What does love in Greek mean?
What is the meaning of the word love in Greek? The article explains the full meaning, pronunciation along with bilingual examples and instructions on how to use love in Greek.
The word love in Greek means αγάπη, αγάπη, αγαπάω, αγαπώ, λατρεύω, αγαπάω, αγαπάω, αγαπώ, λατρεύω, αγάπη, αγάπη, αγάπη μου, έρωτας, αγάπες, αγαπούλες, αγάπη, μηδέν, αγάπη, αγαπάω, αγαπώ, κάνω έρωτα, πράξη αγάπης, αδερφική αγάπη, ενθουσιασμός, ιπποτικός έρωτας, ψεύτικη αγάπη, ερωτεύομαι σφόδρα, ερωτεύομαι τρελά, ερωτεύομαι, ερωτεύομαι, ερωτεύομαι, ερωτεύομαι κεραυνοβόλα, βρίσκω την αληθινή αγάπη, από αγάπη, από αγάπη για, για όνομα του Θεού, απαγορευμένος έρωτας, παράνομος έρωτας, απαγορευμένος έρωτας, παράνομος έρωτας, ελεύθερος έρωτας, θεά του έρωτα, τρελά ερωτευμένος, σ'αγαπώ, σε αγαπώ, σ'αγαπώ, σε αγαπώ, σ'αγαπώ, σ'αγαπώ τόσο πολύ, σ' αγαπάω τόσο πολύ, με μεγάλη μου χαρά, είμαι ερωτευμένος, είμαι ερωτευμένος με κπ, είμαι ερωτευμένος με κτ, κτ που γίνεται για ευχαρίστηση, ψευτοαψινθιά, ερωμένη, φιλενάδα, χαμένη αγάπη, Με πολλή αγάπη, σχέση, έρωτας, έρωτας με την πρώτη ματιά, καρπός παράνομου έρωτα, Με αγάπη από, πιασίματα, ερωτικό ενδιαφέρον, κόμπος της αληθινής αγάπης, ερωτικό γράμμα, εκδήλωση αγάπης, ερωτική ζωή, ερωτική φωλιά, διθέσιος καναπές, ερωτικό τραγούδι, αισθηματική ιστορία, ερωτικό τρίγωνο, πιπιλιά, τρελά ερωτευμένος, κάνω έρωτα, κάντε έρωτα, όχι πόλεμο, ερωτική πράξη, μητρική αγάπη, μητρική αγάπη, αγάπη μου, αμοιβαία τα αισθήματα, για τίποτα στον κόσμο, γονική αγάπη, ειρήνη και αγάπη, συνουσία, σωματική επαφή, νεανικός έρωτας, εφηβικός έρωτας, αγάπη για τον εαυτό μου, φιλαυτία, ερωτικό πάθος, συνουσία, ερωτική πράξη, για το καλό κπ, πραγματική αγάπη, αληθινή αγάπη, πραγματική αγάπη, με στοργή, με αγάπη, θα ήθελα. To learn more, please see the details below.
Meaning of the word love
αγάπη(uncountable (affection) Η αγάπη είναι ίσως το πιο σημαντικό συναίσθημα του ανθρώπου. Love is perhaps the most important human emotion. |
αγάπη(uncountable (romantic feelings) Μπορούσες να δεις την αγάπη της για αυτόν στα μάτια της. You could see her love for him in her eyes. |
αγαπάω, αγαπώ(feel affection) Φυσικά και αγαπάω τη μητέρα μου. Of course I love my mother. |
λατρεύω(be fond of) ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αυτή η καινούρια σου φίλη είναι πολύ γλυκιά. Την αγαπώ! I love Jane. She's always such fun to be with! |
αγαπάω(like strongly) Λατρεύω το μπάσκετ. I love basketball. |
αγαπάω, αγαπώ(have romantic feelings for) Φαίνεται ότι αγαπάει τον σύντροφό της από την έκφραση του προσώπου της. You can tell that she loves her boyfriend by the look on her face. |
λατρεύω(activity: enjoy) (να κάνω κάτι) Λατρεύω να τρέχω στο πάρκο όταν ο καιρός είναι ζεστός. I love jogging in the park when the weather is warm. |
αγάπη(lover) Ήταν ο πρώτος μου έρωτας. She was my first love. |
αγάπη, αγάπη μου(informal (affectionate term) Αγάπη (or: Αγάπη μου), μπορείς να μου δώσεις το τηλεκοντρόλ; Can you give me the remote control, please, love? |
έρωτας(passion) Ο έρωτάς του γι' αυτήν την έκανε να νιώθει πολύ ωραία. His love made her feel so good. |
αγάπες, αγαπούλες(slang (sexual gratification) (καθομιλουμένη) Είχε καλή διάθεση. Μάλλον η γυναίκα του τού έκανε αγάπες το προηγούμενο βράδυ. He was in a good mood. His wife probably gave him some love the night before. |
αγάπη(strong liking) (για κάτι) Η αγάπη του για το μπάσκετ ήταν φανερή σε όλους. His love for basketball was apparent to everybody. |
μηδέν(tennis score: zero) Το σκορ είναι τώρα τριάντα-μηδέν. The score is now thirty-love. |
αγάπη([sth] loved, interest) Το μπαλέτο ήταν η πρώτη της αγάπη. Ballet was her first love. |
αγαπάω, αγαπώ(have deep affection) ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι άνθρωπος που αγαπάει πολύ. She just loves too much. |
κάνω έρωτα(slang (have sex) (καθομ: σε κάποιον) Θέλω να μου κάνεις παθιασμένο έρωτα σήμερα, μωρό μου. I want you to love me passionately tonight, baby. |
πράξη αγάπης(action motivated by love) |
αδερφική αγάπη(kindness towards others) Brotherly love is the love you have for your neighbor or your fellow man. |
ενθουσιασμός(figurative (teenage infatuation) |
ιπποτικός έρωτας(code of behavior) |
ψεύτικη αγάπη(fake love) |
ερωτεύομαι σφόδρα, ερωτεύομαι τρελά(figurative (fall in love) (κάποιον) |
ερωτεύομαι(couple: become infatuated) Το ζευγάρι ερωτεύτηκε όταν ήταν στο πανεπιστήμιο. The couple fell in love when they were in college. |
ερωτεύομαι(become infatuated: with [sb]) Gina falls in love every five minutes! |
ερωτεύομαι(become infatuated with [sb]) I think I fell in love with him the very first time we met. |
ερωτεύομαι κεραυνοβόλα(become infatuated with a stranger) As soon as I saw him across the dancefloor, I fell in love at first sight. |
βρίσκω την αληθινή αγάπη(meet one's perfect partner) The romantic teenager hopes to find true love. |
από αγάπη(motivated by love) When I marry, I'll marry for love and nothing else. |
από αγάπη για(out of love for) I like gardening just for the love of seeing things grow. |
για όνομα του Θεού(expression of frustration) John, for the love of God, just sit quietly for a minute and let me think! |
απαγορευμένος έρωτας, παράνομος έρωτας(sexual relationship: taboo) My sister's child was a result of our forbidden love. |
απαγορευμένος έρωτας, παράνομος έρωτας(romantic relationship: taboo) Romeo and Juliet is a sad tale of forbidden love. |
ελεύθερος έρωτας(dated (extra-marital or promiscuous sex) |
θεά του έρωτα(mythology: Aphrodite, Venus) |
τρελά ερωτευμένος(figurative (infatuated) After Cara's first date with Matt, she was head over heels in love with him. |
σ'αγαπώ(textspeak, abbreviation (I love you) See you for dinner tonight. I love u. |
σε αγαπώ, σ'αγαπώ(declaration of strong affection) Σ' αγαπώ μαμά! I love you, Mom! |
σε αγαπώ, σ'αγαπώ(declaration of strong romantic feelings) Σ' αγαπώ και θέλω να περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου μαζί σου. I love you and I want to spend the rest of my life with you. |
σ'αγαπώ τόσο πολύ, σ' αγαπάω τόσο πολύ(great affection) Σ' αγαπώ τόσο πολύ που δεν αντέχω να είμαι χώρια σου. I love you so much that I can't stand to be apart from you. |
με μεγάλη μου χαρά(enthusiastic yes) "Would you like to go out for a drink?" "I'd love to." |
είμαι ερωτευμένος(infatuated) Όσοι είναι ερωτευμένοι ποτέ δεν ακούν συμβουλές από άλλους. Οι δυο τους είναι ερωτευμένοι και περνάνε κάθε στιγμή μαζί. People who are in love never listen to anyone else's advice. The two of them are in love, and they spend every moment together. |
είμαι ερωτευμένος με κπ(be infatuated) He's so thoughtful! I am in love with him. |
είμαι ερωτευμένος με κτ(figurative (be very keen) (μεταφορικά, ενίοτε ειρωνικό) He is in love with the sound of his own voice. |
κτ που γίνεται για ευχαρίστηση(work done for pleasure) |
ψευτοαψινθιά(herb: wormwood) (φυτό) |
ερωμένη, φιλενάδα(poetic or humorous (female lover, girlfriend) |
χαμένη αγάπη(romantic relationship that has ended) |
Με πολλή αγάπη(for signing off a letter) |
σχέση(romantic relationship) Έχει σχέση με έναν παντρεμένο. She's having a love affair with a married man. |
έρωτας(figurative (intense liking for) (μεταφορικά) Ο έρωτάς της με οτιδήποτε ιαπωνικό ξεκίνησε πριν από δύο χρόνια, μετά τις διακοπές της στην Ιαπωνία. Her love affair with all things Japanese started two years ago after holidaying there. |
έρωτας με την πρώτη ματιά(instant romantic attraction to [sb]) When Harry met Sally it wasn't love at first sight; they fell in love some years later. |
καρπός παράνομου έρωτα(slang (illegitimate offspring) That girl is a love child; she has never met her father. |
Με αγάπη από(letter: affectionate sign-off) (με αιτιατική) |
πιασίματα(slang, figurative (fat midriff) (καθομ, μτφ: στη μέση) It's time to start exercising my abs and obliques; my love handles are getting noticeable! |
ερωτικό ενδιαφέρον(romantic role in story) The actor plays the love interest in the film. |
κόμπος της αληθινής αγάπης(symbol: intertwined design) |
ερωτικό γράμμα(literal (letter expressing romantic feelings) (κυριολεκτικά) He wrote her a love letter every day while he was away. |
εκδήλωση αγάπης(figurative (expression of affection) (μεταφορικά) |
ερωτική ζωή(relationships) |
ερωτική φωλιά(lovers' secret meeting place) |
διθέσιος καναπές(small couch, bench) This love seat was handmade in Indonesia from solid teak. |
ερωτικό τραγούδι(song expressing romantic feelings) Most pop songs are love songs. |
αισθηματική ιστορία(story about a romantic relationship) |
ερωτικό τρίγωνο(relationship between three people) A love triangle, causing conflict between three people, is a classic movie plot. |
πιπιλιά(red mark from lover's bite) |
τρελά ερωτευμένος(infatuated) I am madly in love with you. |
κάνω έρωτα(have sex) The survey found that average couple make love three times a week. |
κάντε έρωτα, όχι πόλεμο(pacifist slogan of the 1960s) 'Make love not war' was the best-known slogan of the hippy movement. |
ερωτική πράξη(sexual intercourse) |
μητρική αγάπη(motherly affection) |
μητρική αγάπη(affection felt by a mother for her child) |
αγάπη μου(informal (affectionate term) (καθομιλουμένη) Έρχεσαι αγάπη μου; Are you coming my love? |
αμοιβαία τα αισθήματα(mutual dislike) (αρνητικό συναίσθημα) Τα αισθήματα είναι αμοιβαία ανάμεσά σε αυτούς τους δύο. Πάντα μισούσαν ο ένας τον άλλο. There's no love lost between those two. They've always hated each other. |
για τίποτα στον κόσμο(impossible to obtain by any means) You can't get a table in that restaurant for love or money. |
γονική αγάπη(affection of one's mother and father) Parental love is stronger than any other. |
ειρήνη και αγάπη(1960s counterculture ideals) |
συνουσία, σωματική επαφή(sexual intercourse) |
νεανικός έρωτας, εφηβικός έρωτας(figurative (adolescent infatuation) The two teenagers had a case of puppy love. |
αγάπη για τον εαυτό μου(high self-esteem) (αυτοεκτίμηση) |
φιλαυτία(vanity) (εγωισμός) |
ερωτικό πάθος(physical passion) |
συνουσία, ερωτική πράξη(intercourse, sex) |
για το καλό κπ(harsh treatment of [sb] to help them) |
πραγματική αγάπη, αληθινή αγάπη(romantic infatuation) Η αληθινή αγάπη του ζευγαριού ήταν εμφανής σε όλους. Δεν μπορούσαν να πάρουν ο ένας τα μάτια του από τον άλλον. Anyone could see it was true love between the couple; they couldn't take their eyes off each other. |
πραγματική αγάπη(fated romantic partner) After eighteen years apart she was reunited with her true love. |
με στοργή(affectionately) |
με αγάπη(used to sign off affectionately) |
θα ήθελα(used to request or accept [sth]) Θα ήθελα ενα φλιτζάνι καφέ, ευχαριστώ. I would love a cup of coffee, thank you. |
Let's learn Greek
So now that you know more about the meaning of love in Greek, you can learn how to use them through selected examples and how to read them. And remember to learn the related words that we suggest. Our website is constantly updating with new words and new examples so you can look up the meanings of other words you don't know in Greek.
Updated words of Greek
Do you know about Greek
Greek is an Indo-European language, spoken in Greece, Western and Northeastern Asia Minor, Southern Italy, Albania and Cyprus. It has the longest recorded history of all living languages, spanning 34 centuries. The Greek alphabet is the main writing system for writing Greek. Greek has an important place in the history of the Western World and Christianity; Ancient Greek literature has had extremely important and influential works on Western literature, such as the Iliad and the Odýsseia. Greek is also the language in which many texts are fundamental in science, especially astronomy, mathematics and logic, and Western philosophy, such as those of Aristotle. The New Testament in the Bible was written in Greek. This language is spoken by more than 13 million people in Greece, Cyprus, Italy, Albania, and Turkey.