Τι σημαίνει το tempered στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tempered στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tempered στο Αγγλικά.
Η λέξη tempered στο Αγγλικά σημαίνει που έχει υποστεί επαναφορά, που έχει υποστεί αναθέρμανση, -θυμος, διάθεση, θυμώνω εύκολα, μετριάζω, κάνω επαναφορά, κατσούφης, γκρινιάρης, ήρεμος, ήπιος, κακότροπος, καλόκαρδος, ήρεμος, ευέξαπτος, στριφνός, ευέξαπτος, οξύθυμος, ευέξαπτος, ευερέθιστος, γλυκός, ήρεμος, ευγενικός, ψημενο γυαλί, σκληρυμένο γυαλί ασφαλείας, ήρεμος, σωστά ρυθμισμένος, σωστά οργανωμένος, που έχει υποστεί σωστή επαναφορά, καλοκουρδισμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tempered
που έχει υποστεί επαναφορά, που έχει υποστεί αναθέρμανσηadjective (iron, steel: strengthened) (μεταλλουργία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The sword is made of tempered steel. |
-θυμοςsuffix (having a specified disposition) Janice is too hot-tempered to be a good team leader. Η Τζάνις είναι πολύ οξύθυμη και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αναλάβει τον ρόλο της αρχηγού ομάδας. |
διάθεσηnoun (mood) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Try to find out what temper the boss is in, before you ask for your pay rise. Προσπάθησε να καταλάβεις τι διάθεση έχει το αφεντικό πριν ζητήσεις αύξηση. |
θυμώνω εύκολαnoun (ability to get angry) Hannah has a temper; it's best not to upset her. Η Χάνα είναι οξύθυμη· καλύτερα μην την εκνευρίσεις. |
μετριάζωtransitive verb (often passive (moderate, mitigate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) George's boss tempered her negative appraisal with a few positive comments. Karen's attraction to Brian was tempered by her knowledge of his criminal past. Το αφεντικό του Τζορτζ μετρίασε την αρνητική αξιολόγησή του με μερικά θετικά σχόλια. |
κάνω επαναφοράtransitive verb (iron, steel: strengthen) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The blacksmith tempered the steel, making sure it was strong enough to withstand many years of use. |
κατσούφης, γκρινιάρηςadjective (grumpy) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Darla's piano teacher is a bad-tempered old man. Ο δάσκαλος του πιάνου της Ντάρλα είναι ένας γκρινιάρης γέρος. |
ήρεμος, ήπιοςadjective (mild mannered) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) My father was an even-tempered man who never raised his voice. |
κακότροποςadjective (person: angry, bad-tempered) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Helena crept into the office, hoping her evil-tempered boss wouldn't notice she was late. |
καλόκαρδος, ήρεμοςadjective (pleasant personality) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Jenny's boss is good-tempered and makes work fun. |
ευέξαπτοςadjective (easily angered) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) My hotheaded boss loses his temper over the slightest mistake. |
στριφνόςadjective (grumpy, argumentative) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ευέξαπτοςadjective (easily angered) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) My mother is quick-tempered, so I always do my chores on time. |
οξύθυμοςadjective (becomes angry suddenly) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ευέξαπτος, ευερέθιστοςadjective (easily angered) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I can get very short-tempered when things don't go my way. |
γλυκός, ήρεμος, ευγενικόςadjective (mild mannered, good natured) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ψημενο γυαλίnoun (glass strengthened by heat treatment) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σκληρυμένο γυαλί ασφαλείαςnoun (glass strengthened by heat treatment) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The principal feature of tempered safety glass is its strength. |
ήρεμοςadjective (person: cheerful) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σωστά ρυθμισμένος, σωστά οργανωμένοςadjective (process: properly regulated) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που έχει υποστεί σωστή επαναφοράadjective (metal: strong) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καλοκουρδισμένοςadjective (musical instrument: tuned) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tempered στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του tempered
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.