Τι σημαίνει το très στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης très στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του très στο Γαλλικά.
Η λέξη très στο Γαλλικά σημαίνει πολύ, πολύ, πολύ, ιδιαίτερα, πολύ, τρελός, πολύ, υπερβολικά, εντελώς, απολύτως, τελείως, πάρα πολύ, τόσο, πολύ, πολύ, πόσο, τι, πολύ, κρύος, ψυχρός, οικείος, ικανός, επιτυχημένος, πετυχημένος, έντονος, διαπεραστικός, ψυχρός, τεράστιος, πελώριος, υπερμεγέθης, καυτός, μακροσκελής, στενός, αξιοσέβαστος, στιλάτος, εξοργισμένος, εντελώς, απόλυτα, ακριβά, παραγωγικός, δραστήριος, ελεύθερα, που σφύζει από δραστηριότητα, πανέξυπνος, αργόστροφος, ενθουσιασμένος, όχι ιδιαιτέρως, όχι ιδιαίτερα, όχι πολύ, φοβάμαι, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πυρετώδης, μακροσκελής, εκτενής, στενοχωρημένος, θλιμμένος, κοκαλιάρης, σε άθλια κατάσταση, μακάριος, ευτυχής, δηκτικός, προκλητικός, που επικρατεί, που κυριαρχεί, πολύ σοβαρά άρρωστος, πολύ βαριά άρρωστος, εξαντλητικός, κοπιαστικός, κουραστικός, ισχυρογνώμονας, ισχυρογνώμων, παρατεταμένος, μνημειώδης, καυτός, εκφραστικός, ρεαλιστικός, υπερμεγέθης, κατάχλωμος, υπέρλεπτος, ντελικάτος, ποικίλος, διάφορος, πολύ προσεκτικός, εξαρτημένος, εθισμένος, υπερμεγέθης, υπερσεξουαλικός, φιλικός, απίστευτα ενοχλητικός, ντυμένος στην τρίχα, ντυμένος στην πένα, υπερμεγέθης, πολύ διασκεδαστικός, νευρικός, κάτω από το μηδέν, βήμα προς βήμα, κλειστός, σε κρίσιμη κατάσταση, πολύ ενοχλητικός, ασυναφής, άσχετος, ικανότατος, ευΰπόληπτος, εξέχων, διαπρεπής, απόλυτα ικανοποιημένος, κύριος,πιο σημαντικός, διακεκριμένος,εξέχων, λίγος, ελάχιστος, λίγος, λιγοστός, πρόθυμος, καυτός, τόσο καλός, γλυκός σαν μέλι, απαίσιος, φρικτός, πολύ καλός, πολύ φωτεινός, πιθανόν, πιθανότατα, ωχρός, χλωμός, σεβασμιότατος, πολύ σύντομος, χωρισμένος, που βρίσκεται σε κατάσταση σοκ, υπερευαίσθητος, . Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης très
πολύadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il s'est montré très serviable. (or: Il a été d'une grande aide.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα μάθεις τι συνέβη λίαν συντόμως. |
πολύadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πολύlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il a écrit très clairement et sa dissertation était convaincante. Έγραψε πολύ (or: ιδιαίτερα) ξεκάθαρα και η έκθεσή του ήταν πειστική. |
ιδιαίτεραadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Cela ne faisait aucun doute : il était très heureux de la voir. Αναμφίβολα χάρηκε ιδιαίτερα που την είδε. |
πολύadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) C'était une nuit très froide. |
τρελός(αργκό, ανεπίσημο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il faisait très chaud dehors. Έκανε τρελή ζέστη έξω. |
πολύadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
υπερβολικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il fait très (or: terriblement) chaud ici. Peut-on ouvrir une fenêtre ? |
εντελώς, απολύτως, τελείως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il est devenu très clair que le plan ne fonctionnerait pas. |
πάρα πολύ
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
τόσο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ce type est très (or: tellement) beau ! Αυτός ο τύπος είναι πολύ ωραίος! |
πολύadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tu sais très (or: parfaitement) bien qu'il ne viendra pas. |
πολύ(charger, imposer) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le camion lourdement chargé monta lentement la colline. Το υπερβολικά φορτωμένο φορτηγό αργά ανέβαινε τον λόφο. |
πόσο, τι
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Comme c'est gentil à vous ! Πόσο (or: Τι) ευγενικό εκ μέρους σου! |
πολύ(familier) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Elle était super fatiguée après avoir couru son marathon. |
κρύος, ψυχρός(climat) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il fait froid aujourd'hui. Ο καιρός είναι κρύος σήμερα. |
οικείος(endroit, secret, relation,...) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Το εστιατόριο ήταν μικρό και είχε ένα ζεστό περιβάλλον. |
ικανός(intellectuellement) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est une avocate très compétente. Είναι εξαιρετικά ικανή δικηγόρος. |
επιτυχημένος, πετυχημένος(personne) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Naomi est une pianiste accomplie. Η Ναόμι είναι μια επιτυχημένη πιανίστρια. |
έντονος, διαπεραστικός(odeur : négatif) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je ne mangerais jamais quelque chose dégageant une odeur aussi âcre. |
ψυχρός(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ils étaient tellement froids que nous nous sommes demandé comment nous les avions offensés. Ήταν τόσο ψυχροί που απορούσαμε πως του είχαμε προσβάλει. |
τεράστιος, πελώριος(familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
υπερμεγέθης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καυτός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ce bol de soupe est brûlant. |
μακροσκελής(soutenu) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στενός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αξιοσέβαστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στιλάτος(péjoratif) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εξοργισμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
εντελώς, απόλυτα(être au courant, avoir raison) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je suis parfaitement au courant de la situation. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είμαστε εντελώς (or: απόλυτα) ευχαριστημένοι που καθόμαστε εδώ. |
ακριβά(figuré) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il a chèrement monnayé son vote. |
παραγωγικός(investissement, secteur) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δραστήριος(vie) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Stephen a une vie trépidante. Ο Στίβεν έχει πολυάσχολη ζωή. |
ελεύθερα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ο Τομ ερμήνευσε τις οδηγίες του αφεντικού του κάπως ελεύθερα. Το έγγραφο ήταν μεταφρασμένο κάπως ελεύθερα. |
που σφύζει από δραστηριότητα(figuré) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La salle de rédaction est une ruche tous les après-midi. |
πανέξυπνος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) David est un brillant mathématicien. Ο Ντέιβιντ είναι ένας πανέξυπνος μαθηματικός. |
αργόστροφος(familier) (καθομιλουμένη, πιθανά προσβλητικό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ο Τιμ είναι πολύ συμπαθητικός, αλλά είναι αργόστροφος, δεν παίρνει καλούς βαθμούς στο σχολείο. |
ενθουσιασμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
όχι ιδιαιτέρως, όχι ιδιαίτερα, όχι πολύ
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Je suis peu enclin à accepter une telle offre. Ελάχιστα με ενδιαφέρει να αποδεχτώ την προσφορά σου. |
φοβάμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les garçons ont été effrayées (or: terrorisées) dans la maison hantée. // Les chatons effrayés appelaient leur mère. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τα φοβισμένα γατάκια έκλαιγαν ζητώντας τη μητέρα τους. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>adjectif Les chevaux de course étaient très rapides. |
πυρετώδης(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Η δουλειά στο κατάστημα ήταν πάντα πυρετώδης πριν τα Χριστούγεννα. |
μακροσκελής, εκτενής(neutre) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tom a rédigé un long article sur son travail pour un journal local. Ο Τομ έγραψε ένα μακροσκελές άρθρο για την δουλειά του σε μια τοπική εφημερίδα. |
στενοχωρημένος, θλιμμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Erin se sentait malheureuse après avoir menti à son amie. Η Έριν ένιωθε χάλια αφού είπε ψέμματα στη φίλη της. |
κοκαλιάρης(péjoratif) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Jessica n'est pas simplement mince, elle est maigre (or: elle est toute maigre). Η Τζέσικα δεν είναι απλώς αδύνατη, είναι κοκαλιάρα. |
σε άθλια κατάσταση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Gavin était malheureux après que sa copine l'a plaqué. Ο Γκάβιν ήταν ράκος αφότου τον παράτησε η κοπέλα του. |
μακάριος, ευτυχής(λόγιος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ήταν μακάριοι (or: ευτυχείς) για λίγους μήνες στην αρχή του γάμου τους. |
δηκτικός(personne, analyse) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les journaux du jour sont remplis d'analyses très critiques de mon livre. // M. Brandon peut être très critique ; hier, ses commentaires ont fait pleurer certains de ses étudiants. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι εφημερίδες σήμερα είναι γεμάτες από δριμείες κριτικές για το βιβλίο μου. Ο κ. Μπράντον μπορεί να γίνει πολύ δηκτικός· χθες τα σχόλιά του έκαναν μερικούς μαθητές να ξεσπάσουν σε κλάματα. |
προκλητικός(tenue : fin, pas chaud) (ρούχα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je n'aurais pas dû prendre ce haut léger pour aller faire du patin à glace. |
που επικρατεί, που κυριαρχείadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'emphysème est très courante (or: très répandue) chez les mineurs. Το εμφύσημα είναι συνηθισμένο στους ανθρακωρύχους. |
πολύ σοβαρά άρρωστος, πολύ βαριά άρρωστος
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Il est tombé très malade il y a un mois. Είναι πολύ σοβαρά (or: πολύ βαριά) εδώ και έναν μήνα περίπου. |
εξαντλητικός, κοπιαστικός, κουραστικός(κοπιώδης) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le procès fut épuisant aussi bien pour le juge que pour les jurés. |
ισχυρογνώμονας, ισχυρογνώμων
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle a des avis très arrêtés, malheureusement ses opinions sont toutes stupides. |
παρατεταμένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La très longue discussion a duré une heure de plus que ce qu'elle aurait dû. |
μνημειώδης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Se marier est une occasion très importante. |
καυτός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εκφραστικόςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le chiot avait des yeux marron profonds et très expressifs. |
ρεαλιστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
υπερμεγέθης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κατάχλωμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
υπέρλεπτος(qualité) (πολύ λεπτός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ντελικάτοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ποικίλος, διάφορος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πολύ προσεκτικόςadjectif |
εξαρτημένος, εθισμένοςadjectif (familier) (μεταφορικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
υπερμεγέθηςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
υπερσεξουαλικός(familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
φιλικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
απίστευτα ενοχλητικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tu pourrais arrêter de fredonner ? C'est très agaçant. |
ντυμένος στην τρίχα, ντυμένος στην πένα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les stars présentes à la cérémonie des Oscars étaient sur leur trente-et-un. Οι ηθοποιοί που παραβρέθηκαν στην τελετή των Όσκαρ ήταν ντυμένες στην τρίχα. |
υπερμεγέθης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Isabel prétend avoir vu une araignée géante dans la salle de bain. |
πολύ διασκεδαστικός(un peu familier) Notre journée au parc d'attractions était très sympa. |
νευρικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ils s'équilibrent : il est détendu, elle est très nerveuse. |
κάτω από το μηδέν
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il fait très froid dehors ! |
βήμα προς βήμαlocution adjectivale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le témoin oculaire a donné une description très détaillée de l'événement tragique. |
κλειστόςadjectif (κοινωνία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les villages miniers gallois formaient des communautés très unies, soudées par la religion et le rugby. |
σε κρίσιμη κατάστασηlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πολύ ενοχλητικός(αργκό,πιθανώς προσβλητικό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ασυναφής, άσχετοςadverbe (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Adam se sentait en paix dans le chalet dans la montagne, très loin du brouhaha de la ville. |
ικανότατοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ευΰπόληπτος, εξέχων, διαπρεπήςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
απόλυτα ικανοποιημένοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le comité se dit hautement satisfait par ton rapport et récompensera ton travail. |
κύριος,πιο σημαντικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
διακεκριμένος,εξέχωνadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
λίγος(με κατάφαση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Δεν υπάρχουν πολλά τρόφιμα στα ντουλάπια, νομίζω πρέπει να φάμε έξω. |
ελάχιστος, λίγος, λιγοστόςadverbe (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il est 5 heures, on a très peu de temps pour faire nos bagages si on veut avoir le train de 5 h 30 ! |
πρόθυμοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non seulement il est bien qualifié, mais il est aussi très enthousiaste à l'idée de commencer de suite. |
καυτός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τόσο καλός
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
γλυκός σαν μέλιlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
απαίσιος, φρικτός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle est au lit avec une très mauvaise grippe. Είναι στο κρεββάτι με μια απαίσια περίπτωση γρίπης. Τρίξι, είσαι φρικτό σκυλί. |
πολύ καλός
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Je ne comprends pas, avant, il avait de très bonnes notes. Δεν καταλαβαίνω· συνήθιζε να παίρνει πολύ καλούς βαθμούς. |
πολύ φωτεινόςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πιθανόν, πιθανόταταadjectif (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ωχρός, χλωμόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σεβασμιότατοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πολύ σύντομοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χωρισμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
που βρίσκεται σε κατάσταση σοκ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les patients en état de choc nécessitent une hospitalisation immédiate |
υπερευαίσθητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tu es trop sensible, ce n'était qu'une blague ! |
adverbe (beaucoup) Mon mari est très grand et moi aussi mais notre fils est très petit. Dans notre région, il fait très froid en hiver. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του très στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του très
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.