Τι σημαίνει το viajar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης viajar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του viajar στο πορτογαλικά.

Η λέξη viajar στο πορτογαλικά σημαίνει ταξιδεύω, προχωράω, προχωρώ, κινούμαι, κινούμαι, κάνω ένα ταξίδι, πάω ταξίδι, κάνω ένα ταξίδι, πάω ταξίδι, ταξιδεύω, ταξιδεύω, χαζεύω, ταξιδεύω, ταξιδεύω, φεύγω, το μυαλό μου ταξιδεύει, κινούμαι σταθερά, πηγαίνω σταθερά, ταξιδεύω, αντηχώ, οδηγώ, ταξιδεύω, μαστουρώνω, ταξιδεύω, ταξιδεύω, καλύπτω απόσταση, ταξιδεύω, πάω διακοπές, ξεκινώ, αναχωρώ, πετάω, κάνω πεζοπορία, επιθυμία για ταξίδια, πάω στο εξωτερικό, πηγαίνω στο εξωτερικό, πηγαίνω αεροπορικώς, ταξιδεύω στο εξωτερικό, ταξιδεύω ως λαθρεπιβάτης, ταξιδεύω, πηγαίνω προς, πηγαίνω σε, ταξιδεύω με σακίδιο, κάνω ωτοστόπ, είμαι τζαμπατζής, κάνω οτοστόπ, ταξιδεύω με λεωφορείο, ταξιδεύω με βάρκα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης viajar

ταξιδεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu amo viajar. Levamos o dia todo para viajar do sul da França até o porto da balsa em Calais.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μου αρέσει να ταξιδεύω.

προχωράω, προχωρώ, κινούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os caminhões viajaram pela estrada.
Τα φορτηγά προχωρούσαν (or: κινούνταν) κατά μήκος του δρόμου.

κινούμαι

(luz, som)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O som viaja longe no cânion.
Ο ήχος ταξιδεύει μακριά στο φαράγγι.

κάνω ένα ταξίδι, πάω ταξίδι

(fazer uma viagem)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω ένα ταξίδι, πάω ταξίδι

(sair em viagem)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ταξιδεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ταξιδεύω

verto intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu certamente me movo no meu trabalho. Esse ano, viajei para a Coreia, Austrália e África do Sul.
Σίγουρα ταξιδεύω στη δουλειά μου. Φέτος πήγα στην Κορέα, την Αυστραλία και τη Νότια Αφρική.

χαζεύω

(figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ταξιδεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O destacamento viajou pelo deserto.
Η ομάδα ταξίδεψε στην έρημο.

ταξιδεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φεύγω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Oliver está planejando viajar esse fim de semana.
Ο Όλιβερ σχεδιάζει να πάει εκδρομή αυτό το σαββατοκύριακο.

το μυαλό μου ταξιδεύει

(figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κινούμαι σταθερά, πηγαίνω σταθερά

verbo transitivo (manter velocidade)

James estava viajando a cerca de 100 quilômetros por hora.
Ο Τζέιμς κινείτο σταθερά με 60 μίλια την ώρα.

ταξιδεύω

verbo transitivo (viajar por um lugar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Viajamos pela Itália no verão passado.
Ταξιδέψαμε σε όλη την Ιταλία πέρυσι το καλοκαίρι.

αντηχώ

(som)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No cânion, as vozes viajam até longe.
Μέσα στο φαράγγι, οι φωνές αντηχούν μακριά.

οδηγώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dirigimos por 80 quilômetros, mas depois o carro quebrou.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Είχα κάνει 10 χιλιόμετρα όταν μου έσκασε το λάστιχο του ποδηλάτου.

ταξιδεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Meus primos vão viajar para o litoral.

μαστουρώνω

(nas drogas)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fred está viajando no ácido.

ταξιδεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ταξιδεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele viajou pela floresta até as ruínas maias.

καλύπτω απόσταση

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Viajamos 30 km hoje de bicicleta.
Σήμερα, κάναμε 30 χιλιομέτρα με τα ποδήλατά μας.

ταξιδεύω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sinbad era um marinheiro que viajava para lugares distantes.
Ο Σεβάχ ο Θαλασσινός ήταν ένας ναύτης που ταξίδευε σε μακρινά μέρη.

πάω διακοπές

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεκινώ, αναχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πετάω

(de avião)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Voamos para São Francisco no verão passado.

κάνω πεζοπορία

(BRA: informal) (με σακίδιο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tammy mochilou por três dias nas montanhas.
Η Τάμυ έκανε πεζοπορία για τρεις μέρες στα βουνά.

επιθυμία για ταξίδια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Beth fez um cruzeiro pelo mundo para satisfazer seu desejo de viajar.
Η Μπεθ έκανε μια κρουαζιέρα σε όλον τον κόσμο για να ικανοποιήσει την επιθυμία της για ταξίδια.

πάω στο εξωτερικό, πηγαίνω στο εξωτερικό

(BRA)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Stavros está planejando viajar para o exterior pela primeira vez na vida.
Ο Σταύρος σχεδιάζει να ταξιδέψει στο εξωτερικό για πρώτη φορά στη ζωή του.

πηγαίνω αεροπορικώς

locução verbal

Η πτήση μου θα πετάξει για την Ατλάντα αύριο στις τέσσερις το πρωί.

ταξιδεύω στο εξωτερικό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ταξιδεύω ως λαθρεπιβάτης

(ser transportado ilegalmente e de forma secreta)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ταξιδεύω

(visitar muitos lugares)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πηγαίνω προς, πηγαίνω σε

ταξιδεύω με σακίδιο

(BRA: informal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jeremy viajou de mochilão pela Ásia depois que ele acabou a faculdade.
Ο Τζέρεμυ ταξίδεψε όλη την Ασία με ένα σακίδιο πλάτης μετά την αποφοίτησή του από το πανεπιστήμιο.

κάνω ωτοστόπ

(BRA)

είμαι τζαμπατζής

locução verbal (άντρας)

κάνω οτοστόπ

(BRA)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Anne pediu carona de Londres a Manchester.
Η Άνν ταξίδεψε με οτοστόπ όλη τη διαδρομή από το Λονδίνο στο Μάντσεστερ.

ταξιδεύω με λεωφορείο

(BRA)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Viajamos de ônibus até a cidade para o concerto.
Πήγαμε με λεωφορείο στην πόλη για τη συναυλία.

ταξιδεύω με βάρκα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του viajar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.