Τι σημαίνει το vague στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης vague στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vague στο Γαλλικά.

Η λέξη vague στο Γαλλικά σημαίνει ασαφής, αόριστος, κύμα, κύμα, κύμα, κύμα, αμυδρός, γενικός, αόριστος, αόριστος, ασαφής, ασαφής, ασαφής, αόριστος, αμυδρός, ασαφής, αόριστος, αμυδρός, κελαρυστός, κύμα, κύμα, ακαθόριστος, ακαθόριστος, απροσδιόριστος, αμυδρός, ελαφρύς, αμυδρός, ασαφής, αμυδρός, αχνός, σειρά, θολός, προσωρινός, παλιρροιακό κύμα, αδύναμος, ασαφής, συγκεχυμένος, σκιερός, σκιώδης, θολός, θαμπός, θολός, ασαφής, τοστιέρα, αδύναμος, ανίσχυρος, ταξιδεύω, περιπλανιέμαι, ανεστίαστος, κραιπάλη, περμανάντ, οικονομική άνθηση, υπόνοια, υποψία, αμυδρή ιδέα, καύσωνας, διογκούμενο ρεύμα, αλάνα, κύμα ψύχους, κύμα παγωνιάς, κύμα εγκληματικότητας, ξέσπασμα κακοκαιρίας, ψυχρή περίοδος, αόριστο αίσθημα, αμυδρή ιδέα, αμυδρή εικόνα, πνευμονογαστρικό νεύρο, απόμακρος, ρεύμα, υπόνοια, υποψία, αμυδρή ιδέα, κύμα που σε ανατρέπει, Νέο Κϋμα, αόριστη υποψία, επίθεση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης vague

ασαφής, αόριστος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Karen apercevait une forme vague dans la brume mais n'était pas sûre de ce que c'était.
Η Κάρεν μπορούσε να διακρίνει μια αόριστη μορφή μέσα στην ομίχλη αλλά δεν ήταν σίγουρη ποιος ήταν.

κύμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les vagues de l'océan faisait bouger le bateau.
Τα κύματα της θάλασσας κλυδώνιζαν τη βάρκα.

κύμα

nom féminin (figuré : série) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il y eut une vague de protestations après l'annonce du nouveau programme.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το δημοσίευμα προκάλεσε θύελλα διαμαρτυρίας.

κύμα

nom féminin (figuré : climat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Une vague de froid s'est abattue sur la région cette nuit.

κύμα

nom féminin (figuré) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il y eut une vague d'enthousiasme suite à la victoire de l'équipe.

αμυδρός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'ai un vague souvenir d'avoir rencontré cet homme quelque part, mais je ne peux pas me rappeler où c'était.
Έχω μια αμυδρή ανάμνηση ότι κάπου έχω συναντήσει αυτόν τον άντρα αλλά δεν θυμάμαι πού.

γενικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Simon devait remplacer e professeur de maths, malgré sa vague connaissance du sujet.
Ο Σάιμον έπρεπε να αντικαταστήσει τον καθηγητή των μαθηματικών παρόλο που είχε μονάχα μια γενική γνώση του αντικειμένου.

αόριστος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Des rumeurs vagues (or: incertaines) couraient dans le bureau prétendant que le patron avait une liaison avec une des employées, mais personne n'en était certain.

αόριστος, ασαφής

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le politicien a offert une réponse vague, puis a essayé de changer de sujet.

ασαφής

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ασαφής, αόριστος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nous n'avons qu'une vague idée du projet.
Έχουμε μόνο μια ασαφή (or: αόριστη) περιγραφή του σχεδίου.

αμυδρός

adjectif (souvenir)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Karen n'avait qu'un vague souvenir de ce à quoi ressemblait la maison où elle avait grandi.
Η Κάρεν είχε μόνο μια αμυδρή ανάμνηση για το πως ήταν το σπίτι των παιδικών της χρόνων.

ασαφής, αόριστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le livre est plein d'idées vagues ; il n'est pas prêt à être publié.

αμυδρός

adjectif (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tony avait le vague sentiment que Jerry voulait lui piquer sa place au travail.

κελαρυστός

(figuré : de son) (μεταφορικά: π.χ. γέλιο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Lorsque le maire est monté sur scène, une vague de murmures s'est fait entendre dans la salle.

κύμα

nom féminin (μεγάλο, που σκάει)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les vagues fracassaient le rivage.

κύμα

nom féminin (figuré) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Anna sentait une vague de culpabilité chaque fois qu'elle pensait à ce qu'elle avait fait.

ακαθόριστος

adjectif (sentiment, impression)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Perry ne pouvait pas s'empêcher de penser que son fils mentait.

ακαθόριστος, απροσδιόριστος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αμυδρός, ελαφρύς

adjectif (souvenir)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'ai le vague souvenir d'un Français qui nous avait draguées dans un café pendant notre voyage scolaire, c'était quoi déjà son nom ?

αμυδρός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il reste un vague (or: mince) espoir que tu obtiennes le poste mais aux vues de l'entretien, cela m'étonnerait.
Υπάρχει μια αμυδρή ελπίδα να πάρεις τη δουλειά, όμως δεν νομίζω ότι είναι πιθανό γιατί τα πήγες άσχημα στη συνέντευξη.

ασαφής

adjectif (idée)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ce problème ne peut pas être réglé avec ce genre de raisonnement vague (or: confus).
Αυτό το πρόβλημα δε μπορεί να λυθεί με τέτοιο ασαφές σκεπτικό.

αμυδρός, αχνός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J’apercevais la vague silhouette de quelque chose, mais j'ignorais ce que c'était.

σειρά

nom féminin (figuré)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La police rappelle aux gens de verrouiller leurs portes et leurs fenêtres à la suite d'une vague (or: série) de cambriolages dans le quartier.

θολός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tom tenta de se remémorer ce qu'il avait fait à la soirée la veille, mais ses souvenirs étaient confus.

προσωρινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Η Σάρα έχει μια πρώτη ιδέα για ένα μυθιστόρημα· απλά πρέπει να δουλέψει τις λεπτομέρειες.

παλιρροιακό κύμα

(figuré) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nous avons reçu une montagne de commandes pour notre nouveau produit.

αδύναμος

(argument) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'accusation de Bill affirmant que Steven avait volé l'or était peu convaincante car il n'y avait pas de preuve.

ασαφής

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συγκεχυμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ce qu'il disait était confus et personne ne comprit rien.
Το επιχείρημά του είναι μπερδεμένο και κανείς δεν τον καταλάβαινε.

σκιερός, σκιώδης

adjectif (λόγιος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La silhouette indistincte d'un homme apparut à la porte.

θολός, θαμπός

(idée) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cette stratégie est un quelque peu nébuleuse : je n'y crois pas trop.
Η στρατηγική είναι λίγο ασαφής. Δεν πιστεύω πως θα δουλέψει.

θολός

adjectif (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le policier a dit que son souvenir de l'événement était flou (or: vague).
Ο αστυνομικός είπε ότι η ανάμνησή του για το συμβάν ήταν θολή.

ασαφής

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'enseignant a fourni une explication floue (or: vague) que ses élèves n'ont pas vraiment compris.

τοστιέρα

nom féminin (cheveux) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Elle est venue avec les cheveux coiffés en vagues.

αδύναμος, ανίσχυρος

(argument)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'enseignante a dit à Oliver que les arguments dans son essai étaient faibles et que s'il voulait une bonne note, il devait faire mieux.

ταξιδεύω, περιπλανιέμαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dan essayait de se concentrer sur son travail, mais son esprit vagabondait.
Ο Νταν προσπαθούσε να συγκεντρωθεί στη δουλειά του, αλλά το μυαλό του ταξίδευε.

ανεστίαστος

(image) (οπτική)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κραιπάλη

(φαγητό, ποτό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le groupe d'amis avaient quelques jours de congé, alors ils sont allés faire la fête sur la côte.
Η παρέα είχε μερικές μέρες άδεια από τη δουλειά και πήγε για ξεφάντωμα στην ακτή.

περμανάντ

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

οικονομική άνθηση

(Économie, anglicisme)

Le krach de Wall Street a mis un terme au boom des années 20.
Η οικονομική άνθηση της δεκαετίας του 1920 έληξε με το Κραχ της Γουόλ Στριτ.

υπόνοια, υποψία, αμυδρή ιδέα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καύσωνας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διογκούμενο ρεύμα

nom féminin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αλάνα

nom masculin (υπαίθριος χώρος παιχνιδιού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κύμα ψύχους, κύμα παγωνιάς

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La météo prévoit une vague de froid.

κύμα εγκληματικότητας

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ξέσπασμα κακοκαιρίας

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ψυχρή περίοδος

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αόριστο αίσθημα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jeremy avait un vague sentiment de peur en se rendant dans le bureau de son patron pour la réunion.

αμυδρή ιδέα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'ai une vague idée de ce que je veux dire mais je ne sais pas le formuler.

αμυδρή εικόνα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'ai le vague souvenir d'avoir fait quelque chose de bête hier soir.

πνευμονογαστρικό νεύρο

nom masculin (Anatomie)

απόμακρος

(regard)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Comme mamie parlait de son enfance, elle avait un air lointain (or: perdu) dans les yeux.

ρεύμα

nom féminin (figuré) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La vague de l'opinion publique se transformait au fur et à mesure que de nouveaux détails émergeaient.
Το ρεύμα της κοινής γνώμης άλλαζε όσο αποκαλύπτονταν περισσότερες λεπτομέρειες της υπόθεσης.

υπόνοια, υποψία, αμυδρή ιδέα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ils nous ont à peine donné une vague idée de ce qu'il allait se passer.

κύμα που σε ανατρέπει

nom féminin (στο σερφ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Νέο Κϋμα

nom féminin (Cinéma)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La Nouvelle Vague a été initiée par François Truffaut, Jean-Luc Godard et Jacques Rivette.

αόριστη υποψία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'ai la vague impression que l'on est en train de gaspiller notre argent.

επίθεση

nom féminin (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Wendy a dû redémarrer le chauffage à cause d'une soudaine vague de froid.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vague στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.