Τι σημαίνει το tendência στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tendência στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tendência στο πορτογαλικά.
Η λέξη tendência στο πορτογαλικά σημαίνει τάση, τάση, τάση, ροπή, κλίση, τάση, τάση, τάση, κλίση, ροπή, τάση, ροπή, κλίση, αύρα, τάση, το να είναι κανείς μέσα στη μόδα, κλίση, αγάπη για κτ, προτίμηση σε κτ/κτ, τάση, κίνηση, τάση, μεγάλη τάση της μόδας, με τάσεις αυτοκτονίας, με αυτοκτονικές τάσεις, ανοδική πορεία, ανοδική τάση, αγορά που υφίσταται κρίση, θετική τάση στο χρηματιστήριο, τάση υποχώρησης, φυσική ροπή,τάση, που έχει ροπή σε εθισμό, ανοδική τάση, έχω την τάση να, τείνω να, ροπή προς τον εθισμό, τάση προς τον εθισμό, μονομέρεια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tendência
τάσηsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Aqui há uma tendência a uma melhor administração. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Υπάρχει μια τάση πιο φιλικής προσέγγισης των εργαζομένων στην εταιρεία. |
τάση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ela tem tendência a gaguejar quando está cansada. Έχει την τάση να τραυλίζει όταν είναι κουρασμένη. |
τάση, ροπή, κλίσηsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) As tendências de direita dele ficaram óbvias no discurso. Η ροπή του προς τη δεξιά έγινε εμφανής κατά την ομιλία του. |
τάσηsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sua irmã estava sempre a par da última moda (or: tendência). Η αδελφή του πάντα ακολουθούσε τη μόδα. |
τάσηsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A tendência geral é de alta para esse estoque. Η γενική τάση για αυτή τη μετοχή είναι ανοδική. |
τάση, κλίση, ροπήsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τάση, ροπή, κλίσηsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αύραsubstantivo feminino (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Há uma tendência ao medo na cidade desde o ataque terrorista. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Άνεμος εκσυγχρονισμού πνέει, πλέον, στην εταιρεία μας. |
τάσηsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A poesia dos adolescentes às vezes possui uma tendência egocêntrica. |
το να είναι κανείς μέσα στη μόδαsubstantivo feminino (na moda) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κλίσηsubstantivo feminino (opinião: predisposição) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A empresa tem uma tendência pró-ambiental. |
αγάπη για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προτίμηση σε κτ/κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) O sistema eleitoral sofre com a inclinação eleitoral em favor do Partido Trabalhista. |
τάση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) O governador tem algumas inclinações liberais, mas de alguma maneira continua cortando o orçamento da educação. Ο κυβερνήτης έχει κάποιες φιλελεύθερες τάσεις, αλλά παρόλα αυτά κάνει περικοπές στον προϋπολογισμό για την εκπαίδευση. |
κίνηση(tendência) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Οι ξαφνικές πωλήσεις του νέου προϊόντος άδειασαν τις αποθήκες του εμπόρου. |
τάσηsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Έχει την τάση να διαπληκτίζεται όταν είναι κουρασμένη. |
μεγάλη τάση της μόδας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με τάσεις αυτοκτονίας, με αυτοκτονικές τάσειςlocução adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανοδική πορεία, ανοδική τάσηexpressão (economia) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αγορά που υφίσταται κρίσηexpressão (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
θετική τάση στο χρηματιστήριο
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τάση υποχώρησης
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φυσική ροπή,τάση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
που έχει ροπή σε εθισμό(άτομο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανοδική τάση(aumento continuado) |
έχω την τάση να, τείνω να
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ορισμένοι συγγραφείς τείνουν να υπερβάλλουν. |
ροπή προς τον εθισμό, τάση προς τον εθισμόlocução adjetiva (για άνθρωπο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μονομέρεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tendência στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του tendência
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.