Τι σημαίνει το against στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης against στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του against στο Αγγλικά.
Η λέξη against στο Αγγλικά σημαίνει κατά, εναντίον, εναντίον, κατά, με, εις βάρος, σε βάρος, από, ως αποζημίωση για, συγκριτικά με, σε σύγκριση με, σε, κάνω ανταγωνιστική προσφορά έναντι άλλου, αγγίζω ελαφρά, συγκρούομαι με κπ/κτ, αντιμετωπίζω, αντιμετωπίζω, συνωμοτώ εναντίον κπ, διαδηλώνω για, διαμαρτύρομαι για, αντιστέκομαι σε κτ/κπ, αντιστέκομαι σε κτ/κπ, αποφαίνομαι, διαπιστώνω, γνωμοδοτώ, πάω ενάντια, πάω ενάντια, προστατεύομαι από κτ, προφυλάσσομαι από κτ, κρατάω, αντιστέκομαι σε κτ/κπ, αντιστέκομαι απέναντι σε κτ/κπ, αντιστέκομαι, αντιδρώ, ξεσπάω, διαδηλώνω ενάντια σε κτ/κπ, παίζω εναντίον, παίζω με αντίπαλο, συμβουλεύω κπ να μην κάνει κτ, προτείνω σε κπ να μην κάνει κτ, συμβουλεύω κπ να μην κάνει κτ, προτείνω σε κπ να μην κάνει κτ, συμβουλεύω κπ να μην κάνει κτ, προτείνω σε κπ να μην κάνει κτ, συμβουλεύω κπ να μην κάνει κτ, προτείνω σε κπ να μην κάνει κτ, ενάντια στις πιθανότητες, ενάντια σε κάθε προσδοκία, αντίθετα προς τη θέληση του, με αντίπαλο τον χρόνο, ενάντια στο ρεύμα, ενάντια στη ροή του νερού, αντίθετα, κόντρα στο ρεύμα, ενάντιος στον νόμο, παράνομος, ενάντια στον νόμο, παράνομα, που δεν έχει πολύ χρόνο, με αντίπαλο τον χρόνο, αντισταθμίζω, πολεμώ κατά, μάχομαι κατά, αγωνίζομαι κατά, πολεμώ κατά, μάχομαι κατά, αγωνίζομαι κατά, είμαι ασφαλισμένος για αστική ευθύνη έναντι τρίτων, κρατάω κακία σε κπ, κρατάω κακία σε κπ για κτ, ψευδομαρτυρώ, καταθέτω ενάντια σε κπ, καταθέτω εναντίον κάποιου, συγκρίνω, στοιχηματίζω κατά, αποκλείω, προκατάληψη, προκαταλαμβάνω, προδιαθέτω, απαγγέλλω κατηγορίες κατά κπ, αγγίζω, ακουμπάω, αντιδρώ σε κτ, βρίσκομαι δίπλα σε, κάνω εκστρατεία κατά, διεξάγω καμπάνια κατά, προειδοποιώ κπ για κτ, προειδοποιώ κπ για κτ, συγκρίνω κτ με κτ, αντιπαραβάλλω κτ με κτ, αντιμετωπίζω, αντιτίθεμαι σε κπ, μετράω εις βάρος, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, εγκλήματα κατά προσώπων, κάνω εκστρατεία ενάντια σε κτ, ρίχνω, πετάω, πετώ, πέφτω, εντελώς αντίθετος σε κτ, απολύτως αντίθετος σε κτ, απολύτως αντίθετος με κτ, αποφασίζω να μην κάνω κτ, κηρύσσω πόλεμο σε κπ/κτ, αμύνομαι ενάντια σε κτ, υπερασπίζομαι κπ/κτ απέναντι σε κπ/κτ, κάνω διακρίσεις, παλεύω, αγωνίζομαι, πάω κόντρα στο ρεύμα, είμαι ασυνήθιστος, λαμβάνω τα μέτρα μου, είμαι προκατειλημμένος, κρατάω κακία σε κπ, κρατάω, κρατάω κακία, είμαι αισιόδοξος, εμβολιάζω, καλύπτω, ασφαλίζω, ασφαλίζω κτ για κτ, καταφέρομαι εναντίον, εργάζομαι σκληρά ενάντια σε κτ, στηρίζομαι σε κτ, γέρνω πάνω σε κτ, στηρίζω σε, γέρνω πάνω σε, γέρνω πάνω σε κτ, γέρνω σε κτ, συγκρίνομαι, μετράω απέναντι σε, κουρνιάζω δίπλα σε κπ/κτ, φωλιάζω δίπλα σε κπ/κτ, κολλάω κτ σε κπ/κτ, καταπατώ, αντισταθμίζω κτ με κτ, εξισορροπώ κτ με κτ, επιλέγω να μην κάνω κτ, βάζω κπ να αγωνιστεί με κπ, εναντίον κάποιου, το να βάζω κπ να αγωνιστεί με κπ άλλο, το να βάζω κπ να έρθει αντιμέτωπος με κπ άλλο, προκατάληψη, προκαταλαμβάνω, προδιαθέτω, προκαταλαμβάνω, προδιαθέτω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης against
κατά, εναντίονpreposition (in opposition to) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Out of 650 votes, there were only three against the motion. Από τις 650 ψήφους, μόνο τρεις ήταν ενάντια στην πρόταση. |
εναντίον, κατά(oppose) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Many Americans are against the war. Πολλοί Αμερικανοί τάσσονται ενάντια στον πόλεμο. |
μεpreposition (sport: opposing) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) My team is playing against the national champions. Η ομάδα μου παίζει εναντίον της πρωταθλήτριας ομάδας της χώρας. |
εις βάρος, σε βάροςpreposition (to the detriment of) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mark's errors counted against him in the final scoring. Τα λάθη του Μαρκ μέτρησαν εις βάρος (or: σε βάρος) του στην τελική βαθμολογία. |
απόpreposition (in defence of) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) The army exists to protect against invasion. Ο στρατός υπάρχει για να μας παρέχει προστασία απένταντι σε εισβολές. |
ως αποζημίωση γιαpreposition (in compensation for) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I have been awarded six thousand pounds against the loss I suffered. Έλαβα έξι χιλιάδες λίρες ως αποζημίωση για τη ζημιά που υπέστην. |
συγκριτικά με, σε σύγκριση μεpreposition (in contrast to) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The buildings looked small against the mountains behind them. Τα κτήρια φαίνονταν μικρά συγκριτικά με (or: σε σύγκριση με) τα βουνά που υψώνονταν πίσω τους. |
σεpreposition (in contact with) (επαφή) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Lean the ladder against the wall when you're not using it. Να βάζεις τη σκάλα κόντρα στον τοίχο όταν δεν την χρησιμοποιείς. |
κάνω ανταγωνιστική προσφορά έναντι άλλουphrasal verb, transitive, inseparable (make a competing offer against) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αγγίζω ελαφράphrasal verb, transitive, inseparable (touch lightly in passing) |
συγκρούομαι με κπ/κτphrasal verb, transitive, inseparable (collide with [sth/sb]) |
αντιμετωπίζω(encounter: opposition, obstacle) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The work is behind schedule because we came up against some unexpected problems. Η δουλειά έχει μείνει πίσω σε σχέση με το πρόγραμμα, επειδή αντιμετωπίσαμε κάποια απρόσμενα προβλήματα. |
αντιμετωπίζω(compete with [sb]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Davies will come up against last year's champion in the semi-final of the competition. Στον ημιτελικό των αγώνων ο Ντέιβις θα αντιμετωπίσει τον περσινό πρωταθλητή. |
συνωμοτώ εναντίον κπphrasal verb, transitive, inseparable (plot to harm, impede) |
διαδηλώνω για, διαμαρτύρομαι γιαphrasal verb, transitive, inseparable (protest publicly about) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αντιστέκομαι σε κτ/κπ(try to combat) |
αντιστέκομαι σε κτ/κπ(figurative (try to combat) |
αποφαίνομαι, διαπιστώνω, γνωμοδοτώphrasal verb, transitive, inseparable (law: judge to be wrong) (εναντίον κάποιου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The jury found against the defendants, who were ordered to pay millions of dollars in damages. |
πάω ενάντιαphrasal verb, transitive, inseparable (not comply with) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) If you go against his wishes, he will make things difficult for you. |
πάω ενάντιαphrasal verb, transitive, inseparable (be in opposition to) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) To go against the mob takes courage. |
προστατεύομαι από κτ, προφυλάσσομαι από κτphrasal verb, transitive, inseparable (prevent) Wear a sunhat to guard against sunburn. |
κρατάωphrasal verb, transitive, inseparable (resent [sb] for [sth]) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They still hold my past mistakes against me. Ακόμα με έχουν άχτι για τα λάθη που έκανα στο παρελθόν. |
αντιστέκομαι σε κτ/κπ, αντιστέκομαι απέναντι σε κτ/κπ(continue to resist) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The remote mountain village held out against the foreign armies. I'm holding out against joining Facebook. Το απομακρυσμένο ορεινό χωριό κρατούσε γερά απέναντι στα ξένα στρατεύματα. |
αντιστέκομαι, αντιδρώphrasal verb, transitive, inseparable (rebel against or resist) (σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jesse has always had a tendency to kick against authority. |
ξεσπάω(attack verbally) (σε κάποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) She bottles up her anger towards her mother and then lashes out against her husband for no reason. |
διαδηλώνω ενάντια σε κτ/κπphrasal verb, transitive, inseparable (demonstrate, protest about) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The protesters went to Washington to march against increased taxes. |
παίζω εναντίον, παίζω με αντίπαλοphrasal verb, transitive, inseparable (have as an opponent) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Every time I play against Tom, he beats me in every game. |
συμβουλεύω κπ να μην κάνει κτ, προτείνω σε κπ να μην κάνει κτ(warn [sth] is unwise) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I'd advise against that course of action. Σε συμβουλεύω να μην ακολουθήσεις αυτήν την τακτική. |
συμβουλεύω κπ να μην κάνει κτ, προτείνω σε κπ να μην κάνει κτverbal expression (warn not to do [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I'd advise against travelling alone in the desert. |
συμβουλεύω κπ να μην κάνει κτ, προτείνω σε κπ να μην κάνει κτ(warn [sb] [sth] is unwise) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I'd advise you against that approach, which can be costly. |
συμβουλεύω κπ να μην κάνει κτ, προτείνω σε κπ να μην κάνει κτverbal expression (warn [sb] not to do [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I'd advise you against sailing today; the weather is turning nasty. |
ενάντια στις πιθανότητεςadverb (highly improbably) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Julie fell out of the moving train. She survived against all odds. |
ενάντια σε κάθε προσδοκίαadverb (surprisingly) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αντίθετα προς τη θέληση τουadverb (in opposition to wishes) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Abby was taken to the cabin in the woods against her will. |
με αντίπαλο τον χρόνοadverb (under pressure of time) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) It's seems as though I am always working against the clock! These deadlines are ridiculous. |
ενάντια στο ρεύμα, ενάντια στη ροή του νερούadverb (opposite the current) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She set her kayak against the flow and began to paddle upstream. |
αντίθεταadverb (against general movement) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) As the crowd of lemmings moved toward the cliff, a single animal went against the flow, heading back to the tundra. |
κόντρα στο ρεύμαadverb (figurative (contrary to conventional opinion) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) All my friends are going to college next year, but I'm going against the flow and attending a technical school. |
ενάντιος στον νόμο, παράνομοςadjective (illegal) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Smoking marijuana is against the law. |
ενάντια στον νόμο, παράνομαadverb (illegally) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) He was driving against the law as he had just guzzled down seven pints of beer. |
που δεν έχει πολύ χρόνοadjective (under pressure of time) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Residents are in a race against time as flood waters begin to crest along the river. |
με αντίπαλο τον χρόνοadverb (under pressure of time) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) They're racing against time to find a cure for her illness. Τρέχουν με αντίπαλο τον χρόνο για να βρουν μια θεραπεία για την αρρώστιά του. |
αντισταθμίζω(offset) (κάτι με κάτι άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mindy balanced her long hours at work with a visit to the spa. Η Μίντυ αντιστάθμισε το πολύωρο ωράριο εργασίας της με μια επίσκεψη στο σπα. |
πολεμώ κατά, μάχομαι κατά, αγωνίζομαι κατά(figurative (strenuously oppose) (μεταφορικά: με γενική) He battled in vain against the factory closures. |
πολεμώ κατά, μάχομαι κατά, αγωνίζομαι κατά(figurative (strenuously oppose) (μεταφορικά: με γενική) Ed Miliband battled against his brother David for leadership of the Labour party. |
είμαι ασφαλισμένος για αστική ευθύνη έναντι τρίτωνverbal expression (protected against insurance claims) (νομική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κρατάω κακία σε κπverbal expression (be resentful) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Fred bore a grudge against his brothers. |
κρατάω κακία σε κπ για κτverbal expression (be resentful) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Julie bears a grudge against her neighbour for cutting down a hedge that was actually on Julie's property. |
ψευδομαρτυρώverbal expression (Bible: lie about [sb]) (εις βάρος κάποιου) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) You shall not bear false witness against your neighbor. |
καταθέτω ενάντια σε κπ, καταθέτω εναντίον κάποιου(testify) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A wife cannot be forced to bear witness against her husband. |
συγκρίνω(measure against a standard) (με κάποιο πρότυπο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The state's department of education benchmarks their salary scale against those of other government agencies. |
στοιχηματίζω κατά(wager against [sth]) Oscar lost his money because he bet against the winning horse. |
αποκλείω(figurative (assume [sth] will fail) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I wouldn't bet against his getting the promotion. |
προκατάληψηnoun (prejudice: against) (εναντίον: με γενική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The manager was fired because of his bias against women. Ο διευθυντής απολύθηκε εξαιτίας της προκατάληψής του εναντίον των γυναικών. |
προκαταλαμβάνω, προδιαθέτωtransitive verb (prejudice [sb] against) (εναντίον: με γενική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The media may have biased people against voting for Taylor. |
απαγγέλλω κατηγορίες κατά κπverbal expression (accuse [sb] officially) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αγγίζω, ακουμπάωverbal expression (touch) (στο πέρασμά μου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I brushed up against him just as he was leaving. |
αντιδρώ σε κτ(figurative (reject, oppose) Congress bucked against the president's proposal. |
βρίσκομαι δίπλα σεverbal expression (be adjacent to) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The decorative moulding butts up against the door. |
κάνω εκστρατεία κατά, διεξάγω καμπάνια κατά(protest against [sth]) (με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The Abolitionists were campaigning against the slave trade. Οι υπέρμαχοι της κατάργησης της δουλείας διαδήλωναν κατά του εμπορίου σκλάβων. |
προειδοποιώ κπ για κτ(warn against [sth]) The doctor cautioned against eating too many sweets. |
προειδοποιώ κπ για κτ(warn not to do [sth]) |
συγκρίνω κτ με κτ, αντιπαραβάλλω κτ με κτverbal expression (compare, contrast two things) Shannon checked her calendar against her boss's to see if there were any conflicts. |
αντιμετωπίζω(sports, competition: try to beat) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Edwards will be competing against some of the best athletes in the world. Ο Έντουαρντ θα αναμετρηθεί με μερικούς από τους καλύτερους αθλητές του κόσμου. |
αντιτίθεμαι σε κπ(formal (oppose, esp. legally) |
μετράω εις βάρος(be detrimental) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) His criminal record will count against him when he starts applying for jobs. Το ποινικό μητρώο του θα μετρήσει εναντίον του όταν ξεκινήσει να κάνει αιτήσεις για δουλειά. |
εγκλήματα κατά της ανθρωπότηταςnoun (often plural (atrocity) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Genocide is a crime against humanity. |
εγκλήματα κατά προσώπωνplural noun (law: violent offences) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κάνω εκστρατεία ενάντια σε κτ(figurative (campaign against, oppose) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She's always crusading against injustice, wherever she finds it. |
ρίχνω, πετάω, πετώ(throw [sth] against) (κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Janet dashed the plate against the wall. Η Τζάνετ έριξε το πιάτο στον τοίχο. |
πέφτω(strike) (σε κτ, πάνω σε κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Waves dashed against the shore. |
εντελώς αντίθετος σε κτ, απολύτως αντίθετος σε κτ(informal (totally opposed to) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I wanted to go to Art School, but my parents were dead against it. |
απολύτως αντίθετος με κτ(informal (resolutely opposed to) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jerry was dead set against the Prime Minister's proposal. |
αποφασίζω να μην κάνω κτverbal expression (choose not to) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I decided against going on holiday this year, since I had just lost my job. Αποφάσισα να μην πάω διακοπές φέτος, αφού είχα μόλις χάσει τη δουλειά μου. |
κηρύσσω πόλεμο σε κπ/κτverbal expression (state intention to make war with) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) France declared war on Prussia on July 19, 1870. On July 28th 1914 Austria-Hungary declared war against Serbia. |
αμύνομαι ενάντια σε κτ(protect) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Medieval castles had moats, drawbridges and other structures to defend against attack. |
υπερασπίζομαι κπ/κτ απέναντι σε κπ/κτ(protect) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Lisa defended her friend against the bully. Mark was unable to defend himself against his attackers. |
κάνω διακρίσεις(show racial prejudice) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) It is illegal to discriminate against someone because of his or her age. |
παλεύω, αγωνίζομαι(contend) (ενάντια σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He fought against the new regulations. |
πάω κόντρα στο ρεύμαverbal expression (figurative (be unconventional) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είμαι ασυνήθιστοςverbal expression (figurative (be uncharacteristic) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Your acting dishonestly certainly goes against the grain. |
λαμβάνω τα μέτρα μου(be cautious) (εναντίον κάποιου) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The travel agent had warned Beth to guard against pickpockets when she traveled abroad. Ο ταξιδιωτικός πράκτορας προειδοποίησε την Μπεθ να προσέχει τους πορτοφολάδες όταν ταξιδεύει στο εξωτερικό. |
είμαι προκατειλημμένοςtransitive verb (be prejudiced against) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) They have a bias against assertive women. |
κρατάω κακία σε κπverbal expression (resent: [sb]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Peter holds a grudge against his co-worker, who received the promotion that Peter was hoping for. |
κρατάωverbal expression (informal (bear a grudge) (κάτι σε κάποιν) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She insulted him years ago, and he still holds it against her. Τον προσέβαλε πριν χρόνια αλλά ακόμα της το κρατάει μανιάτικο. |
κρατάω κακίαverbal expression (hold a grudge) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I won't hold it against you if you don't want to join me. |
είμαι αισιόδοξοςverbal expression (stay optimistic) We are hoping against hope that one day he'll come home to us. |
εμβολιάζω(vaccinate [sb] against [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Children in the U.S. are all immunized against polio. |
καλύπτω, ασφαλίζω(insure: against [sth]) (κάτι έναντι: με γενική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) This policy will indemnify you against all loss in case of fires, floods, or theft. |
ασφαλίζω κτ για κτ(protect financially in case of [sth]) |
καταφέρομαι εναντίον(formal (attack or criticize [sb] verbally) (με γενική) The priest inveighed against premarital sex. |
εργάζομαι σκληρά ενάντια σε κτ(work to prevent) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We must continue to labor against this discrimination. |
στηρίζομαι σε κτ, γέρνω πάνω σε κτ(for support) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He felt dizzy and had to lean against the wall for support. |
στηρίζω σε, γέρνω πάνω σε(prop: [sth] up on [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The thief leaned his ladder against the wall of the house. |
γέρνω πάνω σε κτ, γέρνω σε κτ(be propped against [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The board is leaning against the wall. Η σανίδα γέρνει στον τοίχο. |
συγκρίνομαι(figurative (compare) (με κάτι άλλο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The new president's success would always be measured against his predecessor's. Πάντα θα συγκρίνουν την επιτυχία του νέου προέδρου με του προκατόχου του. |
μετράω απέναντι σε(compare) (μτφ, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He tested his skill to see how he measures against the competition. Δοκίμασε τις ικανότητές του για να μετρήσει τις δυνάμεις του απέναντι στον ανταγωνισμό. |
κουρνιάζω δίπλα σε κπ/κτ, φωλιάζω δίπλα σε κπ/κτ(get cosy) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The baby bird nestled against his mother. |
κολλάω κτ σε κπ/κτ(body part: press closely) Ben nestled his chin against his girlfriend's shoulder. |
καταπατώ(violate values, rules) (τον νόμο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αντισταθμίζω κτ με κτ, εξισορροπώ κτ με κτ(counterbalance [sth] with [sth]) You can offset any loss you make in a year against your profits. |
επιλέγω να μην κάνω κτverbal expression (decide not to do) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βάζω κπ να αγωνιστεί με κπ(set to compete or fight) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) This match pits the titleholder against a complete unknown. |
εναντίον κάποιου(in competition with) (είμαι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
το να βάζω κπ να αγωνιστεί με κπ άλλο, το να βάζω κπ να έρθει αντιμέτωπος με κπ άλλοnoun (placing in opposition) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προκατάληψηnoun (bias: hostility) (κατά κπ, εναντίον κπ, απέναντι σε κπ, ενάντια σε κπ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We should distinguish between prejudice against people and active discrimination. Πρέπει να διαχωρίσουμε την προκατάληψη κατά των ανθρώπων και τις ενεργές διακρίσεις. |
προκαταλαμβάνω, προδιαθέτω(make hostile to) (κατά κπ, εναντίον κπ, απέναντι σε κπ, ενάντια σε κπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The influence of the extreme right wing has prejudiced the party's more moderate elements against ethnic minorities. Η επιρροή της άκρας δεξιάς πτέρυγας έχει προκαταλάβει τα πιο μετριοπαθή στοιχεία του κόμματος κατά των εθνικών μειονοτήτων. |
προκαταλαμβάνω, προδιαθέτω(bias against) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The negative reports have prejudiced public opinion against the actor. Οι αρνητικές αναφορές έχουν επηρεάσει τη δημόσια γνώμη κατά του ηθοποιού. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του against στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του against
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.