Τι σημαίνει το año στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης año στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του año στο ισπανικά.

Η λέξη año στο ισπανικά σημαίνει έτος, πρωκτός, χρόνος, έτος, έτος, έτος, χρόνος, κωλοτρυπίδα, κατάληξη ουσιαστικών που υποδηλώνει μια συλλογή, κώλος, χρονολογία, πισινός, παμπάλαιος, πανάρχαιος, ετησίως, που διαρκεί όλο το έτος, στα μέσα του χρόνου, δευτεροετής, καθ' όλη τη διάρκεια του έτους, έναντι του περασμένου έτους, ετήσιος, συνεχώς, πριν από πολύ καιρό, πέρσι, πέρυσι, δύο φορές τον χρόνο, πολύ καιρό πριν, κάθε χρόνο, κάθε χρόνο, ετησίως, ετήσια, ετήσια, κάθε χρόνο, του χρόνου, φέτος, όλο το χρόνο, σε σαββατική άδεια, από πολύ παλιά, δευτεροετής, μαθητής της πρώτης τάξης, μαθήτρια της πρώτης τάξης, μαθητής, μαθήτρια, πρωτοετής στρατιωτικής σχολής, δίσεκτο έτος, εποχή του χρόνου, δημοσιονομικό έτος, πρώτο έτος σχολής, σεληνιακό έτος, νέο έτος, Πρωτοχρονιά, σχολική χρονιά, ηλιακό έτος, εκλεκτή χρονιά, εκλεκτή σοδειά, ακαδημαϊκό έτος, ημερολογιακό έτος, διάλειμμα ενός χρόνου από τις σπουδές, καλή χρονιά, παραμονή Πρωτοχρονιάς, τρέχουσα χρονιά, ερχόμενος χρόνος, επόμενος χρόνος, τελευταίο έτος, τέλος οικονομικού έτους, δευτέρα λυκείου, περίοδος των ισχνών αγελάδων, έτος φωτός, έτος πρακτικής άσκησης, τελευταίο έτος, πρώτη γυμνασίου, διεύθυνση φοιτητικής στέγης, έξοχη χρονιά, τάξη αποφοιτούντων, μαθητής ηλικίας 16-18 ετών, αυτός που κάνει διάλειμμα έναν χρόνο μεταξύ σχολείου και πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, όγδοη τάξη, ένατη τάξη, δέκατη τάξη, ενδέκατη τάξη, δωδέκατη τάξη, πρωτοετής, το έτος 2000, το 2000, σχολική περίοδος, επαναλαμβάνω ένα έτος, γιορτάζω την Πρωτοχρονιά, δις ετησίως, σε σαββατική άδεια, Καλή Χρονιά!, μαθητής δευτέρας λυκείου, μαθήτρια δευτέρας λυκείου, δευτεροετής, πρωτοετής, πρωτοχρονιά, τρίτο έτος, Καλή Χρονιά!, δευτεροετής, δευτεροετής, της δευτέρας λυκείου, που είναι στην πρώτη τάξη, τριτοετής, της πρώτης λυκείου, πρωτοετής, της τελευταίας τάξης του λυκείου, τελειόφοιτος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης año

έτος

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hay doce meses en un año.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τι χρονιά και αυτή! Περάσαμε πολλά.

πρωκτός

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Las hemorroides pueden formarse en el ano o a su alrededor.

χρόνος

nombre masculino (365 días)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Nos llevará al menos un año terminar este proyecto.
Αυτό το σχέδιο θα χρειαστεί τουλάχιστον ένα χρόνο για να τελειώσει.

έτος

nombre masculino (escolar)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El curso escolar empieza en septiembre y acaba en junio.

έτος

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

έτος, χρόνος

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κωλοτρυπίδα

(χυδαίο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cada vez que tengo diarrea, me duele el ano.
Κάθε φορά που παθαίνω διάρροια, πονάει η κωλοτρυπίδα μου.

κατάληξη ουσιαστικών που υποδηλώνει μια συλλογή

sufijo

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κώλος

(coloquial) (χυδαίο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χρονολογία

(για έτος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tengo una moneda antigua con la fecha 1783 inscrita.
Έχω ένα παλιό νόμισμα που φέρει τη χρονολογία 1783.

πισινός

(coloquial)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παμπάλαιος, πανάρχαιος

(figurado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ετησίως

(μία φορά το χρόνο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La gente mayor de 60 años debería hacerse el examen anualmente.
Οι ενήλικες άνω των 60 καλό είναι να κάνουν το τεστ ετησίως.

που διαρκεί όλο το έτος

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El paciente murió después de una lucha de un año por superar el cáncer.

στα μέσα του χρόνου

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δευτεροετής

locución adjetiva (bachillerato) (πανεπιστήμιο, δεύτερο έτος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καθ' όλη τη διάρκεια του έτους

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Llevamos un registro de los consumos de todo el año.

έναντι του περασμένου έτους

(επίσημο)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Respecto del año pasado, hemos doblado las ventas.

ετήσιος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συνεχώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Escuchamos las mismas quejas una y otra vez.
Ακούμε τα ίδια παράπονα συνεχώς.

πριν από πολύ καιρό

(figurado)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πέρσι, πέρυσι

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El año pasado me fui de vacaciones a Italia.
Πέρυσι πήγα διακοπές στην Ιταλία.

δύο φορές τον χρόνο

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Publicamos la revista dos veces al año, en enero y en junio.

πολύ καιρό πριν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Julie empezó a tocar la guitarra hace siglos, en los sesenta.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο Τσακ κι εγώ πολύ καιρό πριν πηγαίναμε μαζί γυμνάσιο. Η Τζούλι άρχισε να παίζει κιθάρα πολύ καιρό πριν στην δεκαετία των '60.

κάθε χρόνο

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sus fiestas de Navidad parecen fallar año tras año.
Τα Χριστουγεννιάτικα πάρτι του φαίνεται να αποτυγχάνουν κάθε χρόνο. Κάθε χρόνο λέω ότι θα κόψω το κάπνισμα και ποτέ δεν το κάνω.

κάθε χρόνο, ετησίως, ετήσια

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Celebramos las navidades con ellos año sí, año también.

ετήσια, κάθε χρόνο

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Celebramos la Navidad cada año.
Τα Χριστούγεννα γιορτάζονται κάθε χρόνο.

του χρόνου

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Esperamos verte de nuevo el año que viene.
Ελπίζουμε να σε ξαναδούμε του χρόνου.

φέτος

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Decidieron casarse este año.
Αποφάσισαν να παντρευτούν φέτος.

όλο το χρόνο

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Me gustaría vivir en un clima donde pudiera hacer jardinería todo el año.

σε σαββατική άδεια

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi profesora de Filosofía de la Universidad se dedicó a viajar en su año sabático.

από πολύ παλιά

(AR)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

δευτεροετής

(πανεπιστήμιο)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
La mayoría de los universitarios eligen su especialización cuando son estudiantes de segundo año.
Οι περισσότεροι φοιτητές επιλέγουν το κύριο αντικείμενο σπουδών όταν είναι δευτεροετείς.

μαθητής της πρώτης τάξης, μαθήτρια της πρώτης τάξης

Hizo las audiciones para ser porrista cuando era estudiante de noveno grado.

μαθητής, μαθήτρια

(της τάδε τάξης)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Cuando Marta era alumna de segundo grado, jugaba al fútbol.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τα πρωτάκια δυσκολεύονται συχνά να συνηθίσουν στην ιδέα του σχολείου.

πρωτοετής στρατιωτικής σχολής

(academia militar)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δίσεκτο έτος

Los años bisiestos siempre son pares.

εποχή του χρόνου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ha hecho mucho frío para esta altura del año.

δημοσιονομικό έτος

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nuestro sistema de contaduría usa octubre como el primer mes del año fiscal.

πρώτο έτος σχολής

locución nominal masculina (universidad)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Obtuve calificaciones muy malas en mi primer año de universidad.

σεληνιακό έτος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El calendario musulmán está basado en años lunares.

νέο έτος

El nuevo año empieza el 1 de enero.
Το νέο έτος ξεκινάει την πρώτη Ιανουαρίου.

Πρωτοχρονιά

locución nominal masculina

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)
En los Estados Unidos, el año nuevo se suele celebrar mirando el Desfile del Torneo de las Rosas seguido del fútbol.

σχολική χρονιά

(σχολείο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El año escolar 2009-2010 comenzó el 25 de agosto.

ηλιακό έτος

locución nominal masculina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκλεκτή χρονιά, εκλεκτή σοδειά

(vino)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
1984 fue un año de buena cosecha con unos vinos estupendos.

ακαδημαϊκό έτος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El curso académico comienza en septiembre.

ημερολογιακό έτος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Este pasaje es válido por el año calendario. Lo puedes usar hasta el 31 de diciembre.

διάλειμμα ενός χρόνου από τις σπουδές

(AR, coloquial)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Todavía no decidió qué va a estudiar, por lo pronto se ha tomado un año sabático para pensarlo.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Προσφέρουμε πρακτική άσκηση επί πληρωμή για τους φοιτητές που κάνουν διάλειμμα ενός χρόνου απ' τις σπουδές τους.

καλή χρονιά

locución nominal masculina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Todos juntaron sus copas y se desearon un feliz año nuevo.
Όλοι τσούγκρισαν τα ποτήρια και ευχήθηκαν καλή χρονιά.

παραμονή Πρωτοχρονιάς

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
En la víspera de Año Nuevo mucha gente va a fiestas y tira fuegos artificiales.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς πολλοί πηγαίνουν σε πάρτι και ρίχνουν πυροτεχνήματα. Η παραμονή της Πρωτοχρονιάς είναι στις 31 Δεκεμβρίου.

τρέχουσα χρονιά

locución adverbial

Nuestros ingresos han caído desde inicio del año a la fecha. // ¿Cuántos impuestos ha pagado desde inicio del año a la fecha?

ερχόμενος χρόνος, επόμενος χρόνος

No se si podré viajar ahora, o el año que viene.

τελευταίο έτος

(σπουδές)

Mary está cursando el último año de la secundaria y empezará la universidad en el otoño.

τέλος οικονομικού έτους

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
El fin de año fiscal para la mayoría de las empresas es el 31 de diciembre.

δευτέρα λυκείου

περίοδος των ισχνών αγελάδων

expresión (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El año 2009 fue un año de vacas flacas para la empresa.

έτος φωτός

(αστρονομία)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
La estrella de Barnard está a 5.96 años luz de la tierra.

έτος πρακτικής άσκησης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τελευταίο έτος

(πανεπιστήμιο)

πρώτη γυμνασίου

(7ο έτος υποχρεωτικής εκπαίδευσης)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

διεύθυνση φοιτητικής στέγης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έξοχη χρονιά

nombre masculino

τάξη αποφοιτούντων

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μαθητής ηλικίας 16-18 ετών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυτός που κάνει διάλειμμα έναν χρόνο μεταξύ σχολείου και πανεπιστημιακής εκπαίδευσης

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

όγδοη τάξη

ένατη τάξη

δέκατη τάξη

(στις ΗΠΑ)

ενδέκατη τάξη

(σύστημα ΗΠΑ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δωδέκατη τάξη

(στις ΗΠΑ)

πρωτοετής

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

το έτος 2000, το 2000

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σχολική περίοδος

Los niños pueden empezar la escuela al comienzo del período escolar después de su quinto cumpleaños.

επαναλαμβάνω ένα έτος

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Marcos reprobó sus exámenes así que tendrá que repetir el año en la universidad.

γιορτάζω την Πρωτοχρονιά

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Van a ser las doce, todos al salón para brindar y festejar la llegada del año nuevo.

δις ετησίως

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

σε σαββατική άδεια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El decano de la facultad no podrá atenderte porque está de año sabático.

Καλή Χρονιά!

locución interjectiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"¡Feliz Año Nuevo!" gritaron todos bastante borrachos.

μαθητής δευτέρας λυκείου, μαθήτρια δευτέρας λυκείου

(αντιστοιχία στην Ελλάδα)

Amanda se fue al extranjero cuando era estudiante de undécimo grado.

δευτεροετής

(λύκειο)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Un estudiante de décimo grado de nuestra escuela ganó la competencia de ciencias.
Ένας δευτεροετής στο σχολείο μας κέρδισε τον διαγωνισμό φυσικής.

πρωτοετής

(πανεπιστήμιο)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Este año, los estudiantes de primer año vienen de muchos países distintos.
Αυτή τη χρονιά οι πρωτοετείς κατάγονται από μια πλειάδα διαφορετικών χωρών.

πρωτοχρονιά

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¡Feliz año nuevo!
Καλή πρωτοχρονιά!

τρίτο έτος

(πανεπιστήμιο)

Muchas universidades ofrecen a sus estudiantes la oportunidad de estudiar su penúltimo año en el extranjero.

Καλή Χρονιά!

locución interjectiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δευτεροετής

locución pronominal (άτομο στη δεύτερη χρονιά)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Los de segundo año de la firma de abogados tienen una carga importante de casos.

δευτεροετής

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nos conocimos como estudiantes de segundo año y nos casamos tres años después.

της δευτέρας λυκείου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Peter llevó a su novia al baile de los estudiantes de undécimo grado.

που είναι στην πρώτη τάξη

(μαθητής)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τριτοετής

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gary es estudiante de tercer año en la universidad y está intentando decidir si solicita entrar en una escuela de postgrado.

της πρώτης λυκείου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Liz tocaba el clarinete en la escuela cuando era estudiante de décimo grado.
Η Λιζ έπαιζε κλαρινέτο στην μπάντα κατά τη διάρκεια της πρώτης λυκείου.

πρωτοετής

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los atletas de primer año pueden probarse para los equipos universitarios júnior.
Οι πρωτοετείς αθλητές μπορούν να δοκιμάσουν να μπουν στις μικρές ομάδες του πανεπιστημίου.

της τελευταίας τάξης του λυκείου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los estudiantes de último año están repasando para los exámenes.
Οι μαθητές της τελευταίας τάξης του λυκείου κάνουν επανάληψη για τις εξετάσεις.

τελειόφοιτος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los estudiantes de último año están buscando posibles trabajos para cuando se gradúen.
Οι τελειόφοιτοι φοιτητές αρχίζουν να βλέπουν δουλειές που ίσως να είναι διαθέσιμες μετά την αποφοίτησή τους.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του año στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του año

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.