Τι σημαίνει το atrasado στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης atrasado στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του atrasado στο πορτογαλικά.

Η λέξη atrasado στο πορτογαλικά σημαίνει καθυστερημένος, καθυστερημένα, αργότερα, καθυστερημένος, αργοπορημένος, που έχει καθυστερήσει, που έχει αργήσει, καθυστερημένος, αργοπορημένος, αργοπορημένος, ληξιπρόθεσμος, είμαι εκπρόθεσμος, που έχει ήδη αργήσει, που έχει ήδη καθυστερήσει, που χρωστάει, αργά, αργά, πολύ αργά, πάει πίσω, που έχει καθυστερήσει πολύ, πίσω, αυτός που έχει μείνει πίσω, χαμηλής νοημοσύνης, καθυστερημένος, που υφίσταται καθυστέρηση, αργοπορημένος, καθυστερημένος, ληξιπρόθεσμος, καθυστερημένος, χασομέρης, καθυστερημένος, καθυστερημένος, οπισθοδρομικός, υπανάπτυκτος, μωρός, με διανοητική υστέρηση, αργώ, καθυστερώ, άτομο με μαθησιακές δυσκολίες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης atrasado

καθυστερημένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Preciso ir. Estou atrasado para o meu compromisso.
Πρέπει να φύγω. Έχω αργήσει (or: καθυστερήσει) στο ραντεβού μου.

καθυστερημένα, αργότερα

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Cheguei ao encontro dez minutos atrasado.
Έφτασα στη σύσκεψη με δέκα λεπτά καθυστέρηση.

καθυστερημένος, αργοπορημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

που έχει καθυστερήσει, που έχει αργήσει

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Espera-se agora que o trem atrasado passe às 13h22.
Το αργοπορημένο τρένο αναμένεται στις 13:22.

καθυστερημένος, αργοπορημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Eu devia ter entregado minha redação ontem; agora está atrasada. Nicholas tem dois livros da biblioteca atrasados em seu quarto; ele realmente precisa devolvê-los.
Υποτίθεται πως θα παρέδιδα το δοκίμιό μου χτες. Τώρα πλέον είναι καθυστερημένο.

αργοπορημένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ληξιπρόθεσμος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

είμαι εκπρόθεσμος

adjetivo

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
À medida que o relógio tiquetaqueava, ele percebeu que estava ficando sem tempo.

που έχει ήδη αργήσει, που έχει ήδη καθυστερήσει

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Melhorias no sistema ferroviário nacional estão atrasadas há muito tempo.
Οι βελτιώσεις στο εθνικό σιδηροδρομικό δίκτιο έχουν ήδη καθυστερήσει.

που χρωστάει

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο ιδιοκτήτης πήγε την ενοικιάστρια στα δικαστήρια επειδή ήταν τρεις μήνες πίσω στις πληρωμές.

αργά

adjetivo

αργά, πολύ αργά

advérbio (não chegar na hora)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πάει πίσω

adjetivo (relógio)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O relógio está atrasado. Precisamos ficar de olho no horário.
Το ρολόι πάει πίσω. Χρειαζόμαστε ένα που να δείχνει τη σωστή ώρα.

που έχει καθυστερήσει πολύ

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πίσω

adjetivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
O trem está duas horas atrasado.

αυτός που έχει μείνει πίσω

substantivo masculino (alguém que fica para atrás)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαμηλής νοημοσύνης

(com dificuldade de aprendizagem) (ξεπερασμένο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καθυστερημένος

adjetivo (μειωτικό)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Jeff é tão atrasado que ele não consegue nem ler direito.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο Τζεφ είναι τόσο καθυστερημένος, δεν μπορεί ούτε να διαβάσει κανονικά.

που υφίσταται καθυστέρηση

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αργοπορημένος, καθυστερημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ληξιπρόθεσμος

(pagamento, conta)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καθυστερημένος

substantivo masculino (insulto, ofensivo!!!) (μειωτικό: να αποφεύγεται)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

χασομέρης

substantivo masculino (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καθυστερημένος

substantivo masculino (dificuldade de aprendizagem, ofensivo!!!) (παλαιό, μειωτικό)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

καθυστερημένος

adjetivo (ofensivo) (προσβλητικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

οπισθοδρομικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O povo pode parecer um pouco rudimentar, mas eles são muito amigáveis.
Οι άνθρωποι ίσως και να φαίνονται λίγο οπισθοδρομικοί, αλλά είναι πολύ φιλικοί.

υπανάπτυκτος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Embora esteja perto de uma área metropolitana, essa região ainda é subdesenvolvida.

μωρός

(datado, hoje ofensivo) (παλαιό, ανεπίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με διανοητική υστέρηση

locução adjetiva (ofensivo:)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αργώ, καθυστερώ

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Θα ήθελα να σταματήσω να τα πούμε αλλά έχω αργήσει για ένα σημαντικό ραντεβού με το αφεντικό μου.

άτομο με μαθησιακές δυσκολίες

(pessoa com dificuldade de aprendizagem) (ξεπερασμένο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του atrasado στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.