Τι σημαίνει το blue στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης blue στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του blue στο Αγγλικά.
Η λέξη blue στο Αγγλικά σημαίνει μπλε, μπλε, μελαγχολικός, ροζ, μαύρες, μπλουζ, μπλουζ, μελαγχολικός, μπλε από το κρύο, συντηρητικός, Δημοκρατικός, πουριτανικός, μπλε, το γαλάζιο τ' ουρανού, γαλάζια πεταλούδα, Βόρειος, βράβευση, αναγνώριση, βραβευμένος, αναγνωρισμένος, γίνομαι μπλε, βάφω μπλε, γαλάζιο, γαλάζιος, γαλάζια μάτια, δυσθυμία μετά τον τοκετό, συναισθηματική δυσφορία μετά τον τοκετό, μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης, έντονο γαλάζιο, μελανός, μελανιασμένος, μπλε ζώνη, μπλε ζώνη, γαλάζιο αίμα, γαλαζοαίματος, γαλαζοαίματη, ημερολόγιο, τιμοκατάλογος, μπλε γατόψαρο, μπλε τυρί, επικερδής μετοχή, έξοχος, εξαίρετος, σπουδαίος, εντυπωσιακός, μπλε καλαμπόκι, καβούρι, μπλε μάτια, γαλανά μάτια, ακατάλληλο, μαυρίλα, νευριασμένος, οργισμένος, τσατισμένος, Cyanocitta cristata, μπλου τζιν, μπλουτζιν, χυδαίο αστείο, νόμος που απαγορεύει εμπορικές δραστηριότητες την Κυριακή, μπλαβί χείλια, μπλάβα χείλια, μπλαβισμένα χείλια, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, μεγάλο χρονικό διάστημα, ταινία πορνό, δημιουργικός, ευφάνταστος, ευρηματικός, δημιουργική σκέψη, σχεδόν ωμό, γαλαζοπαπαδίτσα, θαλάσσιος, γαλάζια φάλαινα, γαλαζοαίματος, εργατικός, χειρώνακτας, γαλανομάτης, γαλαζοπράσινος, διορθώνω, γοφάρι, αναπάντεχος, γαλάζιο, μπλε του κοβαλτίου, γαλάζιο, μπλε του κοβαλτίου, γαλάζιος, μπλε του κοβαλτίου, σολωμός κοχό, κυανοβακτήρια, σκούρο μπλε, σκούρος μπλε, έχω τις μαύρες μου, είμαι στα κάτω μου, δεν έχω όρεξη, Ardea herodias, ανοιχτός μπλε, είμαι στις μαύρες μου, έχω τις μαύρες μου, λουλάκι, λουλακί, λουλακής, γαλάζιο, γαλάζιος, μπλε μαρέν, μπλε μαρέν, μπλε ελεκτρίκ, μπλε ελεκτρίκ, μια στο τόσο, μια στις τόσες, ξαφνικά, άξαφνα, ανοιχτό μπλε, ανοιχτός μπλε, γαλάζιο, γαλάζιος, μπλε περλέ, μπλε περλέ, γαλάζιο, γαλάζιος, τιρκουάζ, τιρκουάζ, μπλε ρουαγιάλ, μπλε ρουαγιάλ, γαλάζιο, γαλάζιος, μιλάω ακατάπαυστα, αφοσιωμένος, πιστός, συντηρητικός, τυρκουάζ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης blue
μπλεnoun (primary color) I really love blue, it is such a lovely colour. Μου αρέσει πολύ το μπλε, είναι τόσο ωραίο χρώμα. |
μπλεadjective (blue in color) (χρώμα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) My car isn't red, it's blue. Το αυτοκίνητό μου δεν είναι το κόκκινο, αλλά το γαλάζιο. |
μελαγχολικόςadjective (figurative (sad, melancholy) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Rainy days make me feel blue. Οι βροχερές μέρες με κάνουν να νιώθω μελαγχολική. |
ροζadjective (informal, figurative (movie, joke: pornographic) There were blue films at the stag night. Στο μπάτσελορ πάρτι προβλήθηκαν πονηρές ταινίες. |
μαύρεςplural noun (melancholy, sadness) (καθομ: είμαι σε ή έχω) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) She's got the blues since her boyfriend left. Έχει της μαύρες της από τότε που έφυγε το αγόρι της. |
μπλουζplural noun (African-American folk music) (μουσική) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) We're going out to a bar to hear some blues this weekend. Many New Orleans musicians play the blues. Αυτό το σαββατοκύριακο θα πάμε σε ένα μπαρ για να ακούσουμε λίγη μπλουζ. |
μπλουζnoun as adjective (of African-American folk music) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The band played a classic blues number. Το συγκρότημα έπαιξε ένα κλασικό μπλουζ κομμάτι. |
μελαγχολικόςadjective (figurative (mood: depressed) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The bad news put me in a blue mood. |
μπλε από το κρύοadjective (cold) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I played in the snow and my nose was blue! |
συντηρητικόςadjective (UK (conservative) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Don't ask her for money for the strikers, she's a true blue. |
Δημοκρατικόςadjective (US (Democrat) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Republicans lost again in the blue states. |
πουριτανικόςadjective (US, figurative (puritanical) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Some states still maintain puritanical old blue laws. |
μπλεadjective (discolored by cold) (από το κρύο) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) It was a freezing day and my fingers had started turning blue. |
το γαλάζιο τ' ουρανούnoun (poetic (sky) (λόγιος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The rocket lifted off and raced into the blue. |
γαλάζια πεταλούδαnoun (type of butterfly) Benny trapped a blue in his net. |
Βόρειοςnoun (US (Union soldier) (εμφύλιος ΗΠΑ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) In the US Civil War, Union soldiers were called 'Blues" or "Bluebellies" because of the colour of their uniforms. |
βράβευση, αναγνώρισηnoun (UK (sports award) (αθλητικό βραβείο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He got a Cambridge Blue for rowing. |
βραβευμένος, αναγνωρισμένοςnoun (UK (sports award recipient) (με αθλητικό βραβείο) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) He is an Oxford Blue. |
γίνομαι μπλεintransitive verb (turn blue) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) The water blued as the food colouring was added. |
βάφω μπλεtransitive verb (make blue) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The indigo dye blued the shirt. |
γαλάζιοnoun (pale blue colour) (χρώμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) She painted the nursery a gorgeous baby blue. |
γαλάζιοςadjective (pale blue in colour) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γαλάζια μάτιαplural noun (informal, figurative (blue eyes) Sinatra was famous for his baby blues. |
δυσθυμία μετά τον τοκετό, συναισθηματική δυσφορία μετά τον τοκετόplural noun (informal, UK (postnatal sadness) (σε νέες μητέρες) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδηςexpression (figurative (facing a dilemma) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έντονο γαλάζιοnoun (mid-blue colour) |
μελανός, μελανιασμένοςadjective (informal, figurative (badly bruised) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The bullies beat the unfortunate child until he was black and blue. |
μπλε ζώνηnoun (martial arts rank) |
μπλε ζώνηnoun (person with this rank) Don't threaten him; he's a blue belt in karate. Μην τον απειλείς, έχει μπλε ζώνη στο καράτε. |
γαλάζιο αίμαnoun (figurative (aristocratic or royal descent) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
γαλαζοαίματος, γαλαζοαίματηnoun (figurative (aristocratic, royal person) (μεταφορικά) Queen Elizabeth II is a blue blood. |
ημερολόγιοnoun (figurative (guide, almanac) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τιμοκατάλογοςnoun (US (price list: esp. cars) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Never buy a used car until you have checked its blue book value. |
μπλε γατόψαροnoun (river fish common in US) (είδος ψαριού) The blue catfish is commonly found in the Mississippi River. |
μπλε τυρίnoun (dairy product: veined) Fourme d'Ambert is a blue cheese from the Auvergne region of France. There are many types of blue cheese, Roquefort and Stilton being the most famous. |
επικερδής μετοχήnoun (reliably profitable stock) |
έξοχος, εξαίρετος, σπουδαίος, εντυπωσιακόςadjective (figurative (outstanding of its kind) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Many experts consider blue-chip companies to be the most stable stocks to invest in. |
μπλε καλαμπόκιnoun (cereal crop) (ποικιλία καλαμποκιού) Blue corn tortillas don't really taste much different from regular corn tortillas, but they look distinctive. |
καβούριnoun (crustacean) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μπλε μάτια, γαλανά μάτιαplural noun (eyes with blue irises) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Many Scandinavians have blond hair and blue eyes. |
ακατάλληλοnoun (adult film) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
μαυρίλαnoun (slang (depressed mood) (αργκό, μτφ: κακή διάθεση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I can't seem to shake this blue funk. |
νευριασμένος, οργισμένος, τσατισμένοςadjective (figurative, informal (exasperated) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) I've told my daughter to pick up her clothes until I'm blue in the face. |
Cyanocitta cristatanoun (North American bird) (επίσημο: είδος κίσσας) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The blue jay at my feeder frightens off all the smaller birds, but he's certainly pretty. |
μπλου τζιν, μπλουτζινplural noun (denim trousers) I don't wear dress clothes any more since I retired; I'm living in blue jeans. |
χυδαίο αστείοnoun (informal, figurative (obscene joke) |
νόμος που απαγορεύει εμπορικές δραστηριότητες την Κυριακήplural noun (US, figurative (Sunday trading restrictions) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Because of the blue laws, the many malls in the town are closed on Sundays. |
μπλαβί χείλια, μπλάβα χείλια, μπλαβισμένα χείλιαplural noun (mouth tinged blue) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Blue lips can indicate anemia or cardiovascular problems. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (flower) |
μεγάλο χρονικό διάστημαnoun (figurative (long period) Why, it's a blue moon since I saw you last. |
ταινία πορνόnoun (figurative, informal (pornographic film) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δημιουργικός, ευφάνταστος, ευρηματικόςnoun as adjective (figurative (approach: creative) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δημιουργική σκέψηnoun (figurative (creative thought) |
σχεδόν ωμόnoun (figurative (beef: almost raw) (βαθμός ψησίματος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γαλαζοπαπαδίτσαnoun (bird) (είδος πουλιού) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A pair of blue tits come to my bird table for food every day. |
θαλάσσιοςadjective (seagoing) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I only sail on inland rivers and lakes, never on blue waters. |
γαλάζια φάλαιναnoun (large sea mammal) |
γαλαζοαίματοςadjective (figurative (aristocratic, royal) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Prince Charles is certainly blue-blooded. |
εργατικόςadjective (working class, labouring) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) My dad comes from a blue-collar family. |
χειρώνακταςnoun (manual labourer) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Western Pennsylvania has many blue-collar workers such as steel workers and coal miners. |
γαλανομάτηςadjective (having blue eyes) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γαλαζοπράσινοςadjective (turquoise in color) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) It's so relaxing to watch the blue-green sea lapping at the shore. Είναι πολύ χαλαρωτικό να βλέπεις τη γαλαζοπράσινη θάλασσα να γλείφει την ακτή. |
διορθώνωtransitive verb (figurative (edit, censor) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
γοφάριnoun (variety of marine fish) (ψάρι) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αναπάντεχοςnoun (figurative ([sth] unexpected) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) The accusation of theft was a bolt from the blue. |
γαλάζιο, μπλε του κοβαλτίουnoun (artist's pigment) (ζωγραφική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γαλάζιο, μπλε του κοβαλτίουnoun (bright blue color) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γαλάζιος, μπλε του κοβαλτίουadjective (bright blue) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σολωμός κοχόnoun (fish: variety of salmon) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
κυανοβακτήριαplural noun (photosynthetic bacteria) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
σκούρο μπλεnoun (navy, deep blue) People wearing dark blue are hard to see at night. |
σκούρος μπλεadjective (navy, deep blue) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) People wearing dark blue clothing are hard to see at night. |
έχω τις μαύρες μου, είμαι στα κάτω μου, δεν έχω όρεξη(informal, figurative (be sad) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He has been feeling blue ever since Mary dumped him. |
Ardea herodiasnoun (bird: large heron) (επίσημο: είδος ερωδιού) (ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ανοιχτός μπλεadjective (very light blue) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
είμαι στις μαύρες μου, έχω τις μαύρες μουadjective (US, slang (depressed) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) John was in a blue funk after seeing his poor grades on the report card. |
λουλάκιnoun (artist's dark blue pigment) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λουλακίnoun (dark-blue colour) (χρώμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λουλακήςadjective (dark blue in colour) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γαλάζιοnoun (pale blue color) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Do you have this shirt in light blue? Έχετε αυτό το πουκάμισο σε ανοιχτό μπλε; |
γαλάζιοςadjective (pale blue in colour) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μπλε μαρένnoun (dark-blue colour) Navy blue is a darker blue than cobalt blue. My favorite color is navy blue. Το μπλε μαρέν είναι ένα μπλε πιο σκούρο από το μπλε του κοβαλτίου. Το αγαπημένο μου χρώμα είναι το μπλε μαρέν. |
μπλε μαρένadjective (dark blue in colour) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) My school uniform is navy blue. Η σχολική στολή μου είναι μπλε μαρέν. |
μπλε ελεκτρίκnoun (bright electric or fluorescent blue) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μπλε ελεκτρίκadjective (bright electric or fluorescent blue in colour) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
μια στο τόσο, μια στις τόσεςadverb (figurative (very rarely) (καθομ: πολύ σπάνια) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He only calls once in a blue moon. |
ξαφνικά, άξαφναadverb (figurative (unexpectedly) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) My cousins turned up out of the blue on Christmas Day. Τα ξαδέρφια μου εμφανίστηκαν ξαφνικά την ημέρα των Χριστουγέννων. |
ανοιχτό μπλεnoun (light blue) |
ανοιχτός μπλεadjective (light blue) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
γαλάζιοnoun (pale blue colour) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Do you have this in pastel blue? |
γαλάζιοςadjective (pale blue in colour) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) She had to send her pastel-blue jumper to the dry cleaners when she got ketchup on it. |
μπλε περλέnoun (shimmery blue colour) (χρώμα) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Pearl blue is a popular colour for cars. |
μπλε περλέadjective (shimmery blue in colour) |
γαλάζιοnoun (pale blue colour) (χρώμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The sky's such a pretty powder blue on sunny days. |
γαλάζιοςadjective (pale blue in colour) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τιρκουάζnoun (turquoise colour) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
τιρκουάζadjective (turquoise in colour) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The mother of the bride usually wears a robin's-egg-blue dress. |
μπλε ρουαγιάλnoun (bright blue colour) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Chelsea Football Club play in royal blue. |
μπλε ρουαγιάλadjective (bright blue in colour) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
γαλάζιοnoun (bright blue colour) (χρώμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γαλάζιοςadjective (bright blue in colour) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μιλάω ακατάπαυσταverbal expression (figurative, informal (speak rapidly and incessantly) |
αφοσιωμένος, πιστόςadjective (figurative (loyal, faithful) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A true-blue fan remains loyal even when his team loses. Ένας αφοσιωμένος οπαδός παραμένει πιστός ακόμη και όταν χάνει η ομάδα του. |
συντηρητικόςadjective (UK, figurative, informal (politics: Conservative) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τυρκουάζnoun (bluish-green colour) (χρώμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The ocean was a beautiful turquoise blue in the mornings. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του blue στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του blue
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.