Τι σημαίνει το certo στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης certo στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του certo στο πορτογαλικά.
Η λέξη certo στο πορτογαλικά σημαίνει βέβαιος, σίγουρος, σίγουρος, είναι σίγουρο ότι κπ θα κάνει κτ, είναι βέβαιο ότι κπ θα κάνει κτ, βέβαιος, σίγουρος, κάποιοι, ορισμένοι, μερικοί, συγκεκριμένος, κάποιος, ένας, σωστό, σωστά;, έτσι;, Ωραία, σωστός, σωστός, σωστός, σωστός, σωστός, δίκαιος, σωστός, κατάλληλος, σωστός, σίγουρος, σιγουράκι, σίγουρος, βέβαιος, σίγουρος, σίγουρος, βέβαιος, σίγουρος, σωστά, σίγουρος, κτ είναι σίγουρο, αργά ή γρήγορα, σίγουρος, είναι σίγουρο ότι θα κάνω κτ, βέβαιος, σίγουρος, αλήθεια, σίγουρος, βέβαιος, αλήθεια, όντως, πράγματι, πραγματικά, αρκετά σίγουρος, σίγουρο, ιδανικός, κατάλληλος, σωστά, ακριβής, έχω δίκιο, είμαι κατάλληλος για κπ, μάλιστα, εντάξει, διορθώνω, διασαφηνίζω, ταιριάζω, συνάδω, δεν είναι;, σωστός, απολύτως σωστός, σχεδόν σίγουρος, με... μύτη, σε κάποιο βαθμό, σε κάποιο βαθμό, σε κάποιο βαθμό, τρόπος του λέγειν, σε ένα βαθμό, σε ένα ποσοστό, ως ένα σημείο, στο σωστό δρόμο, τόσο ώστε, τόσο που, εντός περιορισμένου εύρους, σίγουρα, βεβαίως, βέβαια, κατάλληλη στιγμή, ηθική, χρηστότητα, εξαφανισμένο είδος ράλλου, ηθικολογία, σωστό και λάθος, φέρομαι σωστά, ξεχωρίζω το σωστό από το λάθος, πραγματοποιούμαι, καταλαβαίνω καλά, καταλαβαίνω σωστά, μέχρις αυτού, σε περιορισμένο βαθμό, στο σωστό δρόμο, σωστή μεριά, σωστή πλευρά, ο σωστός τρόπος, αποδίδω καρπούς, είμαι ακριβής, δείχνω σωστή ώρα, που έχει δίκιο, πεπατημένη, λίγο, κάπως, στο βαθμό, υπό έλεγχο, όσο γίνεται, εκπαιδεύω κατοικίδιο για το πώς να κάνει την ανάγκη του. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης certo
βέβαιος, σίγουροςadjetivo (αναμφισβήτητος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) É certo que ele merece ser promovido. Είναι βέβαιο (or: σίγουρο) ότι του αξίζει να πάρει προαγωγή. |
σίγουρος(formal) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sim, estou certa de que vai chover amanhã. Ναι, είμαι σίγουρος (or: βέβαιος) πως θα βρέξει αύριο. |
είναι σίγουρο ότι κπ θα κάνει κτ, είναι βέβαιο ότι κπ θα κάνει κτadjetivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lisa está certa de que passará nos testes. Ela tem estudado muito. |
βέβαιος, σίγουροςadvérbio (αναπόφευκτος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Eles estão tão apaixonados; é certo que vão se casar. Είναι τόσο ερωτευμένοι, που είναι βέβαιο (or: σίγουρο) ότι θα παντρευτούν. |
κάποιοι, ορισμένοι, μερικοί(μόνο πληθυντικός) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Certas crianças ficaram doentes depois de comer a pizza. Κάποια παιδιά αρρώστησαν αφού έφαγαν την πίτσα. |
συγκεκριμένοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Você está procurando por um certo livro ou só está olhando? Ψάχνεις ένα συγκεκριμένο βιβλίο ή απλώς ρίχνεις μια ματιά; |
κάποιος, έναςadjetivo (literário, referência a pessoa) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Um certo Bob Knightly entrou na sala. Κάποιος (or: Ένας) Bob Knigthly μπήκε στο δωμάτιο. |
σωστόsubstantivo masculino (bom) Nós temos que saber distinguir o certo do errado. Πρέπει να μάθουμε να ξεχωρίζουμε το σωστό από το λάθος. |
σωστά;, έτσι;
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Você é um professor de francês, certo? |
Ωραία
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Certo. Quem vai fazer o café? |
σωστός(exato) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Esta medida está certa? |
σωστόςadjetivo (conveniente) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ela sempre está no lugar certo na hora certa. |
σωστόςadjetivo (resposta) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Qual é a resposta certa para esta questão? Ποια είναι η σωστή απάντηση σε αυτή την ερώτηση; |
σωστόςadjetivo (adequado) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Esse não é o jeito certo de por a mesa. Você colocou os copos no lado errado de cada lugar à mesa. Δεν είναι αυτός ο σωστός τρόπος για το στρώσιμο του τραπεζιού. Έβαλες τα ποτήρια στη λάθος πλευρά του σερβίτσιου. |
σωστός, δίκαιος(justo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) É correto que você tenha um julgamento justo. Το σωστό (or: δίκαιο) είναι να έχεις μία αμερόληπτη δίκη. |
σωστόςadjetivo (apropriado) (κατάλληλος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sim, acho que ele fez a coisa certa ligando para ela. Ναι, πιστεύω ότι έκανε το σωστό που την πήρε τηλέφωνο. |
κατάλληλος, σωστός(oportuno) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Esta é a hora apropriada para começar em um novo emprego. |
σίγουροςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) "Hoje é dia doze." "Você está certo disso?" «Σήμερα είναι 12 του μηνός.» «Είσαι σίγουρος;» |
σιγουράκιsubstantivo masculino (αργκό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σίγουρος, βέβαιοςadjetivo (ότι/πως) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Estou certo de ter desligado o fogão. Είμαι σίγουρος (or: βέβαιος) ότι έσβησα την κουζίνα. |
σίγουροςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tom estava certo a respeito do seu desejo de abandonar o emprego e requalificar-se para uma profissão diferente. O Τομ ήταν πολύ σίγουρος για την επιθυμία του να παραιτηθεί απ' τη δουλειά του και να επανεκπαιδευτεί για ένα διαφορετικό επάγγελμα. |
σίγουρος, βέβαιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Estou certo de que vi alguém correndo pelo jardim. Είμαι σίγουρος πως είδα κάποιον να τρέχει στον κήπο. |
σίγουροςadjetivo (για κάτι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Só responda se estiver certo da resposta. Απαντήστε μόνο, εάν είστε σίγουροι για την απάντηση. |
σωστά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Você é a mãe da criança, certo? Είσαι η μητέρα του παιδιού, ε; |
σίγουρος(για κτ ή για τον εαυτό μου) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) O atleta estava certo de suas habilidades. Ο αθλητής ήταν σίγουρος για τις ικανότητες του. |
κτ είναι σίγουρο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tenha certeza de sempre receber boas-vindas calorosas a este hotel. Σε αυτό το ξενοδοχείο είναι σίγουρο ότι θα σε καλωσορίσουν θερμά. |
αργά ή γρήγορα(figurado) (καθομιλουμένη: κτ θα γίνει) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Você deixou sua carteira na mesa. Alguém na certa a roubaria. Άφησες το πορτοφόλι σου στο τραπέζι· ήταν σίγουρο ότι κάποιος θα το έκλεβε. |
σίγουρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) O jogo de hoje é uma vitória certa para nós. |
είναι σίγουρο ότι θα κάνω κτadjetivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) É certo que aquele cavalo vai ganhar a corrida; você deveria apostar nele. |
βέβαιος, σίγουροςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Os soldados estavam certos da sua missão. |
αλήθειαadjetivo (logicamente necessário) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Se custa cem dólares, é certo que teremos que pedir o dinheiro emprestado. |
σίγουρος, βέβαιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A polícia confirmou o avistamento certo do homem desaparecido. |
αλήθεια, όντως, πράγματι, πραγματικάadjetivo (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) É certo que não sou especialista em finanças. |
αρκετά σίγουρος
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
σίγουρο(figurado) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Το είχε στάνταρ ότι θα περάσει στο διαγώνισμα οπότε δεν ήταν αγχωμένη. |
ιδανικός, κατάλληλος(tempo: perfeito) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A ocasião parecia oportuna para contar seus planos a seus pais. Είχε έρθει η ώρα να μιλήσει στους γονείς του για τα σχέδιά του. |
σωστά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Έχω καταλάβει σωστά την ιστορία; Έτσι έγιναν τα πράγματα; |
ακριβήςadjetivo (no alvo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Foi um tiro certo e atingiu seu alvo. |
έχω δίκιο
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
είμαι κατάλληλος για κπ
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Todos sabiam que Marshall e Elaine eram adequados. |
μάλιστα, εντάξειinterjeição (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
διορθώνω, διασαφηνίζω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ταιριάζω, συνάδω(figurado, informal) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Os dois relatos diferentes do mesmo evento não batem. Οι δύο διαφορετικές περιγραφές του ίδιου γεγονότος δεν συνάδουν. |
δεν είναι;interjeição (για επιβεβαίωση) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σωστός, απολύτως σωστόςlocução adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σχεδόν σίγουροςlocução adjetiva Estou quase certo de que desliguei o forno, mas talvez eu deva voltar e checar. |
με... μύτηlocução adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σε κάποιο βαθμόadvérbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σε κάποιο βαθμόadvérbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
σε κάποιο βαθμό
Você tem que admitir que é culpado até certo ponto. Πρέπει να παραδεχθείς ότι φταις σε κάποιο βαθμό. Όλοι υποφέρουμε σε κάποιο βαθμό, όταν είμαστε μακριά από τους αγαπημένους μας. |
τρόπος του λέγεινlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σε ένα βαθμό, σε ένα ποσοστό(parcialmente) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ως ένα σημείοexpressão (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
στο σωστό δρόμοlocução adverbial (literal) (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τόσο ώστε, τόσο που
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εντός περιορισμένου εύρουςlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σίγουρα, βεβαίως, βέβαια(expressar concordância) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
κατάλληλη στιγμή(momento apropriado) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ηθική, χρηστότηταexpressão (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εξαφανισμένο είδος ράλλου(biol., Aphanapteryx bonasi) (πτηνό) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ηθικολογίαsubstantivo masculino (figurado) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σωστό και λάθος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φέρομαι σωστάlocução verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Πρέπει να φερθείς σωστά και να την παντρευτείς. |
ξεχωρίζω το σωστό από το λάθοςexpressão (ter senso de moralidade) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πραγματοποιούμαιexpressão (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
καταλαβαίνω καλά, καταλαβαίνω σωστάexpressão verbal |
μέχρις αυτού, σε περιορισμένο βαθμόlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A estrada está fechada: você só pode ir até certo ponto antes de ter que dar meia-volta. |
στο σωστό δρόμοlocução adverbial (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σωστή μεριά, σωστή πλευρά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ο σωστός τρόπος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αποδίδω καρπούς(figurado) (μεταφορικά) |
είμαι ακριβής, δείχνω σωστή ώρα(relógio) (για ρολόγια) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Το ρολόι μου είναι τόσο παλιό που δε δείχνει σωστή ώρα πλέον. Τα ηλεκτρονικά ρολόγια μπορούν να είναι πολύ ακριβή. |
που έχει δίκιοexpressão (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Σκεπτόμενοι αυτή τη στιγμή οι μελλοντικές γενιές θα είναι σε θέσει να διακρίνουν ποιος είχε δίκιο σε αυτό το θέμα. |
πεπατημένη(συνήθης τρόπος ενέργειας) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λίγο, κάπωςlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Não importa o que você diga a ele, ele sempre vai se preocupar um pouco |
στο βαθμόlocução adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
υπό έλεγχοlocução adverbial (conforme o planejado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
όσο γίνεταιexpressão (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εκπαιδεύω κατοικίδιο για το πώς να κάνει την ανάγκη τουlocução verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του certo στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του certo
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.