπόθεση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je viendrai te rendre visite demain à condition qu'il ne pleuve pas.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα σου δανείσω το αυτοκίνητό μου, υπό τον όρο (or: την προϋπόθεση) να μην του κάνεις ούτε γρατζουνιά.

όσο κι αν

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Autant j'aime beaucoup James comme ami, autant je ne pourrais jamais sortir avec lui.

ανεξαρτήτως

conjonction

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Toute personne, qu'elle soit riche ou pauvre, peut être touchée par une catastrophe naturelle.

αν και

conjonction

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)

μέχρι

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Karen a ri jusqu'à ce qu'elle pleure.
Ζούσα στην Νιγηρία μέχρι τα εννέα μου χρόνια. Η Κάρεν γέλασε μέχρι δακρύων.

Μπράβο, τι καλά

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Quelle chance que vous ayez pensé à apporter votre parapluie !
Ευτυχώς, θυμήθηκες την ομπρέλα σου!

μπορεί

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Il se peut que nous prenions un vol plus tard.
Μπορεί να χρειαστεί να πάρουμε επόμενη πτήση.

δεν έχω αμφιβολία ότι/πως

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απαιτώ

(να)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle exigea qu'il sorte la poubelle.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι πατατοπαραγωγοί αξίωναν συνάντηση με τον υπουργό.

αμφιβάλλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il doutait que son histoire soit vraie.
Εκείνος αμφέβαλλε αν ήταν αληθινή η ιστορία της.

ανυπομονώ για κτ, περιμένω κτ με ανυπομονησία

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Chaque année, nous avons hâte de partir pour les vacances d'été.
Κάθε χρόνο περιμένουμε με ανυπομονησία τις καλοκαιρινές διακοπές.

που ελπίζει, που αισιοδοξεί

(ότι/πως)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Holly avait bon espoir que cette année soit meilleure que la dernière.
Η Χόλυ ήλπιζε ότι φέτος θα είναι μια καλύτερη χρονιά από την προηγούμενη.

ανυπομονώ

(βιασύνη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Après avoir été cloîtré chez moi tout l'hiver, j'ai hâte que le printemps arrive.
Ανυπομονώ να έρθει η άνοιξη, αφού είχα κλειστεί στο σπίτι όλο τον χειμώνα.

μέχρι

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Lauren a attendu jusqu'à ce que Dan arrive avant de parler.
Η Λόρεν περίμενε μέχρι να ολοκληρώσει ο Νταν πριν μιλήσει.

μπορεί

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Il se peut qu'il pleuve aujourd'hui.
Μπορεί να βρέξει σήμερα.

έχω

(obligation morale) (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je dois finir mes devoirs.
Πρέπει να τελειώσω μια εργασία.

πρέπει

(να κάνω κάτι)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Il faut que j'aille aux toilettes.
Πρέπει να πάω στην τουαλέτα.

ανυπομονώ για κτ, περιμένω κτ με ανυπομονησία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ai hâte de partir à la retraite.
Περιμένω με ανυπομονησία τη μέρα που θα μπορώ να βγω στη σύνταξη.

ενώ

Même si je suis contente qu'il séjourne chez nous, j'aimerais beaucoup qu'il ne boive pas tout le lait.
Αν και χαίρομαι που ήρθε να μείνει σε εμάς, εύχομαι να μην τελείωνε όλο το γάλα!

απαιτώ

(κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le travail exige qu'il arrive à 8 h 30 chaque jour.
Η δουλειά απαιτούσε να έρχεται στις 08:30 κάθε πρωί.

παρόλο

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Autant j'aime Mel Gibson, autant ce film est trop violent pour moi.
Όσο και να μου αρέσει ο Μελ Γκίμπσον, αυτή η ταινία είναι πολύ βίαιη για μένα.

εξακολουθητική υποτακτική

nom masculin

Veuillez compléter la feuille d'exercices en utilisant le subjonctif imparfait.

είναι σωστό που

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il est normal que Jimmy soit puni pour son mauvais comportement.

οπουδήποτε, όπου

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Où que nous allions en vacances, il pleut toujours.

ακόμη και αν + ρήμα

conjonction

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Qu'il pleuve ou qu'il fasse une chaleur accablante, on ira quand même au lac.

εξακολουθητική υποτακτική

nom masculin

Certaines langues, comme l'italien et le français, ont le subjonctif imparfait.

για

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Il est peut-être temps qu'il démissionne.

θα

(avec verbes exprimant le doute)

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
Je doute qu'il y ait d'autres vacances comme celle-ci.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του subjonctif στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.