Τι σημαίνει το vie στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης vie στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vie στο Γαλλικά.

Η λέξη vie στο Γαλλικά σημαίνει ζωή, ζωή, ζωή, ζωή, ζωή, πνοή, ζωή, ζωή, ζωή, δουλειά, το νήμα της ζωής, ζω, ζωή, ζωή, ζωή, ζωντάνια, ύπαρξη, διάρκεια ζωής, υφιστάμενος, ζωηρός, κατά των αμβλώσεων, ζήτω, μαρτύριο, μπράντι, εργένικη ζωή, παράνομη συμβίωση ζεύγους, δυνατό ποτό, αγαμία, χρόνος ημιζωής, καθημερινότητα, αφάλεια ζωής, πραγματική ζωή, ιστορικό, εργάζομαι, κάνω αναβαθμιστική ανακύκλωση, χαρούμενος, πρόσχαρος, ιδιωτική ζωή, προσωπική ζωή, το να γράφω κπ, για άτομα με ειδικές ικανότητες, άψυχος, ανασταίνομαι, ζω, μπράντι, διάρκεια, ισόβιος, υφιστάμενος, φυσιολάτρης, σε κρίσιμη κατάσταση, γεμάτος ζωή, γεμάτος ζωντάνια, που κρατιέται από μία κλωστή, που κρατιέται με νύχια και με δόντια, καθοριστικός, μοναδικός, ακόμα εδώ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ποτέ μου, ποτέ στη ζωή μου, για πάντα, όλα είναι εύκολα, τα πράγματα είναι πιο εύκολα, εφ' όρου ζωής, για το υπόλοιπο της ζωής του, για όλη του τη ζωή, εφ' όρου ζωής, ισοβίως, όλη μου την ζωή, κατά την διάρκεια όλης μου της ζωής, μια φορά στα χίλια χρόνια, χαλαρός, από τη γέννηση μέχρι τον θάνατο, Έτσι είναι η ζωή., Τι δουλειά κάνεις;, Με τι ασχολείσαι;, έτσι έχουν τα πράγματα, έτσι είναι η ζωή, τι ζωή και αυτή!, με τίποτα, ούτε να το σκέφτεσαι, έτσι είναι η ζωή, έτσι έχουν τα πράγματα, άντε ρε κακομοίρη, ας γίνει το δικό σου, Και βέβαια όχι!, Φυσικά όχι!, Σίγουρα όχι!, τα χρόνια της ωριμότητας, τρόπος ζωής, ζωή, διάρκεια ζωής, νυχτερινή ζωή, κπ/κτ που με σώζει, μετά θάνατον ζωή, μπράντι από μήλο, μποέμ τρόπος ζωής, οικιακή ζωή, έργο ζωής, μπάτσελορ πάρτυ, κόστος ζωής, ελιξίριο της ζωής, φίλτρο της αθανασίας, αιώνια ζωή, επόμενη ζωή, δύσκολη ζωή, ζήτημα ζωής και θανάτου, πιστή αναπαράσταση, προσδοκώμενη διάρκεια ζωής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης vie

ζωή

nom féminin (d'une personne)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il a mené une vie intéressante.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο περιπετειώδης βίος του συγγραφέα αναστάτωσε τη συντηρητική κοινωνία της εποχής.

ζωή

nom féminin (d'un organisme)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les scientifiques ont été surpris de découvrir de la vie dans les profondeurs de la mer.
Οι επιστήμονες εξεπλάγησαν που βρήκαν ζωή στον βυθό του ωκεανού.

ζωή

nom féminin (existence)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tu penses qu'il y une vie intelligente sur d'autres planètes ?
Πιστεύεις ότι υπάρχει νοήμων ζωή σε άλλους πλανήτες;

ζωή

nom féminin (être humain)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Vingt vies ont été fauchées dans le bombardement.
Στον βομβαρδισμό χάθηκαν είκοσι ζωές.

ζωή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ma grand-mère m'a parlé de sa vie en tant qu'infirmière durant la guerre.
Η γιαγιά μου μου διηγήθηκε τα πάντα για τη ζωή της ως νοσοκόμα κατά τη διάρκεια του πολέμου.

πνοή

nom féminin (figuré)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cette actrice donne vraiment de la vie à ce rôle.
Αυτή η ηθοποιός δίνει πραγματική πνοή στο ρόλο.

ζωή

nom féminin (figuré : personne chère) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'aime mon fils. Il est ma vie.
Λατρεύω τον γιο μου. Είναι όλη μου η ζωή.

ζωή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les enfants sont tellement pleins de vie (or: d'énergie).
Τα παιδιά είναι πάντα γεμάτα ζωή.

ζωή

nom féminin (όλη η διάρκεια)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tina n'avait jamais rien vu de semblable à cet orage de sa vie.
Η Τίνα δεν είχε ξαναδει ποτέ κάτι σαν αυτήν την καταιγίδα σε όλη της τη ζωή.

δουλειά

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Qu'est-ce que vous faites dans la vie ? Je suis dentiste.
Τί επάγγελμα κάνεις; Είμαι οδοντίατρος.

το νήμα της ζωής

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ζω

(mener sa vie)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Deux postes à plein temps, ce n'est pas une vie.

ζωή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Leur mode de vie est trop matérialiste pour moi.
Ο τρόπος ζωής τους είναι πολύ υλιστικός για τα γούστα μου.

ζωή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il a aimé de nombreuses femmes dans sa vie.

ζωή

(latin)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ζωντάνια

(ενεργητικότητα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'activité présente sur le terrain de jeu reflétait l'humeur enjouée des enfants.
Η ζωντάνια στην παιδική χαρά αντικατόπτριζε τη χαρούμενη διάθεση των παιδιών.

ύπαρξη

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Notre existence peut être menacée par cet astéroïde.
Η ύπαρξη μας μπορεί να απειλείται απ' αυτόν τον αστεροειδή.

διάρκεια ζωής

nom féminin (d'un appareil,...)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Cette batterie est censée avoir une durée de vie de 20 heures.
Αυτή η μπαταρία κρατάει 20 ώρες.

υφιστάμενος

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Le projet vise à faire l'inventaire de toutes les espèces de plantes existantes dans ces forêts.

ζωηρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κατά των αμβλώσεων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ζήτω

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
La foule cria d'une seule voix : « Vive le roi ! »

μαρτύριο

(figuré, un peu soutenu) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mon ordinateur a encore planté, la technologie est un fléau (or: un cauchemar) !
Ο υπολογιστής πάλι κράσαρε. Η τεχνολογία είναι το χειρότερό μου!

μπράντι

(avec vin)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Le barman m'a servi du brandy avec de l'eau pétillante.

εργένικη ζωή

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παράνομη συμβίωση ζεύγους

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δυνατό ποτό

nom féminin

αγαμία

(pour une femme) (ιδιότητα της γεροντοκόρης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χρόνος ημιζωής

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
La demi-vie de l'uranium-238 est d'environ 4,47 milliards d'années.

καθημερινότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Certaines personnes vont à la messe les jours de fêtes religieuses, d'autres intègrent la religion dans leur quotidien.
Κάποιοι ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα μόνο στις γιορτές, ενώ για άλλους αυτά αποτελούν μέρος της καθημερινότητάς τους.

αφάλεια ζωής

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
J'ai contracté une assurance-vie pour aider ma famille s'il m'arrivait quelque chose.

πραγματική ζωή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dans la réalité, les vilains petits canards deviennent de vilains canards, pas des cygnes.

ιστορικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εργάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je vis ici depuis que je travaille.
Ζω εδώ από τότε που εργάστηκα για πρώτη φορά.

κάνω αναβαθμιστική ανακύκλωση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαρούμενος, πρόσχαρος

(figuré : personne) (μτφ: άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ιδιωτική ζωή, προσωπική ζωή

το να γράφω κπ

(anglicisme, familier) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

για άτομα με ειδικές ικανότητες

(enseignant, éducateur,...)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jo est un enseignant spécialisé.
Ο Τζο είναι δάσκαλος για άτομα με ειδικές ικανότητες.

άψυχος

(mort)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'inspecteur de la police criminelle se tenait au-dessus du corps inerte (or: sans vie).

ανασταίνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Oui, il vit toujours. Il doit avoir quatre-vingt-dix ans.
Ναι, ζει ακόμα. Πρέπει να είναι ενενήντα ετών.

μπράντι

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

διάρκεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le contrat à une durée de trois ans.

ισόβιος

(ami, passe-temps)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Germaine et moi sommes des amies de longue date (or: de toujours).
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο γάμος πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια ισόβια δέσμευση.

υφιστάμενος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Il n'y a maintenant plus qu'une copie encore existante de cette œuvre.

φυσιολάτρης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σε κρίσιμη κατάσταση

locution adverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Suite à sa crise cardiaque, il est entre la vie et la mort en soins intensifs.

γεμάτος ζωή, γεμάτος ζωντάνια

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που κρατιέται από μία κλωστή, που κρατιέται με νύχια και με δόντια

verbe pronominal (figuré)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ils s'accrochent avec courage, malgré les difficultés.

καθοριστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ce volontariat en Amérique centrale a bouleversé ma vie (or: a changé ma vie).

μοναδικός

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ακόμα εδώ

adjectif (fig)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

locution adjectivale

ποτέ μου, ποτέ στη ζωή μου

locution adverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je n'avais jamais vu un chien aussi moche de ma vie !
Δεν έχω ξαναδεί ποτέ μου τόσο άσχημο σκυλί!

για πάντα

adverbe

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mon chéri, je t'aime pour toujours (or: pour la vie).

όλα είναι εύκολα, τα πράγματα είναι πιο εύκολα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Une fois nos dettes toutes payées, nous étions très à l'aise financièrement.

εφ' όρου ζωής

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

για το υπόλοιπο της ζωής του, για όλη του τη ζωή, εφ' όρου ζωής, ισοβίως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le mariage est un engagement à vie.

όλη μου την ζωή, κατά την διάρκεια όλης μου της ζωής

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je suis né à Manchester et j'y ai vécu toute ma vie.

μια φορά στα χίλια χρόνια

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Une opportunité comme ça ne se présente qu'une fois dans une vie.

χαλαρός

(άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

από τη γέννηση μέχρι τον θάνατο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Il a été malade toute sa vie mais il a vécu jusqu'à l'âge de 102 ans.

Έτσι είναι η ζωή.

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Τι δουλειά κάνεις;, Με τι ασχολείσαι;

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έτσι έχουν τα πράγματα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έτσι είναι η ζωή

interjection

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'ai raté le dernier train. Eh bien, c'est la vie !

τι ζωή και αυτή!

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Georges travaille plus de quatre-vingts heures par semaine. Ce n'est pas une vie !

με τίποτα, ούτε να το σκέφτεσαι

interjection (familier) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έτσι είναι η ζωή, έτσι έχουν τα πράγματα

interjection

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je n'ai pas été pris pour le boulot, c'est comme ça !
Δεν πήρα τη δουλειά αλλά έτσι είναι η ζωή. Ξέρω ότι δεν είναι δίκαιο αλλά έτσι είναι η ζωή.

άντε ρε κακομοίρη

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

ας γίνει το δικό σου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ok, fais comme tu veux, j'en ai marre de discutailler avec toi. Tu ne veux pas de pepperoni sur la pizza ? D'accord, fais comme tu veux.

Και βέβαια όχι!, Φυσικά όχι!, Σίγουρα όχι!

(εμφατικός τύπος)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
« Embrasserais-tu une grenouille » demanda-t-il. « Bien sûr que non (or: sûrement pas) ! » répondit-elle.

τα χρόνια της ωριμότητας

nom masculin (figuré) (ευφημισμός)

À l'automne de sa vie, Charles ne s'intéressait plus à ses anciens passe-temps.

τρόπος ζωής

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Karen aimait vivre dans une grande ville puisque celle-ci lui offrait le style de vie qu'elle préférait.
Στην Κάρεν άρεσε να ζει σε μια μεγάλη πόλη γιατί της προσέφερε το είδος του τρόπου ζωής που της άρεσε.

ζωή, διάρκεια ζωής

nom féminin (ανθρώπου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La durée de vie moyenne des Hommes augmente dans la plupart des pays.
Η μέση διάρκεια ζωής του ανθρώπου αυξάνεται στις περισσότερες χώρες.

νυχτερινή ζωή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La plage était géniale mais la ville n'avait pas de vie nocturne.
Η παραλία ήταν σπουδαία αλλά η πόλη δεν είχε νυκτερινή ζωή.

κπ/κτ που με σώζει

locution adjectivale (μεταφορικά, καθομ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Merci beaucoup pour le prêt ! Tu me sauves la vie !
Σ' ευχαριστώ τόσο πολύ για το δάνειο! Είσαι ο σωτήρας μου!

μετά θάνατον ζωή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπράντι από μήλο

nom féminin (αλκοολούχο ποτό)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μποέμ τρόπος ζωής

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οικιακή ζωή

nom féminin

έργο ζωής

nom féminin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μπάτσελορ πάρτυ

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Les enterrements de vie de garçon ont tendance à être fous et débridés. // On va en boîte pour l'enterrement de vie de garçon de Simon.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Στα μπάτσελορ πάρτυ γίνεται συνήθως τρελό κέφι και τα πράγματα ξεφεύγουν. Θα πάμε σε ένα κλαμπ για το μπάτσελορ του Σάιμον.

κόστος ζωής

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le coût de la vie est exorbitant dans cette ville.

ελιξίριο της ζωής, φίλτρο της αθανασίας

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La recherche de l'élixir de longue vie remonte à plusieurs milliers d'années.

αιώνια ζωή

nom féminin (θρησκεία: μετά θάνατον ζωή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les chrétiens croient qu'à force de foi et de bonnes œuvres, ils peuvent atteindre la vie éternelle avec Dieu.

επόμενη ζωή

nom féminin (μετενσάρκωση)

Dans une prochaine vie, j'espère me réincarner en chat domestique.

δύσκολη ζωή

nom féminin

Travailler dans les mines de charbon était une vie difficile.

ζήτημα ζωής και θανάτου

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Sortir d'une maison en feu est une question de vie ou de mort.

πιστή αναπαράσταση

nom féminin

Le film est une tranche de vie des années 50.

προσδοκώμενη διάρκεια ζωής

nom féminin (personne)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vie στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του vie

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.