What does Ταξίδι στο κέντρο της Γης in Greek mean?
What is the meaning of the word Ταξίδι στο κέντρο της Γης in Greek? The article explains the full meaning, pronunciation along with bilingual examples and instructions on how to use Ταξίδι στο κέντρο της Γης in Greek.
The word Ταξίδι στο κέντρο της Γης in Greek means trip, ταξίδι, ταξίδι, ταξίδι, ταξίδι, ταξίδι, ταξίδι, ταξίδι, εκδρομή, ταξίδι, απόδραση, ταξίδι, ταξίδι, ταξίδι, οδήγηση, διαδρομή, απόσταση, ταξίδι, αεροπορικό ταξίδι, αεροπορικό ταξίδι, ταξίδι με σακίδιο πλάτης, καλό ταξίδι, επαγγελματικό ταξίδι, ταξίδι με λεωφορείο, μετακίνηση με λεωφορείο, ταξίδι με αυτοκίνητο, φεύγω, πάω ταξίδι, ταξιδεύω, πάω ταξίδι, ταξιδεύω, πάω ταξίδι, ταξιδεύω, καλό ταξίδι, καλές διακοπές, ταξίδι του μέλιτος, πάω ταξίδι του μέλιτος, νεόνυμφος στο ταξίδι του μέλιτος, μεγάλο ταξίδι, μακρύ ταξίδι, παρθενικό ταξίδι, ταξίδι για απότιση φόρου τιμής, ευχάριστο ταξίδι, ταξίδι αναψυχής, τελευτή, θανή, ταξίδι με το αυτοκίνητο, ταξίδι μετ' επιστροφής, ταξίδι αυτογνωσίας, ταξίδι με διαστημόπλοιο, κάνω ένα ταξίδι, πάω ταξίδι, κάνω ένα ταξίδι, πάω ταξίδι, οργανωμένη εκδρομή, ταξίδι με τρένο, υπέρ-ατλαντικό ταξίδι, ολόκληρο ταξίδι, ταξιδεύω, ταξίδι με θαλαμηγό, γιωτ. To learn more, please see the details below.
Meaning of the word Ταξίδι στο κέντρο της Γης
trip
|
ταξίδι(journey) Πέρασα ωραία στην εκδρομή μου. I had fun on my trip. |
ταξίδι(extended travel) Κάναμε ένα ταξίδι σε όλη τη Νότια Αμερική. We went on a journey around South America. |
ταξίδι(long journey) Το ταξίδι του Έντουαρτ τον πήγε σε ολόκληρη την Ευρώπη. Edward's trek took him across the whole of Europe. |
ταξίδι(long journey) Το γκρουπ πήγε ένα ταξίδι σε μια μακρινή χώρα. The group went on a voyage to a faraway land. |
ταξίδι(US (activity: journeying) Λένε ότι τα ταξίδια διευρύνουν τους ορίζοντές μας. They say that traveling broadens the mind. |
ταξίδι(travelling, walking) |
ταξίδι(journey by sea) Ο καπετάνιος πληροφόρησε τους επιβάτες ότι το ταξίδι θα διαρκούσε περίπου οκτώ ώρες. The captain informed the passengers that the voyage would take approximately eight hours. |
εκδρομή(organized outing) Τον επόμενο μήνα ο σύλλογος οργανώνει ένα ταξίδι για Νέα Υόρκη. The club is planning an excursion to New York next month. |
ταξίδι(trip taken by officials at public expense) The politician's junket was exposed and he was never reelected. |
απόδραση(informal (trip, vacation) (μεταφορικά) Η Κέιτ κέρδισε διακοπές σε ένα νησί. Kate won an island getaway. |
ταξίδι(journey across water) Ο παππούς μου ήρθε στη Νέα Υόρκη με πλοίο και το ταξίδι διήρκεσε τρεις εβδομάδες. My grandfather came to New York by boat, and the crossing took three weeks. |
ταξίδι(UK, informal (pleasure trip) Ο Στηβ έχει πάει ταξίδι στο Λονδίνο με τα φιλαράκια του. Steve's gone on a jolly to London with his mates. |
ταξίδι(act of travelling) Του αδερφού μου του αρέσουν τα ταξίδια στο εξωτερικό. My brother likes foreign travel. |
οδήγηση(journey by car) (πράξη) Το ταξίδι ήταν πολύ κουραστικό. The drive was really tiring. |
διαδρομή(duration of travel) The town is three days' journey by horse from here. |
απόσταση(long journey) Driving from New York to Iowa was quite a haul. |
ταξίδι(distance of transport) The truck driver was glad to get to the end of her day's haul. |
αεροπορικό ταξίδι(uncountable (plane journeys) Air travel is no longer the journey of wonderment it was fifty years ago. |
αεροπορικό ταξίδι(making journeys by passenger plane) Since the events of September 11, 2001, airline travel has significantly changed. |
ταξίδι με σακίδιο πλάτης(travels with a rucksack) (για νεαρούς τουρίστες) Τα ταξίδια με σακίδιο πλάτης είναι ένας από τους πιο οικονομικούς τρόπους να ταξιδεύει κανείς. Backpacking is the most economical way to travel. |
καλό ταξίδι(French (have a good journey) Andrew wished us "bon voyage" before we went aboard the boat. |
επαγγελματικό ταξίδι(journey made for work) My secretary booked the hotels for my upcoming business trip. |
ταξίδι με λεωφορείο, μετακίνηση με λεωφορείο(uncountable (transportation by bus) |
ταξίδι με αυτοκίνητο(journey, outing in a car) When I was a child, my family went for a car ride every Sunday. |
φεύγω(take a trip) Ο Όλιβερ σχεδιάζει να πάει εκδρομή αυτό το σαββατοκύριακο. Oliver is planning to go away this weekend. |
πάω ταξίδι, ταξιδεύω(travel somewhere) The fortune teller told me I'd soon be going on a journey. |
πάω ταξίδι, ταξιδεύω(UK (take a short journey) This weekend we're going on a trip to the seaside. |
πάω ταξίδι, ταξιδεύω(US (travel) Last summer I went on a trip to Rome to see the Coliseum. |
καλό ταξίδι, καλές διακοπές(enjoy your vacation, holiday) Here are your tickets, Sir. Have a nice trip! |
ταξίδι του μέλιτος(after wedding) After their wedding, the couple went on a honeymoon. |
πάω ταξίδι του μέλιτος(pass honeymoon) (έμφαση στο ταξίδι) Ken and Tina honeymooned in the Caribbean. |
νεόνυμφος στο ταξίδι του μέλιτος(newlywed on holiday) |
μεγάλο ταξίδι, μακρύ ταξίδι(journey: long-distance) The trip from France to Australia is a long haul. |
παρθενικό ταξίδι(ship: first journey) The Titanic sank on its maiden voyage. |
ταξίδι για απότιση φόρου τιμής(figurative (journey to pay homage) Thousands of fans make a pilgrimage to Elvis's home every year. |
ευχάριστο ταξίδι(enjoyable travel experience) |
ταξίδι αναψυχής(holiday, vacation) I've been overseas a few times this year but my trip to Hawaii was the only pleasure trip. |
τελευτή, θανή(euphemism (death) (θάνατος) |
ταξίδι με το αυτοκίνητο(journey in a car, bus, etc.) Σχεδιάζουμε ένα ταξίδι με το αυτοκίνητο στο Περθ αυτό το Σαββατοκύριακο. We're planning a road trip to Perth this weekend. |
ταξίδι μετ' επιστροφής(journey to a destination and back) Το ταξίδι μετ' επιστροφής διαρκεί μόλις τέσσερις ώρες με το αυτοκίνητο. The round trip only takes four hours by car. |
ταξίδι αυτογνωσίας(process of understanding oneself) Adolescence is generally a time of self-discovery. |
ταξίδι με διαστημόπλοιο(journey made by a spacecraft) |
κάνω ένα ταξίδι, πάω ταξίδι(make a trip) Later this month I plan to take a journey to see my father. |
κάνω ένα ταξίδι, πάω ταξίδι(go on a journey) Next spring my husband and I are going to take a trip to New Zealand. |
οργανωμένη εκδρομή(travel: organized) ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Κάναμε δυο βδομάδες περιήγηση στην Κυανή Ακτή. The two-week tour had a guide and a bus. |
ταξίδι με τρένο(journey by railway) Train trips allow you to see more of the countryside than flying. |
υπέρ-ατλαντικό ταξίδι(trip across the Atlantic Ocean) The trip from London to New York was a transatlantic journey. |
ολόκληρο ταξίδι(slang (place far away) (μεγάλη απόσταση) You're going to Edinburgh tomorrow? That's quite a trek from here. |
ταξιδεύω(US (journey) My cousins are going to trip to the seaside. |
ταξίδι με θαλαμηγό, γιωτ(sailing on a yacht) The coastline around Turkey is perfect for yachting. |
Let's learn Greek
So now that you know more about the meaning of Ταξίδι στο κέντρο της Γης in Greek, you can learn how to use them through selected examples and how to read them. And remember to learn the related words that we suggest. Our website is constantly updating with new words and new examples so you can look up the meanings of other words you don't know in Greek.
Updated words of Greek
Do you know about Greek
Greek is an Indo-European language, spoken in Greece, Western and Northeastern Asia Minor, Southern Italy, Albania and Cyprus. It has the longest recorded history of all living languages, spanning 34 centuries. The Greek alphabet is the main writing system for writing Greek. Greek has an important place in the history of the Western World and Christianity; Ancient Greek literature has had extremely important and influential works on Western literature, such as the Iliad and the Odýsseia. Greek is also the language in which many texts are fundamental in science, especially astronomy, mathematics and logic, and Western philosophy, such as those of Aristotle. The New Testament in the Bible was written in Greek. This language is spoken by more than 13 million people in Greece, Cyprus, Italy, Albania, and Turkey.