Τι σημαίνει το tower στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tower στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tower στο Αγγλικά.

Η λέξη tower στο Αγγλικά σημαίνει ουρανοξύστης, κεραία, πύργος, πύργος ελέγχου, είμαι ανώτερος, υψώνομαι πάνω από κπ/κτ, πυλώνας, καμπαναριό, πύργος με εγκατεστημένο ρολόι, πύργος ελέγχου, πύργος του Άιφελ, κόσμος, θεωρητικός, δικτυωτός πυλώνας, παρατηρητήριο, ουρανοξύστης, Γέφυρα του Πύργου, ο Πύργος της Βαβέλ, Πύργος του Λονδίνου, Πύργος της Πίζας, πύργος μετάδοσης, πύργος υδροδεξαμενής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tower

ουρανοξύστης

noun (building)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
They are building a new office tower downtown.
Χτίζουν έναν καινούριο ουρανοξύστη στο κέντρο της πόλης.

κεραία

noun (broadcast) (τηλεπικοινωνίες)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
They erected a mobile phone tower next to the local school.
Τοποθέτησαν κεραία κινητής τηλεφωνίας δίπλα στο τοπικό σχολείο.

πύργος

noun (fortress) (φρούριο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
This tower is where the king imprisoned his enemies.
Σε αυτόν τον πύργο ο βασιλιάς φυλάκιζε τους εχθρούς του.

πύργος ελέγχου

noun (control station)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The tower lost contact with the pilot just before the accident.

είμαι ανώτερος

intransitive verb (figurative (surpass)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Through his military genius, Napoleon towered above his contemporaries.

υψώνομαι πάνω από κπ/κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (be above)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πυλώνας

noun (pylon)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The inexperienced young pilot flew her plane into the antenna tower.

καμπαναριό

noun (structure housing a bell)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There were bats living in the church bell tower.
Στο καμπαναριό της εκκλησίας ζούσαν νυκτερίδες.

πύργος με εγκατεστημένο ρολόι

noun (tower with built-in clock)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πύργος ελέγχου

noun (for airplane traffic) (εναέριας κυκλοφορίας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Before the airplanes collided, the control tower alerted them that they were too close.

πύργος του Άιφελ

noun (landmark in Paris)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The Eiffel Tower is a globally recognized icon of Paris.
Ο πύργος του Άιφελ συνιστά ένα παγκόσμια αναγνωρισμένο σύμβολο του Παρισιού.

κόσμος

noun (figurative (unreal place) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
You've been living in your ivory tower too long – come and join the real world!
Ζεις στον κόσμο σου εδώ και πολύ καιρό. Προσγειώσου επιτέλους στην πραγματικότητα!

θεωρητικός

noun as adjective (figurative (characteristic of academics)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His ivory tower ideas are at odds with what's happening in the real world.

δικτυωτός πυλώνας

noun (pylon or similarly-shaped structure)

παρατηρητήριο

noun (lookout, observation point)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The forest rangers climbed the observation tower to watch for fires.

ουρανοξύστης

noun (building: high-rise)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Γέφυρα του Πύργου

noun (London landmark: drawbridge)

ο Πύργος της Βαβέλ

noun (Biblical structure)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Πύργος του Λονδίνου

noun (UK (London monument: royal fortress)

Πύργος της Πίζας

noun (bell tower in Italy)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The Leaning Tower of Pisa attracts many tourists every year.
Ο Κεκλιμένος Πύργος της Πίζας προσελκύει πολλούς τουρίστες κάθε χρόνο.

πύργος μετάδοσης

noun (tall structure for a radio aerial)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
There was no signal coming from the transmission tower during the thunderstorm.

πύργος υδροδεξαμενής

noun (tall structure used as reservoir)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I can see the town's water tower from here.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tower στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του tower

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.