Τι σημαίνει το voix στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης voix στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του voix στο Γαλλικά.
Η λέξη voix στο Γαλλικά σημαίνει φωνή, ψήφος, φωνή, φωνή, φωνή, φωνή, τόνος της φωνής, δυνατά, φωνές, κραυγές, μεγάφωνο, ψεύτικη φωνή, απόσταση ακοής, κώνος, βραχνιασμένος, σιγά, σιγανά, προφορικά, υπέρ, μπάσος, χαμηλά, σιγανά, με αμφιβολία, ενεργητική, μιλάω με βροντερή φωνή, γλυκομίλητος, δυνατά, φωναχτά, νυσταλέα, κοιμισμένα, με αστάθεια, δυνατά, ομόφωνα, σε απόσταση ακοής, ψιθυριστά, με μια φωνή, χαμηλόφωνα, σε ακτίνα ακοής, τρεμάμενα, διαπεραστικά, νυσταλέα, με σπασμένη φωνή, τρεμουλιαστά, σιγανά, χαμηλός τόνος, το να τραβάω τις λέξεις, μονοτονία, άτομο που έχει τραχιά φωνή, αφήγηση, κρίσιμη ψήφος, ψιλή φωνή, χαμηλή φωνή, παθητική φωνή, απαλή φωνή, ωραία φωνή, αποφασιστική ψήφος, ισοψηφία, φωνή της λογικής, φωνή μέσω πρωτοκόλλου διαδικτύου, φωνητικές κλήσεις μέσω πρωτοκόλλου διαδικτύου, φωνή μέσω IP, ξεροβήχω, γίνομαι ψίθυρος, τραγουδώ πιο δυνατά, μιλάω πιο δυνατά, σκέφτομαι δυνατά, σκέφτομαι φωναχτά, τραγουδάω απαλά, τραγουδάω σιγανά, παθητικοποιώ, διαβάζω δυνατά, με φωνή, ψιλή, οξεία, που μιλάει με τρεμάμενη φωνή, σιγανός, με ένα στόμα, μια φωνή, μπάσα φωνή, βροντερός, δυνατός, εκφράζω τη γνώμη μου, μιλώ αργά, μιλάω συρτά, αυξομείωση έντασης, τραγουδιστής, τραγουδίστρια, κοντινή απόσταση, τρέμει η φωνή μου, λέω βραχνά, λέω αργά, βραχνά, τσιρίζω, στριγκλίζω, γκρινιάζω, λέω κτ λαχανιασμένος, λέω κτ ξεψυχισμένα, που δεν έχει φωνή, που η φωνή του δεν μπορεί να ακουστεί, δυνατά, βραχνά, κουρασμένα, βραχνά, αδύναμα, άτονα, συμμετοχή, μιλάω βραχνά, κάνω χούφτα, βροντοφωνάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης voix
φωνή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sa voix était bien claire. Η φωνή του ήταν δυνατή και έντονη. |
ψήφοςnom féminin (élections) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je vais donner ma voix au président sortant. Η ψήφος μου πάει στον τρέχοντα πρόεδρο. |
φωνήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Après avoir tant crié durant le match de basket, il perdit sa voix pendant deux jours. |
φωνήnom féminin (Grammaire) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cette phrase est écrite à la voix passive (or: au passif). |
φωνήnom féminin (Musique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Elle a l'une des meilleures voix du groupe. |
φωνήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Elle chantait en troisième voix. |
τόνος της φωνής
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
δυνατά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Est-ce que tu dois passer cette musique horrible aussi fort ? Πρέπει να παίζεις αυτή την απαίσια μουσική τόσο δυνατά; |
φωνές, κραυγές
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Nous avons entendu des cris et des coups de feu venant de l'appartement. Ακούσαμε φωνές και πυροβολισμούς από το διαμέρισμα. |
μεγάφωνο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ψεύτικη φωνή
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
απόσταση ακοής
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Avec l'âge, l'audition baisse. |
κώνοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
βραχνιασμένος(personne : par maladie) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Έχω βραχνιάσει από τα πολλά γέλια και το τραγούδι χθες βράδυ. |
σιγά, σιγανά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ο Τομ και η Λούσι μιλούσαν χαμηλόφωνα για να μην ενοχλήσουν τη Τζιν, η οποία δούλευε ακόμα. |
προφορικά(μέσω της ομιλίας) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
υπέρ(θετική ψήφος) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) La motion a recueilli 51 oui et 23 non. |
μπάσος(Musique : voix masculine) Michael est ténor, mais Owen est basse. Ο Μάικλ είναι τενόρος αλλά ο Όουεν είναι βαθύφωνος. |
χαμηλά, σιγανά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il parlait bas (or: Il murmurait) afin que personne ne puisse l'entendre. Μίλησε χαμηλόφωνα (or: σιγανά) για να μην τον ακούσει κανείς. |
με αμφιβολία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ενεργητική(Grammaire) "Le vase a été cassé par Jane" devient "Jane a cassé le vase" à l'actif (or: à la voix active). |
μιλάω με βροντερή φωνή(personne) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le prêtre tonitruait depuis la chaire. |
γλυκομίλητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δυνατά, φωναχτά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ana a lu l'histoire à voix haute pour ses camarades. Η Άννα διάβασε την ιστορία φωναχτά για την τάξη. |
νυσταλέα, κοιμισμένα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με αστάθεια(écriture) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δυνατάlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Mince alors, est-ce que j'ai dit ça à haute voix ? Je voulais que ça reste dans ma tête. Θεέ μου, το είπα δυνατά αυτό; Ήταν απλώς μια σκέψη. |
ομόφωναlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Quand on nous a demandé de voter en faveur de la révolution, nous avons accepté d'une seule et même voix. |
σε απόσταση ακοήςadverbe (όχι συχνό) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) On ferait mieux de ne pas parler de lui pendant qu'il est à portée de voix. |
ψιθυριστά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με μια φωνήlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) « Oh oui alors ! », crièrent les enfants à l'unisson quand je leur ai proposé une glace. |
χαμηλόφωναlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σε ακτίνα ακοήςadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
τρεμάμενα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
διαπεραστικά(parler, chanter...) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
νυσταλέα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με σπασμένη φωνή(parler) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
τρεμουλιαστά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σιγανά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
χαμηλός τόνος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Les deux hommes parlaient à voix basse pour que personne ne les entende. |
το να τραβάω τις λέξειςnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) De nombreuses personnes du Sud du pays parlent avec une voix traînante. Πολύς κόσμος από τα νότια της χώρας μιλάει τραβώντας τις λέξεις. |
μονοτονία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
άτομο που έχει τραχιά φωνήnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αφήγηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) À l'écran, on voyait des images de guerre tandis qu'en voix off, le narrateur lisait le journal des soldats. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το ντοκυμαντέρ υπάρχει και με ελληνικό voice over για όσους δεν μπορούν να διαβάσουν τους υπότιτλους. |
κρίσιμη ψήφος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ψιλή φωνήnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La belle voix aiguë du jeune homme est devenue plus grave à la puberté. |
χαμηλή φωνήnom féminin Il lui a révélé son plan à voix basse, de peur d'être entendu. Il parlait à voix si basse que je pouvais à peine l'entendre. Αποκάλυψε το πλάνο του με χαμηλή φωνή ώστε μην ακουστεί. Μίλησε με τόσο χαμηλή φωνή που μετά βίας μπορούσα να τον ακούσω. |
παθητική φωνήnom féminin (Gramm) (γραμματική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
απαλή φωνήnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ωραία φωνήnom féminin |
αποφασιστική ψήφοςnom féminin (κρίνει το αποτέλεσμα) |
ισοψηφίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φωνή της λογικήςnom féminin (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φωνή μέσω πρωτοκόλλου διαδικτύου, φωνητικές κλήσεις μέσω πρωτοκόλλου διαδικτύου, φωνή μέσω IP(Informatique) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ξεροβήχωverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le majordome s'éclaircit la voix respectueusement. |
γίνομαι ψίθυροςlocution verbale (changement de sujet) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) John a baissé la voix en racontant l'histoire qui fait peur. |
τραγουδώ πιο δυνατάlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les chanteurs ont poussé leur voix dans le dernier couplet. |
μιλάω πιο δυνατά
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Veuillez parler plus fort, j'ai du mal à vous entendre. |
σκέφτομαι δυνατά, σκέφτομαι φωναχτάlocution verbale |
τραγουδάω απαλά, τραγουδάω σιγανάlocution verbale Je chante les révoltes qui m'étouffent parfois, Timide ou désinvolte, je les chante à mi-voix. (G. Moustaki) |
παθητικοποιώ(Grammaire, courant) (γραμματική: για ρήμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mettez la phrase active suivante à la voix passive. |
διαβάζω δυνατά
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lis la note à haute voix, pour que tout le monde sache ! ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μου διάβασε δυνατά το γράμμα από το τηλέφωνο. |
με φωνήlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'acteur à la voix profonde est idéal pour jouer ce rôle dans la pièce. Ο ηθοποιός με τη βαθιά φωνή είναι ιδανικός γι' αυτό το ρόλο της παράστασης. |
ψιλή, οξείαnom masculin (φωνή) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που μιλάει με τρεμάμενη φωνήlocution adjectivale (personne) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σιγανός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Oscar a une voix douce (or: Oscar parle doucement). J'écoutais le doux murmure du ruisseau en fond. |
με ένα στόμα, μια φωνήlocution adverbiale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La foule a crié « Vive le roi ! » d'une seule voix. |
μπάσα φωνήnom féminin En général, les hommes ont des voix graves, et les femmes des voix aigües. |
βροντερός, δυνατόςnom féminin (φωνή) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εκφράζω τη γνώμη μου(figuré) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μιλώ αργά, μιλάω συρτάlocution verbale Mon grand-père vient de la campagne et parle d'une voix traînante. |
αυξομείωση έντασης(monotone) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τραγουδιστής, τραγουδίστρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
κοντινή απόστασηlocution adverbiale (μπορεί να ακουστεί) Jim était à portée de voix quand il a insulté son patron en parlant à un collègue et il s'est fait virer. Ο Τζιμ βρισκόταν αρκετά κοντά όταν προσέβαλε το αφεντικό στο συνάδερφό του κι έτσι ακούστηκε κι έχασε τη δουλειά του. |
τρέμει η φωνή μουlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λέω βραχνάverbe transitif « Je ne comprends pas », a dit la femme d'une voix rauque. |
λέω αργάlocution verbale « On ne voit pas beaucoup de gens de la ville par ici », a dit le vieil homme d'une voix traînante. |
βραχνάlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) « Mon père me manque tellement », dit Mark d'une voix rauque. |
τσιρίζω, στριγκλίζωverbe intransitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) "Je te déteste !", cria-t-elle d'une voix perçante. «Σε μισώ!», τσίριξε εκείνη. |
γκρινιάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jack voyait qu'il n'avait pas le choix. « D'accord, » lanca-t-il d'une voix rageuse. « Je le ferai. » |
λέω κτ λαχανιασμένοςlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) « Attention », dit Hélène en haletant. « Il nous rattrape ». «Πρόσεξε,» είπε η Ελέιν αγκομαχώντας. «Μας φτάνει.» |
λέω κτ ξεψυχισμένα
Affaiblie par la maladie, Sarah parvint néanmoins à dire d'une voix haletante ses dernières volontés à son fils. |
που δεν έχει φωνή, που η φωνή του δεν μπορεί να ακουστείlocution adjectivale (figuré) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le but de Sara est d'aider les victimes sans voix à obtenir justice. |
δυνατάlocution adverbiale (lire) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Veuillez lire le texte à haute voix devant la classe, s'il vous plaît. |
βραχνάlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
κουρασμένα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
βραχνάlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αδύναμα, άτονα(dire,...) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
συμμετοχή(σε εκλογές, ψηφοφορία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le taux de participation au scrutin est moins élevé que l'année dernière. |
μιλάω βραχνάlocution verbale Monica a perdu sa voix et parlé d'une voix rauque (or: éraillée) pendant des jours. |
κάνω χούφτα(pour recevoir [qch]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il mit ses mains en coupe pour boire l'eau de la fontaine. |
βροντοφωνάζωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) « Où vas-tu, » a lancé le père de Jemima d'une voix tonitruante (or: tonnante), alors qu'elle tentait de sortir en douce. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του voix στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του voix
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.