Τι σημαίνει το blazing στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης blazing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του blazing στο Αγγλικά.
Η λέξη blazing στο Αγγλικά σημαίνει φλεγόμενος, καυτός, φωτιά, πυρκαγιά, λάμψη, κύμα, καίω, λάμπω, αστράφτω, βάλλω κατά ριπάς, λάμψη, σημάδι, σημάδι, σημαδεύω, μαρκάρω, ανακοινώνω, γνωστοποιώ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κορωμένη φωτιά, φωτιά, άγριος τσακωμός, άγριος καβγάς, άγριος καυγάς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης blazing
φλεγόμενοςadjective (fire: burning brightly) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) The neighborhood residents stared in horror at the blazing house fire. |
καυτόςadjective (sun: bright, hot) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) You shouldn't stay out in the blazing sun like that without sunscreen. |
φωτιά, πυρκαγιάnoun (fire) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Three fire engines were called to tackle the blaze at the factory. Τα τρία πυροσβεστικά οχήματα κλήθηκαν να χειριστούν την πυρκαγιά στο εργοστάσιο. |
λάμψηnoun (bright light) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The soldiers could see the blaze of a lantern far ahead. Οι στρατιώτες μπορούσαν να δουν τη λάμψη ενός φαναριού μπροστά μακριά. |
κύμαnoun (figurative (anger, etc.: intense burst) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Graham yelled at his son in a blaze of anger. Ο Γκράχαμ έβαλε τις φωνές στον γιο του σε μια έκρηξη θυμού. |
καίωintransitive verb (burn brightly) (με έντονη φλόγα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The campfire blazed in the darkness. Η φωτιά έκαιγε μέσα στο σκοτάδι. |
λάμπω, αστράφτωintransitive verb (shine) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The stars blazed in the winter night sky. Τα αστέρια έλαμπαν στον χειμωνιάτικο νυχτερινό ουρανό. |
βάλλω κατά ριπάςintransitive verb (gun: fire continuously) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The outlaws emerged from their hiding place with their guns blazing. |
λάμψηnoun (brightness) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A sudden blaze lit up the sky. |
σημάδιnoun (mark indicating trail) (που υποδηλώνει μονοπάτι) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The Appalachian Trail is marked with white blazes. |
σημάδιnoun (marking on animal's face) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A black horse with a white blaze on its forehead galloped across the field. |
σημαδεύω, μαρκάρωtransitive verb (mark a trail) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The hiking trail was blazed by the Boy Scouts. |
ανακοινώνω, γνωστοποιώtransitive verb (literary, dated (make known) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Robert feared Valerie would blaze his secret. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>adjective (US, figurative (rapid) The racehorse's pace was blazing fast. |
κορωμένη φωτιάnoun (fire: intense) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) They sat outside the tent, swapping stories and toasting marshmallows over the blazing fire. |
φωτιάnoun (inside a home) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) They gathered round the blazing fire for warmth. |
άγριος τσακωμός, άγριος καβγάς, άγριος καυγάςnoun (UK, informal (fierce quarrel) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του blazing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του blazing
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.