Τι σημαίνει το current στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης current στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του current στο Αγγλικά.
Η λέξη current στο Αγγλικά σημαίνει τρέχων, σημερινός, ρεύμα, ρεύμα, ρεύμα, εναλλασσόμενο ρεύμα, αντιρροή, αντίθετος προς την επικρατούσα τάση, νέα της επικαιρότητας, κυκλοφορούν ενεργητικό, τελευταία φουρνιά, νέα φουρνιά, τελευταία σοδειά, τρέχουσα έκδοση, νέο, γεγονός, συμβάν, τρέχουσες υποχρεώσεις, τρέχουσα τιμή, τρέχον ρυθμός, τρέχουσα κατάσταση, τρέχουσα κατάσταση, συνεχές ρεύμα, συνεχές ρεύμα, δινορευτικό ρεύμα, ηλεκτρικό ρεύμα, τρεχούμενος λογαριασμός, βελοειδές ρεύμα, άμπωτη και παλίρροια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης current
τρέχωνadjective (at present) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Do you know the current temperature? Ξέρεις την τρέχουσα θερμοκρασία; |
σημερινόςadjective (accepted) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Current methodology involves long studies. |
ρεύμαnoun (flow) (ροή νερού) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The stream was small, but it had a strong current. |
ρεύμαnoun (electricity) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Power lines carry the current to the houses in the town. |
ρεύμαnoun (figurative (tendency) (μεταφορικά: τάση) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) There is a current of thought that says that this is not a problem. |
εναλλασσόμενο ρεύμαnoun (electrical flow changing direction) The electric motor uses alternating current to produce rotation. |
αντιρροήnoun (current flowing against another) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αντίθετος προς την επικρατούσα τάσηnoun (figurative (movement against established opinion) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
νέα της επικαιρότηταςplural noun (news, topical events) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) He knows lots about current affairs because he reads a newspaper every day. Ξέρει πολλά για τα νέα της επικαιρότητας γιατί διαβάζει εφημερίδα κάθε μέρα. |
κυκλοφορούν ενεργητικόplural noun (cash and easily converted assets) (οικονομικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Current assets are important to companies because they provide cash to fund day-to-day operations. |
τελευταία φουρνιά, νέα φουρνιάnoun (figurative (latest batch or selection) The college's current crop of freshmen come from 47 states and 18 nations. |
τελευταία σοδειάnoun (most recent harvest) |
τρέχουσα έκδοσηnoun (latest printing of a publication) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Don't take that outdated guidebook with you; be sure to use the current edition. |
νέο, γεγονός, συμβάνnoun (news item, up-to-date topic) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τρέχουσες υποχρεώσειςplural noun (debts payable within a year) (υποχρεώσεις που λήγουν εντός του έτους) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) A company's total debt is the sum of its current liabilities and its long-term debt. |
τρέχουσα τιμήnoun (as of the present) |
τρέχον ρυθμόςnoun (present speed or pace) |
τρέχουσα κατάστασηnoun (status quo, things as they are now) The current situation is much worse than the press is reporting. |
τρέχουσα κατάστασηnoun (present situation) My current status is "retired", but maybe I'll go back to work next year. |
συνεχές ρεύμαnoun (initialism (direct current) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
συνεχές ρεύμαnoun (electrical flow in one direction) |
δινορευτικό ρεύμα(electronics) |
ηλεκτρικό ρεύμαnoun (flow of electricity) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τρεχούμενος λογαριασμόςnoun (banking) |
βελοειδές ρεύμαnoun (sea's undertow) If you are caught in a rip current, swim across it, parallel to the shore. |
άμπωτη και παλίρροιαnoun (sea's ebb and flow) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Each port has a table of the tidal currents indicating high and low tides. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του current στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του current
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.