Τι σημαίνει το black στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης black στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του black στο Αγγλικά.

Η λέξη black στο Αγγλικά σημαίνει μαύρος, μαύρο, μαύρος, μαύρος, μαύρος, σκοτεινός, μαύρος, μαύρος, σκοτεινός, μαύρος, σκοτεινός, μελανός, μαύρος, μαύρη, μαύρα, μαύρο, μαύρο, σκοτεινιά, μαυρίλα, μαύρο, μαυρίζω, γυαλίζω, κρύβω, συσκοτίζω, λιποθυμώ, άσπρο-μαύρο, ασπρόμαυρος, μελανός, μελανιασμένος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ασπρόμαυρο, ασπρόμαυρος, ξεκάθαρος, μπατσικό, μυρμήγκι, αφρικάνικη τέχνη, μαύρη μαγεία, μαύρος σαν κατράμι, κατάμαυρος, μαυρόπερκα, μαύρο φασόλι, φασόλι σόγιας, μαύρη αρκούδα, μαύρη αρκούδα, μαύρη ζώνη, μαύρη ζώνη, μαύρο κουτί, μαύρη κερασιά, μαύρο κεράσι, μαύρη κερασιά, σκέτος καφές, μαύρη κωμωδία, Μαύρος Θάνατος, μελαγχολία, μαυρισμένο μάτι, κακή φήμη, Μέλανας Δρυμός, Black Friday, Μπλακ Φράιντεϊ, μαύρος χρυσός, κακός, χάκερ, είμαι ο κακός, black hat hacker, black-hat hacker, ελικόπτερο Black Hawk, Μήνας Μαύρης Ιστορίας, μαύρη τρύπα, μαύρη τρύπα, μπλακ χιούμορ, κακή διάθεση, λεπτό στρώμα πάγου, μαύρος λεμούριος, μαύρο φως, Black Lives Matter, πνευμονοκονίωση των ανθρακωρύχων, μαύρη μαγεία, μαύρος, Αφρικανός, Σατανάς, μελανό σημείο, μαύρη αγορά, μαύρη ελιά, ξεκάθαρος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πέπερι, μαύρο πιπέρι, μαύρη πυρίτιδα, λουκάνικο αίματος, μαύρη βροχή, Black Russian, μπλακ ράσιαν, μαύρο πρόβατο, μαύρο πρόβατο, μελανή κηλίδωση, επικίνδυνο σημείο, επικίνδυνη περιοχή, μαύρος κύκνος, απρόοπτο, μαύρο τσάι, σμόκιν, του σμόκιν, που απαιτεί επίσημο ένδυμα, μαύρη τίγρη, μελάσα, μαύρη τουλίπα, λύματα τουαλέτας, αιματουρία, αιμοσφαιρινουρία, μαύρη χήρα, μελαμψή, μαύρη, ασπρόμαυρη ταινία, ασπρόμαυρο φίλμ, ασπρόμαυρη φωτογραφία, ασπρόμαυρη τηλεόραση, ασπρόμαυρη τηλεόραση, μαυροφορεμένος, μαυροντυμένος, φασολιά που παράγει μαυρομάτικα φασόλια, μαυρομάτικο φασόλι, μαυρομάλλης, μαύρο φραγκοστάφυλο, με γεύση μαύρο φραγκοστάφυλο, Black Lives Matter, μαύρος άνθρακας, σακούλα σκουπιδιών, ασπρόμαυρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης black

μαύρος

adjective (very dark in colour) (χρώμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She looked good in the black dress.
Της πήγαινε το μαύρο της φόρεμα.

μαύρο

noun (darkest colour) (χρώμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My favourite colour is black.
Το αγαπημένο μου χρώμα είναι το μαύρο.

μαύρος

adjective (person: dark skinned)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Three Black women were walking along the street.
Τρεις μαύρες γυναίκες περπατούσαν στον δρόμο.

μαύρος

adjective (relating to people of color)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
In the United States, Black History Month is celebrated in February.

μαύρος, σκοτεινός

adjective (lacking light)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The room was black until Ben turned on a light.

μαύρος

adjective (dirty)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The walls of the factory were black with soot.

μαύρος, σκοτεινός

adjective (figurative (sullen) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tom was in a black mood after his boss reprimanded him.

μαύρος, σκοτεινός

adjective (figurative (wicked) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The healer was suspected of being a black witch.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μην περιμένεις καλό απ' αυτόν, έχει μαύρη (or: σκοτεινή) ψυχή.

μελανός

adjective (figurative (mark: of disgrace) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The conviction was a black mark on his record.

μαύρος, μαύρη

noun (potentially offensive (dark-skinned person) (φυλή)

That politician is popular with both Blacks and Whites.
Εκείνος ο πολιτικός είναι δημοφιλής τόσο στους μαύρους, όσο και στους λευκούς.

μαύρα

noun (mourning clothes)

The widow wore black for a year.
Η χήρα φόρεσε τα μαύρα για έναν χρόνο.

μαύρο

noun (dark pigment) (απόχρωση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
What's the difference between lamp black and ivory black?

μαύρο

noun (chess, etc.: black pieces)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Do you want to play as black or white?

σκοτεινιά, μαυρίλα

noun (darkness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The figure disappeared into the black of night.

μαύρο

noun (dark clothing)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
You look good in black.

μαυρίζω

transitive verb (blacken)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The soldiers blacked their faces before the mission.

γυαλίζω

transitive verb (polish with black)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The shoeshine boy blacked the shoes.

κρύβω

phrasal verb, transitive, separable (obscure [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
During times of war, many civilians have to black out their windows so the enemy won't know where to bomb.
Σε περιόδους πολέμου πολλοί πολίτες πρέπει να σκεπάζουν τα παράθυρά τους για να μην ξέρει ο εχθρός πού να βομβαρδίσει.

συσκοτίζω

phrasal verb, transitive, separable (city, house: turn off lights)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The entire city had to be blacked out when the air raid siren sounded.
Όταν ακούστηκε η σειρήνα της εναέριας επιδρομής έπρεπε να σβήσουν τα φώτα σε όλη την πόλη.

λιποθυμώ

phrasal verb, intransitive (informal (lose consciousness)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The head injury during the car accident caused him to black out.
Ο τραυματισμός που υπέστη στο κεφάλι κατά τη διάρκεια του ατυχήματος τον έκανε να χάσει τις αισθήσεις του.

άσπρο-μαύρο

noun (written, abbreviation (black and white)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ασπρόμαυρος

adjective (written, abbreviation (black and white)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μελανός, μελανιασμένος

adjective (informal, figurative (badly bruised)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The bullies beat the unfortunate child until he was black and blue.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

adjective (UK (drink: mixed beers)

Black and tans are made with Guinness and an ale of your choice.

ασπρόμαυρο

noun (grayscale)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
He asked the director why she had chosen to use black and white for her movie.
Ρώτησε τη σκηνοθέτιδα γιατί επέλεξε να κάνει την ταινία της ασπρόμαυρη.

ασπρόμαυρος

adjective (in grayscale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Black-and-white photography relies on composition rather than color.
Η ασπρόμαυρη φωτογραφία βασίζεται περισσότερο στη σύνθεση παρά στο χρώμα.

ξεκάθαρος

adjective (figurative (clear, defined) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The situation may seem very black and white to you, but actually it's more complicated.
Η κατάσταση μπορεί να σου φαίνεται ξεκάθαρη, αλλά βασικά είναι πιο περίπλοκη.

μπατσικό

noun (US, informal (police car) (αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μυρμήγκι

noun (insect)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It's been raining so hard that the black ants marched right into our living room to stay dry.

αφρικάνικη τέχνη

noun (artworks: African origin)

During Black History Month, many museums display black art.

μαύρη μαγεία

plural noun (witchcraft, occult)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μαύρος σαν κατράμι

adjective (totally dark) (μεταφορικά)

It was black as night in the cave.

κατάμαυρος

adjective (black in color) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The cat's fur was black as night.
Το τρίχωμα της γάτας ήταν κατάμαυρο.

μαυρόπερκα

(fish)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μαύρο φασόλι

noun (Latin American: black turtle bean)

Black beans with rice is a common dish in many Latin American countries.

φασόλι σόγιας

noun (Asian: soybean)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μαύρη αρκούδα

noun (American mammal) (Αμερική)

Black bears are smaller than Grizzly or Polar bears.

μαύρη αρκούδα

noun (Asian mammal) (Ασία)

μαύρη ζώνη

noun (martial arts: highest rank)

μαύρη ζώνη

noun (martial arts: expert)

You'd better watch out, he's a black belt in karate.

μαύρο κουτί

noun (airplane recording device) (αεροπλάνου)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μαύρη κερασιά

noun (North American tree) (δέντρο)

μαύρο κεράσι

noun (fruit of North American tree) (καρπός)

μαύρη κερασιά

noun (wood of North American tree) (ξύλο)

σκέτος καφές

noun (coffee: no milk)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Black coffee is a traditional hangover remedy.

μαύρη κωμωδία

noun (humor)

Μαύρος Θάνατος

noun (plague epidemic: 14th century)

The Black Death spread across Europe in the mid-14th century.

μελαγχολία

noun (figurative (depression)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μαυρισμένο μάτι

noun (bruising around the eye) (από μπουνιά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He had a black eye after the fight.

κακή φήμη

noun (figurative (bad reputation) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The company suffered a black eye when the police charged its chairman with fraud.

Μέλανας Δρυμός

noun (Germany: wooded area)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Black Friday, Μπλακ Φράιντεϊ

noun (US (day after US Thanksgiving)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μαύρος χρυσός

(figurative (oil) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κακός

noun (US, informal (bad guy)

χάκερ

noun (slang (computing: hacker)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

είμαι ο κακός

verbal expression (US, informal, figurative (be the bad guy)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

black hat hacker, black-hat hacker

noun (figurative, slang (computing) (κατηγορία χάκερ)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
A black hat hacker visited me last week.

ελικόπτερο Black Hawk

noun (military helicopter) (τύπος ελικοπτέρου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Μήνας Μαύρης Ιστορίας

noun (US (observance in February)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαύρη τρύπα

noun (space: area with strong gravity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A black hole has strong gravitational pull.

μαύρη τρύπα

noun (figurative (void) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μπλακ χιούμορ

noun (uncountable (morbid comedy)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κακή διάθεση

noun (bad mood)

λεπτό στρώμα πάγου

noun (thin ice layer on ground)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I skidded on the black ice and ran into a fence.

μαύρος λεμούριος

noun (primate) (ζώο)

μαύρο φως

noun (ultraviolet lamp) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Did you know that bodily fluids and scorpions are visible under a black light?

Black Lives Matter

noun (movement protesting anti-Black violence)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

πνευμονοκονίωση των ανθρακωρύχων

noun (colloquial (respiratory illness)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Coal miners may develop black lung disease from breathing in coal dust.

μαύρη μαγεία

noun (occult arts, witchcraft)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μαύρος

noun (dark-skinned male)

Αφρικανός

noun (male of African descent)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Σατανάς

noun (dated, rare (evil spirit)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μελανό σημείο

noun (figurative (record of failure, wrongdoing) (μεταφορικά)

The scandal was a black mark on the politician's career.

μαύρη αγορά

noun (illegal trade)

Although it's illegal, many people buy merchandise on the black market. Official economic statistics do not take into account the black market economy.
Αν και είναι παράνομο, πολλοί αγοράζουν εμπορεύματα στη μαύρη αγορά. Τα επίσημα οικονομικά στατιστικά στοιχεία δεν συμπεριλαμβάνουν την οικονομία της μαύρης αγοράς.

μαύρη ελιά

noun (fruit)

I added black olives to the pizza topping.

ξεκάθαρος

adjective (clear cut)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

adjective (viewed simplistically)

There is no gray area here, it's black or white.

πέπερι

noun (plant) (φυτό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μαύρο πιπέρι

noun (seasoning)

μαύρη πυρίτιδα

noun (chemistry: explosive powder)

λουκάνικο αίματος

noun (sausage made with blood)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μαύρη βροχή

noun (figurative (nuclear fallout) (μεταφορικά, μόνο ενικός)

Black Russian, μπλακ ράσιαν

noun (vodka and liqueur cocktail) (είδος κοκτέιλ)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I've had a glass of Black Russian.

μαύρο πρόβατο

noun (figurative (misfit, estranged family member) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My brother is the black sheep of the family.

μαύρο πρόβατο

noun (literal (sheep with black wool)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μελανή κηλίδωση

noun (plant disease)

επικίνδυνο σημείο

noun (UK (hazardous road area)

επικίνδυνη περιοχή

noun (UK (dangerous place)

μαύρος κύκνος

noun (Australian aquatic bird)

απρόοπτο

noun (figurative (surprising, unforeseen event)

μαύρο τσάι

(tea)

σμόκιν

noun (men's formal evening wear)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The men had to wear black tie for the company's Christmas dinner.

του σμόκιν

noun as adjective (of men's formal evening wear)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
James looked suave in his black tie outfit.

που απαιτεί επίσημο ένδυμα

noun as adjective (event: requiring men's formal wear)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαύρη τίγρη

noun (large wild cat with black fur)

μελάσα

noun (uncountable (molasses)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Black treacle is what you make rum out of.

μαύρη τουλίπα

noun (flower: dark-petalled perennial)

λύματα τουαλέτας

noun (waste water from toilets, etc.)

αιματουρία, αιμοσφαιρινουρία

noun (disease)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μαύρη χήρα

noun (poisonous North American spider) (αράχνη)

The black widow has a distinct red marking shaped like an hourglass on its abdomen.

μελαμψή

noun (dark-skinned female)

μαύρη

noun (female of African descent)

ασπρόμαυρη ταινία

noun (movie: without colour)

I love watching silents, those old black-and-white films with no sound.

ασπρόμαυρο φίλμ

noun (camera film: without colour)

All our early home movies were on black-and-white film.

ασπρόμαυρη φωτογραφία

noun (taking photos without colour) (διαδικασία)

He specialized in black-and-white photography.

ασπρόμαυρη τηλεόραση

noun (TV set: cannot display colors)

My parents remember the days when black-and-white television was the only type of TV available.

ασπρόμαυρη τηλεόραση

noun (uncountable (TV shows in black and white)

μαυροφορεμένος, μαυροντυμένος

adjective (wearing black clothes)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

φασολιά που παράγει μαυρομάτικα φασόλια

noun (plant: cowpea)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
We planted two rows of black-eyed peas in our garden.

μαυρομάτικο φασόλι

noun (edible legume: bean) (συνήθως πληθυντικός)

In the southern US, it is customary to eat black-eyed peas on New Year's Day for good luck.

μαυρομάλλης

adjective (with black hair)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μαύρο φραγκοστάφυλο

noun (berry)

The recipe calls for a cup of blackcurrants.
Η συνταγή περιλαμβάνει μια κούπα μαύρα φραγκοστάφυλα.

με γεύση μαύρο φραγκοστάφυλο

noun as adjective (flavored with blackcurrants)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Would you like to try some of my home-made blackcurrant jelly?
Θέλεις να δοκιμάσεις λίγη χειροποίητη μαρμελάδα με γεύση μαύρο φραγκοστάφυλο που έφτιαξα;

Black Lives Matter

noun (initialism (Black Lives Matter)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μαύρος άνθρακας

noun (form of carbon used commercially)

σακούλα σκουπιδιών

noun (bin liner, refuse sack)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I tied up the garbage bag and took it outside.

ασπρόμαυρα

adverb (without colour)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I prefer to develop my photographs in black and white.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του black στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του black

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.