Τι σημαίνει το worm στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης worm στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του worm στο Αγγλικά.
Η λέξη worm στο Αγγλικά σημαίνει σκουλήκι, σκουλήκια, σκουλήκι, σπιούνος, εφαρμόζω θεραπεία για σκουλήκια, αποσπώ, ξεγλιστρώ από κτ, σκωληκοκτόνος θεραπεία, αποπαρασιτώνω, πυγολαμπίδα, ζελεδάκι σκουλήκι, σκουλήκι-ζελεδάκι, εντερικό παράσιτο, το πρωινό πουλί πιάνει το σκουλήκι, χούμος από γαιοσκώληκες, φάρμα σκουληκιών, φάρμα γαιοσκώληκων, ατέρμονας κοχλίας, ατέρμονας κοχλίας, ξεγλιστρώ από κτ, σέρνομαι, προσπαθώ, με ύπουλο τρόπο, να εξασφαλίσω κτ, σκοροφαγωμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης worm
σκουλήκιnoun (animal: invertebrate) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The worm wiggled through the soil. Το σκουλήκι έρπονταν στο χώμα. |
σκουλήκιαplural noun (intestinal parasites) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Gareth took his dog to the vet, as it had worms. Ο Γκάρεθ πήγε τον σκύλο του στον κτηνίατρο γιατί είχε σκουλήκια. |
σκουλήκιnoun (computer virus) (μεταφορικά: Η/Υ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Make sure your anti-virus software is up-to-date to guard against viruses and worms. Βεβαιώσου ότι το αντιϊκό σου είναι ενημερωμένο για να προφυλάσσει τον υπολογιστή σου από ιούς και σκουλήκια. |
σπιούνοςnoun (figurative, pejorative (sneaky person) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Beware of Nigel; he's a worm! Πρόσεχε τον Νάιτζελ. Είναι σπιούνος! |
εφαρμόζω θεραπεία για σκουλήκιαtransitive verb (animal: treat for parasites) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Elizabeth wormed her cat. Η Ελίζαμπεθ εφάρμοσε στη γάτα της θεραπεία για τα σκουλήκια. |
αποσπώverbal expression (figurative (obtain sneakily) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Peter was determined not to reveal his secret, but Emily eventually wormed it out of him. Ο Πίτερ ήταν αποφασισμένος να μην αποκαλύψει το μυστικό του, όμως τελικά η Έμιλι του το απέσπασε. |
ξεγλιστρώ από κτ(informal, figurative (avoid a task, duty) (μτφ: αποφεύγω) As usual, Simon managed to worm out of the morning meeting. Ως συνήθως, ο Σάιμον κατάφερε να γλιτώσει την πρωινή σύσκεψη. |
σκωληκοκτόνος θεραπείαnoun (remedy for parasites) (ιατρική) My dog ate some garbage, so I had to take him to the vet and get him an anti-worm treatment. |
αποπαρασιτώνωtransitive verb (animal: treat for parasites) (ζώα: σκουλήκια εντέρου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) All the puppies have been de-wormed. |
πυγολαμπίδαnoun (insect larva that gives off light) (έντομο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ζελεδάκι σκουλήκι, σκουλήκι-ζελεδάκιnoun (chewy sugary confection) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εντερικό παράσιτοnoun (bowel parasite) Fred contracted an intestinal worm after drinking some contaminated water. |
το πρωινό πουλί πιάνει το σκουλήκιexpression (figurative (start work early to be successful) (αγγλισμός, γλωσσικά αποδεκτός) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χούμος από γαιοσκώληκεςnoun (pile of earth excreted by a worm) (χώμα από περιττώματα γαιοσκώληκα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φάρμα σκουληκιών, φάρμα γαιοσκώληκωνnoun (facility where worms are bred) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ατέρμονας κοχλίαςnoun (engineering mechanism) |
ατέρμονας κοχλίαςnoun (gear driven by worm) |
ξεγλιστρώ από κτverbal expression (informal, figurative (escape, avoid doing) (μτφ: αποφεύγω) I see Karen's wormed out of doing the dishes again. Βλέπω ότι η Κάρεν πάλι γλίτωσε το πλύσιμο των πιάτων. |
σέρνομαιverbal expression (move like a worm) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) On her stomach, Polly wormed her way under the barbed wire. |
προσπαθώ, με ύπουλο τρόπο, να εξασφαλίσω κτverbal expression (informal (get access sneakily) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jeremy wormed his way into the widow's confidence. Ο Τζέρεμι προσπάθησε, με ύπουλο τρόπο, να εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη της χήρας. |
σκοροφαγωμένοςadjective (figurative (decayed over time) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) What do you want with that worm-eaten piece of old junk? |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του worm στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του worm
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.