Τι σημαίνει το wired στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης wired στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του wired στο Αγγλικά.

Η λέξη wired στο Αγγλικά σημαίνει συνδεδεμένος στο διαδίκτυο, συνδεδεμένος στο ίντερνετ, που έχει καλωδίωση, στην πρίζα, προγραμματισμένος, σύρμα, καλώδιο, καλωδιώνω, στέλνω, γραμμή τερματισμού, τηλέγραφος, τηλεγράφημα, κοριός, καλωδιωμένος, ενσωματωμένος στο υλισμικό, έμφυτος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης wired

συνδεδεμένος στο διαδίκτυο, συνδεδεμένος στο ίντερνετ

adjective (equipped for Internet)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The majority of wired households in the UK do at least some of their grocery shopping online.
Τα περισσότερα νοικοκυριά του Ηνωμένου Βασιλείου που έχουν σύνδεση στο διαδίκτυο κάνουν τουλάχιστον μερικά από τα ψώνια τους μέσω ίντερνετ.

που έχει καλωδίωση

adjective (equipped for electricity)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The house is fully wired.

στην πρίζα

adjective (slang (tense, excited) (μεταφορικά, αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Harry is wired; he can't keep still!
Ο Χάρι είναι στην πρίζα. Δεν μπορεί να μείνει ακίνητος.

προγραμματισμένος

adjective (figurative, informal (have a certain personality) (μεταφορικά)

(μετοχή αορίστου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. προσληφθείς, προσληφθείσα, προσληφθέν κλπ.)
Some people find it easy to forgive, but I'm not wired that way.

σύρμα

noun (metal strand)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The fence was attached to the posts with wire.
Ο φράχτης ήταν στερεωμένος στους πασσάλους με σύρμα.

καλώδιο

noun (cable)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We can run the wires under the carpet.
Περάσαμε τα καλώδια κάτω από το χαλί.

καλωδιώνω

transitive verb (equip with electrical wiring)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They wired the house themselves.
Καλωδίωσαν το σπίτι μόνοι τους.

στέλνω

transitive verb (transfer or send money) (χρήματα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Can you wire me two hundred dollars by next Tuesday?
Μπορείς να μου στείλεις δύο χιλιάδες δολάρια μέχρι την Τρίτη;

γραμμή τερματισμού

noun (finish line)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
He cheered as the horse he had bet on reached the wire first.
Πανηγύρισε όταν το άλογο στο οποίο είχε στοιχηματίσει έκοψε πρώτο το νήμα.

τηλέγραφος

noun (figurative (telecommunications)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The news came over the wire.

τηλεγράφημα

noun (telegram)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He received a wire from his son in Australia.

κοριός

noun (bug: listening device) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He infiltrated the group wearing a wire.

καλωδιωμένος

adjective (computer terminal: directly circuited)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Hard-wired terminals are generally considered more reliable than wireless alternatives.

ενσωματωμένος στο υλισμικό

adjective (computing: built into hardware)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
That is a hard-wired component that cannot be changed or upgraded.

έμφυτος

adjective (figurative (psychology: innate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Many of our fears are hard-wired, such as fear of the unknown.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του wired στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του wired

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.