Τι σημαίνει το murder στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης murder στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του murder στο Αγγλικά.
Η λέξη murder στο Αγγλικά σημαίνει φόνος, φόνος, φόνος, δολοφονώ, σκοτώνω, σκότωμα, σμήνος, απόπειρα φόνου, δολοφονώ, φονεύω, φόνος που εκτελείται στο πλαίσιο άλλης κακουργηματικής πράξης, τη βγάζω καθαρή, μαζική δολοφονία, υπόθεση φόνου, υπόθεση φόνου, αστυνομικό μυθιστόρημα, φονικό όπλο, ανθρωποθυσία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης murder
φόνοςnoun (act: deliberate killing) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The premeditated murder of a shopkeeper by her husband shocked the community. Ο προμελετημένος φόνος μιας εμπόρου από τον σύζυγό της συγκλόνισε την κοινωνία. |
φόνοςnoun (crime: deliberate killing) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) He was convicted of second-degree murder. Καταδικάστηκε για φόνο (or: δολοφονία) δευτέρου βαθμού. |
φόνοςnoun (massacre) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) A murder was committed in this house several decades ago. Σ' αυτό το σπίτι έγινε ένα φονικό πριν από αρκετές δεκαετίες. |
δολοφονώ, σκοτώνωtransitive verb (kill: a person) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He murdered his wife. Καθάρισε τη γυναίκα του. |
σκότωμαnoun (figurative, uncountable, slang ([sth] very difficult) (αργκό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I hated doing it. It was murder! Τη σιχάθηκα αυτή τη δουλειά. Ήταν θάνατος (or: μαρτύριο)! |
σμήνοςnoun (flock of crows) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A murder of crows alighted in the treetops, cackling loudly among themselves. |
απόπειρα φόνουnoun (law: unsuccessful planned killing) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) A 47-year-old man from Barnsley has been charged with attempted murder. |
δολοφονώ, φονεύω(kill [sb] deliberately) (σκοτώνω κάποιον από πρόθεση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The court found Anderson guilty of committing murder. |
φόνος που εκτελείται στο πλαίσιο άλλης κακουργηματικής πράξης(law) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
τη βγάζω καθαρήverbal expression (figurative, informal (never be punished) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Somehow Joe always seems to get away with murder. |
μαζική δολοφονίαnoun (killing of many people) Nothing justifies the mass murder of civilians. |
υπόθεση φόνουnoun (murder incident) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
υπόθεση φόνουnoun (police, court case) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αστυνομικό μυθιστόρημαnoun (detective story, thriller) (βιβλίο) The British author Agatha Christie is best-known for her murder mysteries. |
φονικό όπλοnoun (item used in homicide) The police say that they have found the murder weapon. |
ανθρωποθυσίαnoun (religion: human sacrifice) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The Aztecs frequently staged ritual murders to appease their gods. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του murder στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του murder
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.