Τι σημαίνει το sûr στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης sûr στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sûr στο Γαλλικά.
Η λέξη sûr στο Γαλλικά σημαίνει ασφαλής, πάνω σε, σε, -, σε, σε, σε, πάνω σε, σχετικά με, σε, σε, -, σχετικά με, σε βάρος, σχετικά με, σίγουρος, σίγουρος, βέβαιος, σε, σε, προς, σε, σταθερός, αναμφίβολος, αναμφισβήτητος, αξιόπιστος, πάνω, επάνω, αναφορικά με, όσον αφορά, σχετικά με, σε σχέση με, πάνω σε, πάνω σε, ασφαλής, στην κορυφή, αφορώ, σε, παρακάτω, παραπέρα, σε, σε, στους, στις, στα, -, ασφαλής, πολύτιμος, για, προς, σε σχέση με, για, τον ένα μετά τον άλλο, βέβαιος, σίγουρος,ακλόνητος, απόλυτος, σε, ασφαλής, βέβαιος ότι/πως, σίγουρος ότι/πως, σίγουρος, βέβαιος, εννοείται, για, σίγουρος, βέβαιος, σίγουρη επιτυχία, σίγουρος, σίγουρος, σίγουρος για τον εαυτό μου, κτ είναι σίγουρο, σίγουρα, βέβαια, οπωσδήποτε, -, τηγανητός, επιφυλακτικός, διστακτικός, σε επαγρύπνηση, σε ετοιμότητα, σε εγρήγορση, αναποφάσιστος, άυπνος, άγρυπνος, καφετής, πρασινωπός, γκριζωπός, λεπτολόγος, σχολαστικός, γρήγορος, πλευρικό πέταγμα μπαλιάς, ευπαρουσίαστος, περιποιημένος, καλοντυμένος, περιποιημένος, κυβερνο-, 20/20, πολυστρωματικός, που έχει ταξικές προκαταλήψεις, προφανώς, σαφώς, αμέσως, πάραυτα, αυτοστιγμεί, τεχνικά, συναισθηματικά, αμέσως, πάραυτα, αυτοστιγμεί, τεχνολογικά, λοξά, πλάγια, σε κίνηση, αυτή τη στιγμή, αυτή την στιγμή, άμεσα, αμέσως, τώρα, αυτή την στιγμή, άμεσα, αμέσως, τώρα, τραύλισμα, ψεύδισμα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, χαστούκι, έδρα, αγορές από το σπίτι, ψώνια από το σπίτι, επίστρωμα, ταράτσα, αριστερός, νόμος περί οργανωμένου εγκλήματος, εκπομπή, Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη, body-shaming, νόμος περί ελευθερίας της πληροφόρησης των ΗΠΑ, το να κάθομαι με τα πόδια ανοιχτά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης sûr
ασφαλήςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nous habitons dans un quartier sûr. Μένουμε σε μια ασφαλή γειτονιά. |
πάνω σε
Ton livre est sur la table. Το βιβλίο σου είναι στο τραπέζι. |
σε
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Le chat est encore monté sur le toit. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο πίνακας είναι στον τοίχο. |
-préposition (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Mettez un couvercle sur la casserole et laissez bouillir cinq minutes. Βάλτε το καπάκι στη θέση του και βράστε για πέντε λεπτά. |
σε(suspendre) Sa veste est sur le portemanteau. |
σεpréposition Allongez-vous sur le ventre. |
σεpréposition Vous devriez mettre un pansement sur cette blessure. |
πάνω σεpréposition (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Vous avez de l'argent sur vous ? Έχεις καθόλου μετρητά πάνω σου; |
σχετικά με(à propos de) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je recherche un livre sur les orchidées. |
σεpréposition Elle compte sur le dictionnaire pour faire ses devoirs. |
σε(chaîne TV) Qu'est-ce qu'il y a sur Channel 4 ce soir ? |
-préposition (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ils ont toujours porté un regard critique sur le déroulement de l'affaire. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πάντα με αντιμετώπιζαν με ευγένεια. |
σχετικά μεpréposition (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quelles sont vos opinions sur le réchauffement de la planète ? |
σε βάροςpréposition (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ils ont une bonne longueur d'avance sur nous. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο προπορευόμενος δρομέας έχει προβάδισμα 200 μέτρων έναντι των αντιπάλων του. |
σχετικά με(sujet) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cette présentation est sur (or: traite de) la révolution française et les changements qui en ont découlé. |
σίγουροςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) - On est le 12 aujourd'hui. - Tu (en) es sûr (or: certain) ? «Σήμερα είναι 12 του μηνός.» «Είσαι σίγουρος;» |
σίγουρος, βέβαιοςadjectif (ότι/πως) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je suis certain d'avoir éteint la cuisinière. Είμαι σίγουρος (or: βέβαιος) ότι έσβησα την κουζίνα. |
σεpréposition (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Nous allons continuer selon cette base. Θα συνεχίσουμε σε αυτήν τη βάση. |
σε, προςpréposition Elle a braqué sa lampe sur l'intrus. |
σε(lieu) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Ils ont acheté une maison au bord du lac. Αγόρασαν ένα σπίτι δίπλα στη λίμνη. |
σταθερόςadjectif (main, mouvement) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le cuisinier coupa la viande d'une main sûre (or: ferme). |
αναμφίβολος, αναμφισβήτητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Si l'équipe continue à jouer aussi bien, elle est assurée de gagner le tournoi. |
αξιόπιστοςadjectif (Finance) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πάνω, επάνωpréposition (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il monta sur la chaise pour accéder aux étagères du dessus. Πάτησε πάνω στην καρέκλα για να φτάσει τα ψηλά ράφια. |
αναφορικά με, όσον αφορά, σχετικά με, σε σχέση με, πάνω σε
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il a écrit une lettre sur ce problème. Έγραψε ένα γράμμα αναφορικά με το πρόβλημα. |
πάνω σεpréposition Anna est montée à une échelle pour aller sur le toit. Η Άννα σκαρφάλωσε σε μια σκάλα για να ανέβει στη σκεπή. |
ασφαλής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Beaucoup de personnes craignent qu'acheter sur Internet ne soit pas sûr. Πολλοί φοβούνται πως η αγορά προϊόντων μέσω διαδικτύου δεν είναι ασφαλής. |
στην κορυφήpréposition (κυριολεκτικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αφορώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je suis allé à la bibliothèque pour chercher un livre sur les insectes. Πήγα στη βιβλιοθήκη να βρω ένα βιβλίο για τα έντομα. |
σεpréposition (position) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Le peintre appliqua la peinture sur la toile. Ο ζωγράφος άπλωσε το χρώμα στον καμβά. |
παρακάτω, παραπέραpréposition (plus loin) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La banque est un peu plus loin sur la route. Η τράπεζα βρίσκεται λίγο πιο κάτω (or: πιο πέρα) σε αυτόν τον δρόμο. |
σε
Ils ont posé les draps sur les meubles pour les protéger. Βάζουν σεντόνια πάνω στα έπιπλα για να τα προστατέψουν. |
σεpréposition (dessus) Elle lui donna un coup sur la tête et s'enfuit. Τον χτύπησε στο κεφάλι και έφυγε τρέχοντας. |
στους, στις, σταpréposition (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Trois personnes sur dix préfèrent le chocolat au lait au chocolat noir. Huit chats sur dix préfèrent cette marque de pâté. Sur tous les gens qui existent dans le monde, il a fallu que je tombe sur mon ex ! Από όλους τους ανθρώπους στον κόσμο, έμελλε να πάω να πέσω πάνω στον πρώην μου! |
-adjectif (de soi) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) C'était un homme vaniteux, qui était très sûr de lui et qui donnait des ordres à tout le monde. Ήταν ένας επηρμένος άντρας, ο οποίος έβλεπε τους άλλους αφ' υψηλού και μοίραζε διαταγές. |
ασφαλήςadjectif (investissement) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Acheter des actions dans cette entreprise n'est peut-être pas un investissement sûr. |
πολύτιμοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
για(distance) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) La queue devant le guichet s'étendait sur des kilomètres. |
προςpréposition (proportion) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Les joueurs avaient marqué un but sur trois. |
σε σχέση με
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nous sommes bien en avance sur nos concurrents. |
γιαpréposition Papa a le dernier mot sur l'endroit où nous allons. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τον τελευταίο λόγο επί του θέματος έχει η κεντρική επιτροπή του κόμματος. |
τον ένα μετά τον άλλοpréposition (les uns après les autres) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il a mangé cracker sur cracker jusqu'à en être malade. Έτρωγε το ένα κρακεράκι μετά το άλλο μέχρι που πόνεσε το στομάχι του. |
βέβαιος, σίγουρος,ακλόνητος, απόλυτοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σεpréposition Il portait le sac par-dessus son épaule. Κουβαλούσε την τσάντα στον ώμο του. |
ασφαλήςadjectif (matériel,...) (σίγουρος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ceci est un mécanisme fiable (or: sûr) qui est garanti contre les pannes. Είναι ένας ασφαλής μηχανισμός, του οποίου η λειτουργία είναι εγγυημένη. |
βέβαιος ότι/πως, σίγουρος ότι/πωςadjectif (confiant) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Janine est sûre (or: certaine) de gagner. Η Τζανίν είναι βέβαιη ότι θα κερδίσει. |
σίγουρος, βέβαιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je suis sûr d'avoir vu quelqu'un traverser le jardin en courant. Είμαι σίγουρος πως είδα κάποιον να τρέχει στον κήπο. |
εννοείταιinterjection (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) « Es-tu sûr d'avoir vu quelqu'un traverser le jardin en courant ? » « Certain ! » |
γιαpréposition (concernant) Ils se disputent constamment sur (or: au sujet de) qui doit prendre le volant. Πάντα μαλώνουν σχετικά με το ποιος θα οδηγήσει. |
σίγουρος, βέβαιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Vous pouvez être assuré que le maire se chargera du problème. |
σίγουρη επιτυχία
|
σίγουρος(για κάτι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Répondez seulement si vous êtes sûr de la réponse. Απαντήστε μόνο, εάν είστε σίγουροι για την απάντηση. |
σίγουρος(confiant) (για κτ ή για τον εαυτό μου) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'athlète était sûr de ses moyens. Ο αθλητής ήταν σίγουρος για τις ικανότητες του. |
σίγουρος για τον εαυτό μουlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κτ είναι σίγουρο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Σε αυτό το ξενοδοχείο είναι σίγουρο ότι θα σε καλωσορίσουν θερμά. |
σίγουρα, βέβαια, οπωσδήποτεinterjection (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Est-ce que je vais t'aider à déménager ? Bien sûr ! Αν θα σε βοηθήσω να μετακομίσεις; Σίγουρα! |
-(être couvert) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Fred a déjà son manteau sur lui. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ρίξε κάτι πάνω σου. |
τηγανητός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tom voulait manger quelque chose de frit à son déjeuner. Ο Τομ ήθελε κάτι τηγανητό για μεσημέρι. |
επιφυλακτικός, διστακτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le chien méfiant se tenait à quelques mètres, ne s'approchant pour prendre à manger qu'une fois qu'il avait jugé que Harry était à une bonne distance. |
σε επαγρύπνηση, σε ετοιμότητα, σε εγρήγορση(προσέχω, προστατεύω κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les sentinelles sont restées vigilantes tout au long de la nuit. Οι φρουροί παρέμειναν άγρυπνοι κατά τη διάρκεια της νύχτας. |
αναποφάσιστος(attitude, sentiments) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nous devons convaincre les voteurs ambivalents de prendre une décision rapidement. |
άυπνος, άγρυπνος(nuit) (λόγιος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Lorsque vous avez un bébé, des nuits blanches sont à prévoir. |
καφετής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le dentiste enleva les taches brunâtres sur les dents de Nicola. |
πρασινωπός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le ciel était noir avec des nuages verdâtres et lourds. |
γκριζωπός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
λεπτολόγος, σχολαστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γρήγορος
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πλευρικό πέταγμα μπαλιάς(Sports : lancer,...) (με κίνηση του βραχίωνα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ευπαρουσίαστος, περιποιημένος(για πρόσωπα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les gens lui faisaient confiance parce qu'il avait une image tellement soignée. |
καλοντυμένος, περιποιημένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mais pourquoi est-ce que tu es tout apprêté comme ça ? Tu vas à une fête ? Γιατί τόσο καλοντυμένος; Γίνεται κάποιο πάρτι; |
κυβερνο-
Par exemple: cyber-espace, cyber-harcèlement. Για παράδειγμα: κυβερνοχώρος, κυβερνοεκφοβισμός |
20/20(vue) (όραση) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
πολυστρωματικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που έχει ταξικές προκαταλήψεις(néologisme) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προφανώς, σαφώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Évidemment, nous sommes partis quand ils ont manqué de bières. Εννοείται πως μόλις τελείωσε η μπύρα φύγαμε. |
αμέσως, πάραυτα, αυτοστιγμεί(άμεσα) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Rassemblez immédiatement (or: sur-le-champ) vos affaires et quittez le bâtiment. |
τεχνικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Son interprétation de la sonate était techniquement parfaite. Ο τρόπος που εκτέλεσε τη σονάτα ήταν τεχνικά άψογος. |
συναισθηματικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αμέσως, πάραυτα, αυτοστιγμεί(την ίδια στιγμή) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Les lumières se sont éteintes immédiatement lorsque j'ai appuyé sur l'interrupteur. |
τεχνολογικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
λοξά, πλάγια
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σε κίνηση
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Mes enfants ne s'assoient jamais ! Ils bougent tout le temps. Είμαι πολύ απασχολημένη όλη την ημέρα. Είμαι στο πόδι από την ανατολή έως τη δύση του ηλίου. |
αυτή τη στιγμήlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
αυτή την στιγμή, άμεσα, αμέσως, τώραadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ραλφ! Έλα εδώ αμέσως (or: τώρα) αλλιώς θα σε δείρω! Σταμάτα αυτή την στιγμή! |
αυτή την στιγμή, άμεσα, αμέσως, τώραadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
τραύλισμα, ψεύδισμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) En raison de son zézaiement, le garçon a passé des années en rééducation orthophonique. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>(Base-ball, anglicisme) |
χαστούκι(κυριολεκτικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
έδρα(Sports) (αθλητικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αγορές από το σπίτι, ψώνια από το σπίτι(à la télé) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επίστρωμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Si ton matelas n'est pas confortable, tu peux ajouter un sur-matelas. |
ταράτσα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αριστερός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
νόμος περί οργανωμένου εγκλήματος(loi américaine) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκπομπή(enregistrement) (τηλεοπτική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη(ΔΗΕΕΑ) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
body-shaming(anglicisme) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
νόμος περί ελευθερίας της πληροφόρησης των ΗΠΑ(loi américaine) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
το να κάθομαι με τα πόδια ανοιχτά(anglicisme, néologisme) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sûr στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του sûr
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.