Τι σημαίνει το alinhar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης alinhar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του alinhar στο πορτογαλικά.

Η λέξη alinhar στο πορτογαλικά σημαίνει ευθυγραμμίζω, βάζω σε σειρά, ευθυγραμμίζω, ευθυγραμμίζω, ευθυγραμμίζω, γλιτώνω, την σκαπουλάρω, είμαι ευθυγραμμισμένος, κάνω κράτηση, κάνω ευθυγράμμιση, τοποθετώ το ένα δίπλα στο άλλο, βάζω στην σειρά, ευθυγραμμίζω, βάζω σε ευθεία γραμμή, βάζω στην σειρά, ταιριάζω, συντονίζομαι με κτ, παρατάσσω, λειαίνω, ευθυγραμμίζω, βάζω ανά διαστήματα, συμφωνώ με κπ/κτ, είμαι στην ίδια ευθεία, είμαι ευθυγραμμισμένος, συμβαδίζω, στοιχίζομαι, παρατάσσομαι, συντάσσομαι, στοιχίζομαι, ευθυγραμμίζομαι, πάω με τα νερά κπ, παρατάσσομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης alinhar

ευθυγραμμίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O carpinteiro alinhou as duas vigas.
Ο ξυλουργός ευθυγράμμισε τους δύο δοκούς.

βάζω σε σειρά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A professora enfileirou todos os alunos dela antes de levá-las para o recreio.
Η δασκάλα έβαλε στη σειρά τους μαθητές πριν τους βγάλει έξω για διάλειμμα.

ευθυγραμμίζω

verbo transitivo (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Craig alinhou o balaústre com o balcão da cozinha adjacente.
Ο Κρέιγκ ευθυγράμμισε το κάγκελο με τον διπλανό πάγκο της κουζίνας.

ευθυγραμμίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor, alinhe os quadros na parede para que fiquem todos retos.

ευθυγραμμίζω

verbo transitivo (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γλιτώνω, την σκαπουλάρω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

είμαι ευθυγραμμισμένος

verbo transitivo

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
A estande de livros e moldura da lareira se alinham perfeitamente.
Η βιβλιοθήκη και το τζάκι είναι πλήρως ευθυγραμμισμένα.

κάνω κράτηση

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu alinhei um monte de atividades para nós nesta semana.

κάνω ευθυγράμμιση

verbo transitivo (για τροχούς)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τοποθετώ το ένα δίπλα στο άλλο, βάζω στην σειρά

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ευθυγραμμίζω, βάζω σε ευθεία γραμμή, βάζω στην σειρά

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ταιριάζω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συντονίζομαι με κτ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ο οπίσθιος τροχός δεν συντονίζεται με τους υπόλοιπους τρεις.

παρατάσσω

verbo transitivo (τους στρατιώτες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O oficial sempre começou a treinar alinhando as tropas.

λειαίνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Um pedreiro tem que alinhar a pedra para torná-la suave.

ευθυγραμμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω ανά διαστήματα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συμφωνώ με κπ/κτ

verbo pronominal/reflexivo (concordar)

Ao concordar com a decisão para seguir em frente com os planos, eu, sem saber, alinhei-me com Anthony.
Αποδεχόμενη την απόφαση να προχωρήσω με τα σχέδια, χωρίς να το ξέρω συμφώνησα με τον Άντονι.

είμαι στην ίδια ευθεία

verbo pronominal/reflexivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Os dois buracos não se alinharam um com o outro, por isso eu não consegui inserir o pino.
Οι δύο τρύπες δεν ήταν ευθυγραμμισμένες η μία με την άλλη οπότε δεν μπορούσα να βάλω τη βίδα.

είμαι ευθυγραμμισμένος

verbo pronominal/reflexivo (με κάτι)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
A estante de livros alinha-se perfeitamente com a moldura da lareira.
Η βιβλιοθήκη είναι πλήρως ευθυγραμμισμένη με το τζάκι.

συμβαδίζω

verbo pronominal/reflexivo (combinar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O comportamento de Crosby alinha-se com a cultura do grupo.
Η συμπεριφορά του Κρόσμπυ συμβαδίζει με την κουλτούρα της ομάδας.

στοιχίζομαι

verbo pronominal/reflexivo (militar) (στρατός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os soldados se alinharam quando o apito soou.
Οι στρατιώτες στοιχίστηκαν όταν σφύριξε η σφυρίχτρα.

παρατάσσομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os novos recrutas se alinharam e esperaram o oficial falar.

συντάσσομαι, στοιχίζομαι, ευθυγραμμίζομαι

(militar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πάω με τα νερά κπ

(figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παρατάσσομαι

verbo pronominal/reflexivo (dispor-se em posição, fileira)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Favor alinhem-se aqui e vou ver um por vez.
Παραταχθείτε εδώ και θα σας δούμε έναν-έναν.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του alinhar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.