Τι σημαίνει το boca στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης boca στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του boca στο πορτογαλικά.

Η λέξη boca στο πορτογαλικά σημαίνει στόμα, στόμιο, στόμιο, μπούκα, στόμιο κάννης, στόμα, ρύγχος, στόμα, μάπα, μούρη, μουτσούνα, μάτι, πλάτος, στόμα, στόμα, στόμα, στόμα, μούτρα, μούτρα, κοροϊδία, σκυλάκι, δε βγάζω μιλιά, δε λέω κουβέντα, υβριστής, στοματοδιαστολέας, έχω στο στόμα μου τη γεύση από κτ, καμπάνα, άγραφος, λαχταριστός, λακωνικός, λιγομίλητος, ολιγόλογος, ακριβομίλητος, αισχρολόγος, βωμολόχος, χυδαιολόγος, γνωστός, μπουκιά και συχώριο, αμίλητος, καμπάνα, με ανοιχτό στόμα, που έχει ανοιχτό στόμα, από στόμα σε στόμα, που συζητιέται πολύ, που είναι στη δημοσιότητα, Σκάσε!, βγάλε το σκασμό, Βγάλε το σκασμό!, Βγάλε το σκασμό!, στόμα να ταΐσω, ουρανίσκος, εστία, καυγάς, μικρή περιοχή, βλάσφημος, υβριστής, -, -, γαλλικό κλειδί, εξαρτώμενος, προστατευόμενος, αναπνοή από το στόμα, το φιλί της ζωής, exit poll, δωρεάν φαγητό και ποτό, έντονη διαφωνία, εξαγωνικό κλειδί, κπ που αναπνέει από το στόμα, φυσαρμόνικα, το φιλί της ζωής, τεχνητή αναπνοή, boot-cut, bootcut, τζιν καμπάνα, παντελόνι τζιν καμπάνα, παντελόνι καμπάνα, ορθώνω το ανάστημά μου, αφρίζω, αρθρώνω λέξη, μιλώ με το στόμα γεμάτο, εκπλήσσω, κάνω ησυχία, μιλάω πιο σιγά, μιλώ, λέω την άποψη μου, το βουλώνω, λέω ανοιχτά την άποψή μου, ταΐζω κπ με το κουτάλι, πιάνω στα πράσα, που τσακώνεται, που καυγαδίζει, που καβγαδίζει, καμπάνα, που βρίζει, από στόµα σε στόµα, το σφυρίζω, αφρίζω, βγάζω τον σκασμό, το βουλώνω, βγάζω τον σκασμό, λέω ανοιχτά την άποψή μου για κτ, ταΐζω κπ κτ με το κουτάλι, ζητώ από κπ να το βουλώσει, ζητώ από κπ να βγάλει τον σκασμό, καμπάνα, δεν βγάζω λέξη για κτ, ταΐζω κτ με το κουτάλι σε κπ, κουκουλώνω, κάνε ησυχία, ησυχία, σκάσε. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης boca

στόμα

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ele abriu a boca para o dentista.
Άνοιξε το στόμα του για τον οδοντίατρο. Η γάτα άνοιξε το στόμα της και χασμουρήθηκε.

στόμιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A boca da lata de gasolina foi desenhada de forma que ela não respingasse.
Το στόμιο του δοχείου της βενζίνης είχε τέτοιο σχήμα που να μη στάζει.

στόμιο

substantivo feminino (abertura natural)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A entrada da caverna era pequena, mas a parte interna era grande.
Το στόμιο της σπηλιάς ήταν μικρό, αλλά το εσωτερικό της ήταν τεράστιο.

μπούκα

substantivo feminino (αργκό: στόμα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του, λέει ανοησίες.

στόμιο κάννης

substantivo feminino (em arma)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στόμα

substantivo feminino (gíria: boca)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ρύγχος

substantivo feminino (semelhante a um bico)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
As tartarugas-mordedoras têm uma boca pontuda.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η χελώνα δάγκωνε την τροφή με το ρύγχος της.

στόμα

substantivo feminino (INGL, gíria)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μάπα, μούρη, μουτσούνα

(αργκό, μειωτικό: πρόσωπο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μάτι

(queimador de fogão) (μεταφορικά: κουζίνας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ponha a panela na boca do fogão e aqueça gentilmente por cinco minutos.

πλάτος

substantivo feminino (náutica, largura de embarcação) (πλοίου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Um barco de boca larga tem boa estabilidade.

στόμα

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A boca dos gafanhotos se abriu lateralmente.

στόμα

substantivo feminino (literário) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A boca da profundeza se abriu e engoliu o navio durante a tempestade.

στόμα

(boca de animal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στόμα

(zoologia: boca)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μούτρα

(informal) (ανεπίσημο)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Meu cachorro começa a lamber os beiços sempre que eu abro a geladeira.
Το σκυλί μου αρχίζει να γλύφει τη μουσούδα του όποτε ανοίγω το ψυγείο.

μούτρα

(ανεπίσημο)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Toda vez que Sammy come um sanduíche de manteiga de amendoim, ele lambe os beiços.

κοροϊδία

(BRA)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O jogador foi tirado de campo com os insultos da torcida ressoando em seus ouvidos.
Ο παίκτης απεβλήθη από το γήπεδο, με την αποδοκιμασία του κοινού να ηχεί στα αυτιά του.

σκυλάκι

substantivo feminino (φυτό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δε βγάζω μιλιά, δε λέω κουβέντα

(έκφραση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υβριστής

substantivo masculino e feminino (BRA, gíria: quem fala ofensas)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

στοματοδιαστολέας

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O dentista usava um abre-boca para manter a boca do paciente aberta enquanto ele trabalhava.
Ο οδοντίατρος χρησιμοποίησε έναν στοματοδιαστολέα για να κρατήσει το στόμα του ασθενούς ανοικτό όσο δούλευε.

έχω στο στόμα μου τη γεύση από κτ

(informal, má digestão)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καμπάνα

(calças largas no tornozelo)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Η Μπρέντα φοράει μωβ μπλούζα και παντελόνι καμπάνα.

άγραφος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λαχταριστός

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λακωνικός, λιγομίλητος, ολιγόλογος, ακριβομίλητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αισχρολόγος, βωμολόχος, χυδαιολόγος

locução adjetiva (figurado: que usa linguagem vulgar) (αυτός που μιλάει χυδαία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γνωστός

expressão (conhecido publicamente)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μπουκιά και συχώριο

expressão (informal, figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αμίλητος

substantivo feminino (figurado: negar-se a falar)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καμπάνα

adjetivo (tipo de calça) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

με ανοιχτό στόμα, που έχει ανοιχτό στόμα

locução adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

από στόμα σε στόμα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

που συζητιέται πολύ, που είναι στη δημοσιότητα

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Το νέο σκάνδαλο συζητιέται πολύ αυτές τις μέρες.

Σκάσε!

interjeição (ofensivo) (καθομιλουμένη, αγενές)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cala a boca! O que está dizendo não faz sentido. Cala a boca! Você não tem nada a dizer sobre este assunto.
Σκάσε! Αυτά που λες δεν βγάζουν νόημα.

βγάλε το σκασμό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Βγάλε το σκασμό!

(αρκό, προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Βγάλε το σκασμό!

interjeição (ofensivo) (αργκό, προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στόμα να ταΐσω

expressão (figurado, dependentes) (μεταφορικά)

ουρανίσκος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εστία

(POR)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ξέχασε την εστία της κουζίνας αναμμένη και έτσι ξεκίνησε η φωτιά που κατέκαψε όλο το διαμέρισμα.

καυγάς

(informal)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μικρή περιοχή

(ποδόσφαιρο, χόκεϋ κλπ.)

βλάσφημος, υβριστής

(figurado, informal: que fala palavrões)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

-

(figurado, informal) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Βρίσκει συνέχεια τον μπελά του επειδή δεν μπορεί να κρατήσει το στόμα του κλειστό.

-

expressão (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ele esperou que o boca a boa fosse atrair clientes para a sua empresa de paisagismo.
Ήλπιζε ότι η φήμη του θα εξαπλωνόταν από στόμα σε στόμα για να προσελκύσει πελάτες για την εταιρεία του που αναλαμβάνει διαμορφώσεις εξωτερικών χώρων.

γαλλικό κλειδί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ο υδραυλικός έλυσε τον σωλήνα με ένα γαλλικό κλειδί.

εξαρτώμενος, προστατευόμενος

(dependente)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αναπνοή από το στόμα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

το φιλί της ζωής

(ressuscitação cardiopulmonar) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

exit poll

(ξενικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Τα exit poll δείχνουν αυτές οι εκλογές θα είναι είναι πολύ αμφίρροπες.

δωρεάν φαγητό και ποτό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έντονη διαφωνία

(debate acalorado, bate-boca)

εξαγωνικό κλειδί

(chave inglesa com ponta hexagonal)

κπ που αναπνέει από το στόμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φυσαρμόνικα

(instrumento musical)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

το φιλί της ζωής

substantivo masculino (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τεχνητή αναπνοή

substantivo feminino (informal: respiração artificial)

boot-cut, bootcut

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

τζιν καμπάνα, παντελόνι τζιν καμπάνα

(φαρδιά μπατζάκια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παντελόνι καμπάνα

(vestuário)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ορθώνω το ανάστημά μου

expressão (figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αφρίζω

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αρθρώνω λέξη

(ter a chance de falar) (μεταφορικά)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Ela estava falando demais que nem pude dar uma palavra!
Μιλούσε τόσο πολύ που δε μπορούσα να αρθρώσω λέξη.

μιλώ με το στόμα γεμάτο

expressão verbal (falar enquanto come)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκπλήσσω

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω ησυχία, μιλάω πιο σιγά

(informal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μιλώ, λέω την άποψη μου

expressão verbal (informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se você achou que ele estava errado, você devia ter aberto a boca e dito!

το βουλώνω

expressão verbal (informal) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λέω ανοιχτά την άποψή μου

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ταΐζω κπ με το κουτάλι

(απόλυτη ακρίβεια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πιάνω στα πράσα

(descobrir alguém cometendo crime) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που τσακώνεται, που καυγαδίζει, που καβγαδίζει

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καμπάνα

(vestuário) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

που βρίζει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

από στόµα σε στόµα

locução adjetiva (comunicação informal e oral)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A publicidade boca a boca nem sempre é confiável.
Η διαφήμιση από στόμα σε στόμα δεν είναι πάντα αξιόπιστη.

το σφυρίζω

expressão (figurado, informal) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αφρίζω

locução verbal (figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βγάζω τον σκασμό, το βουλώνω

(ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Queria que às vezes ele parasse de falar e prestasse atenção.
Εύχομαι να το βούλωνε και να άκουγε καμιά φορά.

βγάζω τον σκασμό

expressão verbal (informal) (αργκό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λέω ανοιχτά την άποψή μου για κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ταΐζω κπ κτ με το κουτάλι

(απόλυτη ακρίβεια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ζητώ από κπ να το βουλώσει, ζητώ από κπ να βγάλει τον σκασμό

expressão verbal (informal) (αργκό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καμπάνα

substantivo feminino (calça de boca larga) (μεταφορικά: ρούχο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Kate comprou uma calça boca-de-sino na promoção.
Η Κέιτ αγόρασε ένα παντελόνι καμπάνα στις εκπτώσεις.

δεν βγάζω λέξη για κτ

locução verbal (figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
É melhor você fechar a boca a respeito dos biscoitos que sumiram.
Καλύτερα να μην βγάλεις λέξη για τα μπισκότα που λείπουν.

ταΐζω κτ με το κουτάλι σε κπ

(απόλυτη ακρίβεια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κουκουλώνω

expressão (informal) (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνε ησυχία

interjeição (gíria: parar de falar)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Βούλωσέ το και δες την ταινία!

ησυχία

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Fiquem quietos! As pessoas estão fazendo um teste.
Ησυχία! Κάποιοι γράφουν εξετάσεις.

σκάσε

interjeição (αργκό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Cala a boca! Eu estou cansado de você reclamando sempre.
Σκάσε επιτέλους! Βαρέθηκα τη γκρίνια σου.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του boca στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του boca

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.