Τι σημαίνει το approval στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης approval στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του approval στο Αγγλικά.
Η λέξη approval στο Αγγλικά σημαίνει αποδοχή, έγκριση, έγκριση, επιδοκιμασία, επιστολή έγκρισης, εγκρίνω, εγκρίνω, επιδοκιμάζομαι, εγκρίνομαι, υποστηρίζομαι, επιδοκιμάζομαι από κπ, εγκρίνομαι από κπ, υποστηρίζομαι από κπ, δοκιμαστικά, υπό δοκιμή, επίσημη σφραγίδα έγκρισης, επιδοκιμασία, έγκριση, υποστήριξη, εξασφαλίζω την υποστήριξη κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης approval
αποδοχή, έγκρισηnoun (support) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The president has the approval of the vast majority of the nation's citizens. Ο πρόεδρος έχει την αποδοχή της ευρείας πλειοψηφίας των πολιτών του έθνους. |
έγκρισηnoun (agreement) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Liza and Sam want their parents' approval to get married. Η Λίζα και ο Σαμ θέλουν την έγκριση των γονιών τους για να παντρευτούν. |
επιδοκιμασίαnoun (feeling of favoring) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The little league coach looked at the members of his team with approval. Ο προπονητής της ομάδας μικρού πρωταθλήματος κοίταζε τα μέλη της ομάδας του με επιδοκιμασία. |
επιστολή έγκρισηςnoun (document giving permission for [sth]) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εγκρίνωverbal expression (support, endorse [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εγκρίνωverbal expression (permit, agree to [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επιδοκιμάζομαι, εγκρίνομαι, υποστηρίζομαιverbal expression (be endorsed, supported) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Penelope's suggestion met with approval. |
επιδοκιμάζομαι από κπ, εγκρίνομαι από κπ, υποστηρίζομαι από κπverbal expression (be endorsed, supported by [sb]) The plans met with the approval of the local business community. |
δοκιμαστικά, υπό δοκιμήadverb (on a trial basis) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I didn't have to pay for this instrument as they sent it to me on approval. |
επίσημη σφραγίδα έγκρισηςnoun (royal stamp of endorsement) (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) King John put his seal of approval on the Great Charter. |
επιδοκιμασία, έγκριση, υποστήριξηnoun (figurative (consent, acceptance) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Her new boyfriend has a good job in the City and so he has her parents' seal of approval. |
εξασφαλίζω την υποστήριξη κπverbal expression (be endorsed, supported) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του approval στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του approval
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.