Τι σημαίνει το written στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης written στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του written στο Αγγλικά.

Η λέξη written στο Αγγλικά σημαίνει γραπτός, γράφω, γράφω, γράφω, γράφω κτ σε κπ, γράφω σε κπ, γράφω σε κπ, γράφω, γράφω, γράφω, γράφω, γράφω επάνω σε κτ, γράφω σε κτ, γράφω, αποθηκεύω, γράφω, έχει γραφτεί από, είμαι οριστικός, είμαι αμετάκλητος, γραπτά, εγγράφως, οι Γραφές λένε ότι, το λένε κι οι Γραφές, γραπτή προειδοποίηση, καλογραμμένος, γραπτή αλληλογραφία, Σύνταγμα, είμαι απόλυτα δεσμευτικός, είμαι οριστικός, γραπτός λόγος, γραπτό διαγώνισμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης written

γραπτός

adjective (in writing)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
If you wish to cancel your policy, please send us written notification at least thirty days before the renewal date. Any student wishing to leave school grounds during school hours, must have written permission from his/her parents.
Εάν επιθυμείτε να ακυρώσετε τη σύμβασή σας, παρακαλείσθε να μας αποστείλετε γραπτή ειδοποίηση τουλάχιστον τριάντα ημέρες πριν από την ημερομηνία ανανέωσής της.

γράφω

transitive verb (form letters, inscribe)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
George can write his name already.
Ο Γιώργος ξέρει ήδη να γράφει το όνομά του.

γράφω

transitive verb (author: a book, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elizabeth wants to write a book.
Η Ελισάβετ θέλει να γράψει ένα βιβλίο.

γράφω

transitive verb (compose: a document, letter, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I wrote a long email and then deleted it.

γράφω κτ σε κπ

(communicate in writing)

I'm going to write a letter to my friend.
Θα γράψω ένα γράμμα στην φίλη μου.

γράφω σε κπ

(send [sb] a letter, email)

I wrote to my MP to ask her to back my campaign.

γράφω σε κπ

transitive verb (UK archaic or US (send [sb] a letter, email)

γράφω

intransitive verb (form letters)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Rachel is learning to write.
Η Ρέιτσελ μαθαίνει να γράφει.

γράφω

intransitive verb (to express thoughts in writing)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When I want to get things clear in my head, I write.
Όταν θέλω να ξεκαθαρίσω τις σκέψεις μου, γράφω.

γράφω

intransitive verb (write professionally)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Brian has always wanted to write.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Από μικρός έλεγα πως, όταν μεγαλώσω, θα γράφω για τα καλύτερα περιοδικά του κόσμου.

γράφω

intransitive verb (to write letters)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I never have time to write.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δεν βρίσκω ποτέ χρόνο να γράψω στη γιαγιά μου και αυτό τη στενοχωρεί πολύ.

γράφω επάνω σε κτ, γράφω σε κτ

(inscribe [sth] on)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He broke his leg and we wrote on his cast to wish him a speedy recovery.

γράφω

transitive verb (to compose music)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Andrew is writing a symphony.

αποθηκεύω

transitive verb (computers: record)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The computer is writing the information to the drive.

γράφω

transitive verb (record in writing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She wrote a report of the incident.

έχει γραφτεί από

transitive verb (have as author)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The story was written by Edgar Allan Poe.
Η ιστορία έχει γραφτεί από τον Έντγκαρ Άλαν Πόε.

είμαι οριστικός, είμαι αμετάκλητος

verbal expression (figurative (be definitively prescribed)

The rules cannot be changed, they are written in stone!

γραπτά, εγγράφως

adverb (in writing)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

οι Γραφές λένε ότι, το λένε κι οι Γραφές

expression (Bible: it has been prophesied that) (θρησκεία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It is written that the meek shall inherit the earth. No sign of that so far.

γραπτή προειδοποίηση

noun (law: written notice)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καλογραμμένος

adjective (eloquent style)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

γραπτή αλληλογραφία

noun (letters, correspondence)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The court asked for copies of all written communication between my client and the company.

Σύνταγμα

noun (formal record of national law)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The United Kingdom has no written constitution.

είμαι απόλυτα δεσμευτικός

verbal expression (figurative (agreement: be binding)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
George tried to get out of the contract, but it seemed it was written in blood.

είμαι οριστικός

verbal expression (figurative (event, outcome: be inevitable)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Just because you do this now, it doesn't mean you can't change your mind later; nothing's written in blood.

γραπτός λόγος

noun (system of writing)

γραπτό διαγώνισμα

noun (exam carried out on paper)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The exam consists of three written tests and one oral. She passed the written test but failed the driving test.
Το διαγώνισμα αποτελείται από τρία γραπτά διαγωνίσματα και ένα προφορικό. Πέρασε το γραπτό διαγώνισμα αλλά κόπηκε στο τεστ οδήγησης.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του written στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του written

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.