Τι σημαίνει το succès στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης succès στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του succès στο Γαλλικά.
Η λέξη succès στο Γαλλικά σημαίνει επιτυχία, σουξέ, χιτ, σουξέ, χιτ, επιτυχία, επιτυχία, ευκαιρία, πόλος έλξης, χρησιμότητα, επιτυχία, επιτυχής, αποτελεσματικά, best seller, μπεστ σέλερ, ενθουσιάζω, πολύ δημοφιλής, πληρωμή μόνο σε περίπτωση επιτυχίας, ανάκαμψης, που πάει από το καλό στο καλύτερο, μάταια, άδικα, αναγνώριση του κοινού, επιδοκιμασία του κοινού, μεγάλη επιτυχία, πολύ επιτυχημένος, επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά, τεράστια απήχηση, μαζική απήχηση, που έγινε επιτυχία από τη μια στιγμή στην άλλη, που έγινε επιτυχία από τη μια μέρα στην άλλη, διαρκής απήχηση, σταθερή απήχηση, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, η καλή, επιτυγχάνω τελεσφορώ, κάνω αμέσως επιτυχία, καθορίζω τη επιτυχία ή την αποτυχία, πετυχαίνω, επιτυγχάνω, θα φέρω δόξα σε κπ, μεγάλος, αποτυχημένος, αγαπημένος, παλιός, λαμπρή επιτυχία, μεγάλη επιτυχία, επιτυχημένη θεατρική παράσταση, εκμεταλλευόμενος την επιτυχία κάποιου άλλου, επιτυχία, πετυχαίνω σε κτ, επιτυχημένος, πετυχημένος, αουτσάιντερ, καλά, επιτυχημένα, πετυχημένα, που τα σπάει, αιφνιδιάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης succès
επιτυχία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le projet fut un succès car le client était content. Το εγχείρημα στέφθηκε με επιτυχία μιας και ο πελάτης έμεινε ευχαριστημένος. |
σουξέ, χιτ(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Le film fut un succès avec les adolescents. Η ταινία είχε μεγάλη επιτυχία στους εφήβους. |
σουξέ, χιτ(chanson) (τραγούδι) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Sa nouvelle chanson est un énorme succès. Το νέο του τραγούδι είναι τεράστια επιτυχία. |
επιτυχία(argent,...) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Vous pouviez voir sa réussite par la taille de sa maison. Μπορείς να κρίνεις την επιτυχία του από το μέγεθος του σπιτιού του. |
επιτυχία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ευκαιρία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πόλος έλξης(attraction) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le discours du gouverneur a été un franc succès, il y avait un monde fou. Η ομιλία του κυβερνήτη ήταν μεγάλος πόλος έλξης, κι έτσι την παρακολούθησαν πολλά άτομα. |
χρησιμότηταnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επιτυχία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) En affaires, la réussite demande du temps, de l'argent et du dévouement. |
επιτυχής(objet, action) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'essai réussi de l'enfant pour mémoriser le poème a enchanté ses parents. Η προσπάθειά του να κατακτήσει τη θέση ήταν επιτυχής. Η επιτυχημένη προσπάθεια του παιδιού να απομνημονεύσει το ποίημα χαροποίησε τους γονείς της. |
αποτελεσματικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
best seller, μπεστ σέλερ(anglicisme) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Chaque roman de cet auteur a été un best-seller. |
ενθουσιάζω(figuré : le public) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πολύ δημοφιλής(familier) (μεγάλη δημοτικότητα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πληρωμή μόνο σε περίπτωση επιτυχίαςadjectif (δικηγόρου σε δίκη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανάκαμψηςlocution adjectivale (figuré) (σε γενική) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Cela devrait être la saison qui permettra à l'équipe de renouer avec le succès, après leurs mauvais résultats l'année dernière. |
που πάει από το καλό στο καλύτεροverbe intransitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μάταια, άδικαlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αναγνώριση του κοινού, επιδοκιμασία του κοινού
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μεγάλη επιτυχίαnom masculin Les spaghettis bolognaises de Max ont connu un vif succès auprès de sa copine. |
πολύ επιτυχημένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le salon a été une belle réussite, en attirant de nombreux visiteurs. |
επιτυχημένη τηλεοπτική σειράnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Friends a été une série à succès des deux côté de l'Atlantique. |
τεράστια απήχηση, μαζική απήχησηnom masculin |
που έγινε επιτυχία από τη μια στιγμή στην άλλη, που έγινε επιτυχία από τη μια μέρα στην άλληnom masculin (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διαρκής απήχηση, σταθερή απήχησηnom masculin |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>
Il y avait trop à manger et il ne faut pas abuser des bonnes choses ! |
η καλή(αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Πήγε στο Χόλιγουντ, έγινε σταρ του σινεμά και έπιασε την καλή. |
επιτυγχάνω τελεσφορώlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le gâteau au chocolat a eu un franc succès auprès des invités. |
κάνω αμέσως επιτυχίαlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'émission télé a été (or: a eu) un succès immédiat. |
καθορίζω τη επιτυχία ή την αποτυχία(une carrière,...) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les articles de ce critique peuvent faire ou défaire la réputation d'un nouveau restaurant. |
πετυχαίνω, επιτυγχάνωlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
θα φέρω δόξα σε κπ(musique, film...) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μεγάλοςlocution adjectivale (επιτυχία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sa première chanson à succès est sortie en 2006. Το πρώτο μεγάλο χιτ της το έκανε το 2006. |
αποτυχημένοςlocution adjectivale (personne) (άνθρωπος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle n'avait pas de succès en affaires alors elle décida de s'essayer à l'enseignement. Αποφάσισε να προσπαθήσει να γίνει δασκάλα, επειδή ήταν αποτυχημένη επιχειρηματίας. |
αγαπημένος(personne) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Ήταν αποφασισμένη να γίνει η αγαπημένη της δασκάλας από την πρώτη ημέρα. |
παλιόςnom masculin (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
λαμπρή επιτυχία, μεγάλη επιτυχίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επιτυχημένη θεατρική παράστασηnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εκμεταλλευόμενος την επιτυχία κάποιου άλλου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επιτυχίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πετυχαίνω σε κτ
Il ne réussira jamais dans le monde des affaires s'il ne devient pas plus sérieux. Δεν θα πετύχει ποτέ στις επιχειρήσεις, αν δεν σοβαρευτεί. |
επιτυχημένος, πετυχημένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le premier album du groupe a eu du succès. Το πρώτο άλμπουμ του συγκροτήματος ήταν μεγάλη επιτυχία. |
αουτσάιντερnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Le film a remporté un succès inattendu au box-office. |
καλά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il s'est plutôt bien débrouillé dans la vie. Aujourd'hui, il est médecin. Δεν τα πήγε κι άσχημα στη ζωή του. Είναι πλέον γιατρός. |
επιτυχημένα, πετυχημέναlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La conductrice a affronté avec succès la route de montagne étroite et est arrivée à sa destination. Η οδηγός πέρασε με επιτυχία τον στενό δρόμο στο βουνό και έφτασε στον προορισμό της. |
που τα σπάει(μτφ, αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αιφνιδιάζωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του succès στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του succès
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.