Τι σημαίνει το alimentar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης alimentar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του alimentar στο πορτογαλικά.

Η λέξη alimentar στο πορτογαλικά σημαίνει ταΐζω, τρέφω, θρέφω, προμηθεύω κτ σε κτ, παρέχω κτ σε κτ, μεγαλώνω, θρέφω, τρέφω, τέρπω, τροφοδοτώ, ταΐζω, ταΐζω, διατροφικός, πεπτικός, τροφοδοτώ, τροφοδοτώ, τρέφω, τροφοδοτώ, θηλάζω, ενθαρρύνω, διαιωνίζω, τρέφω, παρέχω ενέργεια σε κτ, τροφοδοτώ κτ με ενέργεια, τρέφομαι με, στόμα να ταΐσω, μπουκιά, βουλιμαρεξία, τροφική αλυσίδα, χρωστική τροφίμων, διατροφική διαταραχή, τροφική δηλητηρίαση, τράπεζα τροφίμων, ομάδα τροφίμων, υγιεινή τροφίμων, ασφάλεια τροφίμων, υπερσιτίζω, ταΐζω με το ζόρι, ταΐζω με το χέρι, τρέφομαι, ζω με κτ, ζω από κτ, ευημερώ χάρη σε κάποιον άλλο, ταΐζω κπ/κτ κτ με το ζόρι, ρίχνω κτ στάγδην, ταΐζω, δίνω κτ σταδιακά, τροφική αλυσίδα, τροφική πυραμίδα, πυραμίδα της διατροφής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης alimentar

ταΐζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu preciso alimentar as crianças.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η τήρηση του Οδηγού Υγιεινής είναι απαραίτητη για μονάδες που επισιτίζουν μέχρι χίλια τριακόσια άτομα ημερησίως.

τρέφω, θρέφω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esta fazenda alimenta a vila inteira.
Αυτή η φάρμα τρέφει ολόκληρο το χωριό.

προμηθεύω κτ σε κτ, παρέχω κτ σε κτ

verbo transitivo

O operador alimenta papel na impressora.
Ο χειριστής τροφοδοτεί το τυπογραφικό πιεστήριο με χαρτί.

μεγαλώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não diga nada para alimentar seu ego.

θρέφω, τρέφω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O arroz sozinho não vai alimentar essas crianças.
Το ρύζι από μόνο του δε θα συντηρήσει αυτά τα παιδιά.

τέρπω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A arte alimenta o espírito.

τροφοδοτώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Este cano abastece o radiador.
Αυτός ο σωλήνας τροφοδοτεί το καλοριφέρ.

ταΐζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Helen dá de comer ao cachorro toda manhã.
Η Έλεν ταΐζει τον σκύλο κάθε πρωί.

ταΐζω

(κάποιον/κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela dá de comer às galinhas um monte de restos.
Ταΐζει τις κότες της με μια ποικιλία από αποφάγια.

διατροφικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πεπτικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τροφοδοτώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
John alimentou o fogo com mais carvão.
Ο Τζον τροφοδότησε τη φωτιά με λίγα ακόμα κάρβουνα.

τροφοδοτώ

verbo transitivo (fogo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τρέφω

verbo transitivo (συναίσθημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu acho que você está alimentando (or: nutrindo) uma paixão secreta pelo meu primo.
Νομίζω πως τρέφεις ένα κρυφό πάθος για την ξαδέλφη μου.

τροφοδοτώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Problemas financeiros alimentaram a discussão entre Mary e Kyle.
Τα οικονομικά προβλήματα πυροδότησαν τον καυγά ανάμεσα στην Μαίρη και τον Κάιλ.

θηλάζω

(dar leite ao bebê)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ενθαρρύνω

(figurado, dar suporte emocional)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαιωνίζω

(fig, ajudar a perpetuar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τρέφω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele nutria esperanças de voltar a sua terra natal.
Έτρεφε ελπίδες ότι θα επέστρεφε στην πατρίδα του.

παρέχω ενέργεια σε κτ, τροφοδοτώ κτ με ενέργεια

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A luz solar alimenta quase toda a vida na Terra.

τρέφομαι με

verbo pronominal/reflexivo

Os animais alimentam-se de grama.

στόμα να ταΐσω

expressão (figurado, dependentes) (μεταφορικά)

μπουκιά

(massa de comida mastigada) (καθομ: μασημένη τροφή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βουλιμαρεξία

(bulimia e anorexia) (διατροφική διαταραχή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τροφική αλυσίδα

(sequência de seres vivos que se alimentam uns dos outros)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χρωστική τροφίμων

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Cookies são coloridos geralmente com corante alimentar. Suco de beterraba é um corante alimentar natural da cor vermelha.

διατροφική διαταραχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τροφική δηλητηρίαση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pela cara daquele café, vamos todos ter intoxicação alimentar no fim da noite. Ela se perguntava se o vômito era por intoxicação alimentar ou pela gripe.
Κρίνοντας από την όψη της καφετέριας, θα πάθουμε όλοι τροφική δηλητηρίαση μέχρι το τέλος της βραδιάς. Αναρωτήθηκε αν ο εμετός ήταν από τροφική δηλητηρίαση ή από τη γρίπη.

τράπεζα τροφίμων

(organização que doa alimento) (φιλανθρωπική δομή)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ομάδα τροφίμων

(categorias nutricionais)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

υγιεινή τροφίμων

(manipulação e higiene de alimentos)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ασφάλεια τροφίμων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπερσιτίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ταΐζω με το ζόρι

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sua greve de fome foi cortada assim que a alimentaram à força.
Η απεργία πείνας της έληξε όταν την τάισαν με το ζόρι.

ταΐζω με το χέρι

locução verbal (animal) (ζώο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τρέφομαι

(τρώω)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ζω με κτ, ζω από κτ

(dinheiro, bens)

Minha mãe me dá um auxílio mensal, mas eu não poderia viver só disso.
Η μητέρα μου μού δίνει ένα μηνιαίο βοήθημα, αλλά δεν θα μπορούσα να ζω μόνο με αυτό.

ευημερώ χάρη σε κάποιον άλλο

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ταΐζω κπ/κτ κτ με το ζόρι

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Os guardas alimentaram o prisioneiro à força.

ρίχνω κτ στάγδην

expressão verbal

ταΐζω

expressão verbal (με σανό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jane alimentou com feno os cavalos depois do almoço.
Η Τζέιν έδωσε σανό στα άλογα μετά το μεσημεριανό.

δίνω κτ σταδιακά

expressão verbal (figurado, fornecer gradualmente)

τροφική αλυσίδα

substantivo feminino

τροφική πυραμίδα

substantivo feminino

πυραμίδα της διατροφής

substantivo feminino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του alimentar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.