Τι σημαίνει το tirant στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tirant στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tirant στο Γαλλικά.

Η λέξη tirant στο Γαλλικά σημαίνει συνδετήρια ράβδος, πυροβολώ, τραβάω, τραβώ, σέρνω, στρίβω, τραβάω, τραβώ, αποσπώ,εκμαιεύω, ρίχνω, αρχίζω να πυροβολώ, αρχίζω να ρίχνω, τσίμπημα, πυροβολώ, πυροβολώ, τράβηγμα, τραβάω χαρτί, τραβάω, τραβώ, σουτάρω, ρίχνω, σουτάρω, πυροβολώ, αντλώ, βγάζω, τραβάω, τραβώ, παίρνω δείγμα, αντλώ, βγάζω κτ έξω, τραβάω, τραβάω, απλώνω, τεντώνω, σηκώνω, τραβάω, βγάζω, αντλώ, χώνω, επηρεάζω, αρπάζω, κλέβω, σέρνω, τραβάω, τραβώ, αποκομίζω, τραβάω, τραβώ, βγάζω, τραβάω, τραβώ, πρασινωπός, γκριζωπός, θηλιά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tirant

συνδετήρια ράβδος

nom masculin (Construction)

πυροβολώ

verbe intransitif (au pistolet,...)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le père de Robert lui a appris à tirer quand il était petit.
Όταν ο Ρόμπερτ ήταν μικρό παιδί, ο πατέρας του του δίδαξε πώς να πυροβολεί (or: να ρίχνει).

τραβάω, τραβώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a tiré l'ordinateur vers lui.
Τράβηξε τον υπολογιστή προς το μέρος του.

σέρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Paul tira un cerf qu'il avait abattu jusqu'à son camion.
Ο Πωλ έσυρε ένα ελάφι που σκότωσε στο φορτηγό του.

στρίβω

(les oreilles)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τραβάω, τραβώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Doris a tiré le rideau et jeté un coup d'œil par la fenêtre.
Η Ντόρις έκανε στην άκρη την κουρτίνα και κοίταξε έξω από το παράθυρο.

αποσπώ,εκμαιεύω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'espère tirer le meilleur de notre nouvel employé.

ρίχνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le tireur a tiré trois coups de feu avant que la police ne l'attrape.

αρχίζω να πυροβολώ, αρχίζω να ρίχνω

verbe intransitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quand vous avez le cerf en ligne de mire, tirez.

τσίμπημα

(les oreilles)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Billy a senti sa mère lui tirer les oreilles et a su qu'il avait des ennuis.
Ο Μπίλι ένιωσε το τσίμπημα της μητέρας του στο αυτί του και κατάλαβε ότι είχε μπλέξει.

πυροβολώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il tira avec le pistolet.
Πυροβόλησε.

πυροβολώ

verbe intransitif (arme)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Visez et tirez.
Σημάδεψε με το όπλο σου και μετά πυροβόλησε.

τράβηγμα

verbe transitif

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il tira un quatre du chapeau, ce qui le plaça dans l'équipe quatre.

τραβάω χαρτί

verbe intransitif (Cartes : tirer au sort)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
On va tirer et celui qui aura la carte la plus forte annoncera.

τραβάω, τραβώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ne t'arrête pas de tirer, même si tu te fatigues.

σουτάρω

(Sports)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le joueur de basket-ball décida de passer plutôt que de tirer.

ρίχνω

verbe intransitif (Billes)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ce joueur de billes chevronné était excellent quand il s'agissait de tirer.

σουτάρω

(Sports)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il a tiré alors que le temps de jeu touchait à sa fin.

πυροβολώ

verbe transitif (avec une arme à feu)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'ai aperçu la cible et j'ai tiré quelques coups.
Είδα στα πεταχτά το στόχο και έριξα μερικές βολές.

αντλώ

verbe transitif (extraire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Avant que les gens n'aient l'eau courante chez eux, ils devaient aller au puits pour tirer de l'eau.

βγάζω

verbe transitif (une conclusion, conséquence) (συμπέρασμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vous pouvez tirer les conclusions que vous voulez, moi je crois que c'est lui qui l'a fait.

τραβάω, τραβώ

verbe transitif (cartes à jouer) (χαρτί τράπουλας, φύλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a tiré une carte de la pioche.

παίρνω δείγμα

verbe transitif (Typographie)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le typographe a tiré un exemplaire de la nouvelle planche.

αντλώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les Smith tirent leur eau d'une source naturelle.

βγάζω κτ έξω

Αν ξαναβγάλεις έξω τη γλώσσα σου, θα έρθει ένα πουλί να κουρνιάσει πάνω της.

τραβάω

(une arme)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le cowboy dégaina pour prouver qu'il ne plaisantait pas.
Ο καουμπόι τράβηξε το όπλο του για να δείξει ότι μιλούσε σοβαρά.

τραβάω

(les rideaux)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lorsque j'ai ouvert les rideaux, la lumière du soleil a envahi la pièce.
Όταν τράβηξα τις κουρτίνες, το φως του ηλίου πλημμύρισε τον χώρο.

απλώνω, τεντώνω

(la main)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim a tendu la main pour que Karen la serre.
Ο Τζιμ έδωσε στην Κάρεν το χέρι του για να κάνουν χειραψία. Τέντωσα το αριστερό μου πόδι, για να δείξω στον γιατρό το παράξενο εξόγκωμα.

σηκώνω, τραβάω, βγάζω

(de l'argent)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il retire cinquante dollars de mon compte tous les vendredis.

αντλώ

(presser) (γάλα από το στήθος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η θηλάζουσα μητέρα αντλεί γάλα για το μωρό της.

χώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le chien passa la tête par la fenêtre.

επηρεάζω

verbe transitif (des larmes, pleurs)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La pièce va émouvoir le public jusqu'aux larmes

αρπάζω, κλέβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les cambrioleurs ont volé les diamants du présentoir à bijoux.

σέρνω, τραβάω, τραβώ

verbe transitif (δεν το σηκώνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dan traînait son sac à dos lourd partout où il allait.

αποκομίζω

verbe transitif (des profits)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τραβάω, τραβώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tire la chaise près de moi pour que je te montre mes photos de vacances.
Φέρε μια καρέκλα και θα σου δείξω τις φωτογραφίες από τις διακοπές μου.

βγάζω

verbe transitif (προφορικό: αντίγραφα)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Pourriez-vous tirer cent photocopies de ce polycopié pour moi ?
Μπορείς να μου βγάλεις 100 φωτοτυπίες από αυτά τα ενημερωτικά φυλλάδια;

τραβάω, τραβώ

verbe transitif (les rideaux) (τις κουρτίνες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils tirent (or: ferment) les rideaux tous les soirs.

πρασινωπός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le ciel était noir avec des nuages verdâtres et lourds.

γκριζωπός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

θηλιά

nom masculin (επάνω σε μπότα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mes bottes de cow-boy ont des tirants mais je ne les utilise pas.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tirant στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.