Τι σημαίνει το there στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης there στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του there στο Αγγλικά.

Η λέξη there στο Αγγλικά σημαίνει εκεί, εκεί, -, σε αυτό, εκεί, εκεί, αυτό είναι, Γεια χαρά!, θα είμαι εκεί, όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν, τα έχω περάσει, τα ξέρω, κάνε αυτό που πρέπει να κάνεις, εκεί κάτω, στον κάτω κόσμο, χαμηλά, φτάνω κάπου, φτάνω κάπου, ξεκινάω από εδώ, κουράγιο, σκέφτηκα κτ καλό, εδώ κι εκεί, Εϊ!, γεια, γεια σου, εκεί μέσα, σα να είναι η τελευταία φορά, δεν είναι σημαντικό, δεν έχει σημασία, δεν έχει νόημα, είναι ανούσιο, δεν έχει νόημα να κάνεις κτ, είναι ανούσιο να κάνεις κτ, δεν παίζει τίποτα, έξω, εκεί έξω, εκεί έξω, εκεί πέρα, Τα λέμε εκεί!, εντάξει;, δεν παίρνει στροφές, δεν παίρνει μπρος, δεν στροφάρει, εκείνη τη στιγμή, από την άλλη πλευρά, από την άλλη όμως, να πάμε και να έρθουμε, υπάρχουν, υπάρχει, αυτό δεν είναι όλο, υπάρχει και κάτι άλλο, δεν υπάρχει λόγος να, δεν υπάρχει αμφιβολία, δεν υπάρχει αμφιβολία, Τίποτα δε χαρίζεται., ορίστε, έτσι, να τον, να τος, ορίστε, μπράβο, Ορίστε!, θα γίνει χαμός, τι να πεις για τα γούστα κπ, Δεν υπάρχει άλλη λύση., εκεί πέρα, Τις ει;, Ποιος είναι;. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης there

εκεί

adverb (in or at that place)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He was there at the bar.
Ήταν εκεί, στο μπαρ.

εκεί

adverb (at that point)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
OK, class, let's stop there. It's time for lunch.
Εντάξει παιδιά, ας σταματήσουμε εκεί. Είναι ώρα για φαγητό.

-

pronoun (introductory pronoun) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
There is a way.
Υπάρχει τρόπος.

σε αυτό

adverb (on that issue)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I agree with you there.
Εδώ θα συμφωνήσω μαζί σου.

εκεί

adverb (to that place)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I'm going there tonight.

εκεί

adverb (indicating location)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
There he is.

αυτό είναι

interjection (approval) (επιδοκιμασία)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
There! That's just what we need.
Τώρα μάλιστα! Είναι ακριβώς ότι χρειαζόμαστε.

Γεια χαρά!

interjection (nautical greeting)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θα είμαι εκεί

(informal (I'll be there)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν

expression (have already experienced [sth]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I don't want to watch a presentation about bankruptcy--been there, done that.

τα έχω περάσει, τα ξέρω

interjection (informal (I have experienced that.) (εμπειρία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνε αυτό που πρέπει να κάνεις

interjection (Take the necessary action.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκεί κάτω

adverb (in that lower place)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I don't want to go down there; the basement looks scary!
Δε θέλω να πάω εκεί κάτω, το υπόγειο είναι τρομακτικό!

στον κάτω κόσμο

adverb (figurative, euphemism (in or to Hell) (μεταφορικά)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

χαμηλά

adverb (figurative, euphemism (in genital area) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

φτάνω κάπου

verbal expression (arrive at a place)

It's a ten-hour flight to the US; we'll be very tired when we get there.

φτάνω κάπου

verbal expression (figurative, informal (come to a certain state) (μεταφορικά)

The task seems insurmountable, but somehow we'll get there.

ξεκινάω από εδώ

verbal expression (informal (use that as a starting point)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κουράγιο

interjection (informal (do not be discouraged)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hang in there, John, you've almost made it!
Κουράγιο Τζον, κοντεύεις!

σκέφτηκα κτ καλό

verbal expression (have a good idea)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εδώ κι εκεί

adverb (in various places)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He lived an aimless existence, wandering here and there but never settling anywhere.

Εϊ!

interjection (attracting attention)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Hey there! You dropped your wallet!

γεια, γεια σου

interjection (informal (hello)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Hi there, Janis, how have you been?

εκεί μέσα

adverb (in or into that place)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I'm going in there. Are you coming too?

σα να είναι η τελευταία φορά

adverb (informal, figurative (in a frenzied way)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

δεν είναι σημαντικό, δεν έχει σημασία

expression (figurative (not relevant)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν έχει νόημα, είναι ανούσιο

expression (it is pointless) (να κάνει κάποιος κάτι)

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)
It's no use calling out his name, he can't hear you any more.

δεν έχει νόημα να κάνεις κτ, είναι ανούσιο να κάνεις κτ

expression (it is pointless)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
There's no point in asking Jake if you can borrow his car; he'll say no. There's no use in telling me now that I shouldn't put that vase there; you should have mentioned it before I knocked it over and broke it.

δεν παίζει τίποτα

expression (informal (no activity) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pete went to the bar, but there was nothing doing there, so he headed home.

έξω, εκεί έξω

adverb (outside)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Be sure to put a coat on; it's freezing out there!

εκεί έξω

adverb (informal (in space)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Have you ever looked at the stars and wondered if there's anyone out there?
Έχεις κοιτάξει ποτέ τα αστέρια απορώντας εάν υπάρχει κανείς εκεί έξω;

εκεί πέρα

adverb (in that direction or place)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The cake is over there.
Το κέικ είναι εκεί πέρα.

Τα λέμε εκεί!

interjection (informal (goodbye until a given future event) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

εντάξει;

interjection (informal (expressing defiance, determination)

I don't need your help anyway! So there!

δεν παίρνει στροφές, δεν παίρνει μπρος, δεν στροφάρει

expression (figurative, informal ([sb] is unintelligent) (μυαλό, άτομο)

My brother can be incredibly stupid sometimes; the lights are on but nobody's home.

εκείνη τη στιγμή

expression (at that exact moment and place) (μόνο χρόνος)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

από την άλλη πλευρά, από την άλλη όμως

expression (on second thoughts, however)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

να πάμε και να έρθουμε

expression (to and back from destination)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If we drive, we can get there and back within a day.

υπάρχουν

expression (indicating [sth] plural)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
There are fifteen men in this office and only three women.
Στο γραφείο υπάρχουν δεκαπέντε άντρες και μόνο τρεις γυναίκες.

υπάρχει

expression (indicating [sth] singular)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
There's a bank just across the street.
Ακριβώς απέναντι υπάρχει μια τράπεζα.

αυτό δεν είναι όλο, υπάρχει και κάτι άλλο

expression (This is not what it seems)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It seems like he's vanished into thin air, but that's impossible. There's more to this situation than meets the eye.

δεν υπάρχει λόγος να

expression (it wouldn't be worthwhile)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν υπάρχει αμφιβολία

interjection (it is indisputable)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He's an evil man; there is no question.

δεν υπάρχει αμφιβολία

(it is indisputable that)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
There's no question many citizens resent paying taxes.

Τίποτα δε χαρίζεται.

expression (Everything has a cost)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I had to pay taxes on the free gift. Well, there's no such thing as a free lunch.

ορίστε

expression (when giving or showing [sb] [sth])

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
"There you are," said Ruth as she handed me a cup of coffee.

έτσι

expression (just as expected)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
There you are, I knew you would pass the exam!

να τον, να τος

expression (when finding [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There you are! I've been looking for you for ages.

ορίστε

expression (just as expected)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
There you go; I knew the cat wouldn't come when you called his name.
Ορίστε! Το ήξερα ότι η γάτα δεν θα ερχόταν αν τη φώναζες.

μπράβο

expression (good job)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
There you go! I knew you could do it!

Ορίστε!

interjection (used when confirming [sth])

There you go! I told you he'd be here on time!

θα γίνει χαμός

expression (slang (severe consequences)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
There'll be hell to pay when your father comes home!

τι να πεις για τα γούστα κπ

expression (without explanation or reason)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There's no accounting for taste. I've heard the French eat snails and frogs' legs; there's no accounting for folk!

Δεν υπάρχει άλλη λύση.

expression (there is no remedy)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
There's no help for it. We'll have to sell the house.

εκεί πέρα

adverb (at place away from and above speaker)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Τις ει;

expression (command: state identity) (αρχαϊκός τύπος: στρατός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ποιος είναι;

expression (responding to a knock at the door)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του there στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του there

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.