Τι σημαίνει το calma στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης calma στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του calma στο ισπανικά.
Η λέξη calma στο ισπανικά σημαίνει γαλήνη, ηρεμία, νηνεμία, γαλήνη, ηρεμία, αίθριος, γαλήνιος, ακινησία, διακοπή, παύση, ηρεμία, ησυχία, γαλήνη, ηρεμία, ησυχία, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ησυχία, γαλήνη, ηρεμία, ηρεμία, ηρεμία, γαλήνη, αυτοκυριαρχία, ανακούφιση, ησυχία, ηρεμία, ηρεμία, ησυχία, γαλήνη, αυτοέλεγχος, ηρεμία, πτώση, φλέγμα, ήρεμος, ήσυχος, ηρεμώ, γαληνεύω, ησυχάζω, καθησυχάζω, ηρεμώ, ησυχάζω, εκτονώνω, καλμάρω, μετριάζω, μειώνω, ελαττώνω, ηρεμώ, ησυχάζω, ηρεμώ, καθησυχάζω, σβήνω, μετριάζω, κατευνάζω, εξευμενίζω, κατευνάζω, μετριάζω, αμβλύνω, ικανοποιώ, καταπραΰνω, μετριάζω, κόβω, ηρεμώ, μαλακώνω, ηρεμώ, κατευνάζω, ανακουφίζω, ψύχραιμος, ήρεμος, ήπιος, υπομονετικός, γαλήνιος, ήρεμος, ήσυχος, γαλήνιος, ήρεμος, ήρεμος, ατάραχος, γαλήνιος, ήρεμος, ήρεμος, μουντός, ήρεμος, ήσυχος, γαλήνιος, συγκρατούμαι, δεν σε πιέζω, γαλήνη πριν την καταιγίδα, ψυχραιμία, νηνεμία,μπουνάτσα, μένω ήρεμος, μένω ψύχραιμος, παίρνω κτ με το μαλακό, διατηρώ την τάξη, ελαφρύνω, πλήρης ακινησία, μένω ψύχραιμος, μένω ήρεμος, προσαρμόζομαι σταδιακά, προσαρμόζομαι μαλακά, ήρεμα, μένω ψύχραιμος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης calma
γαλήνη, ηρεμία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La biblioteca es un refugio de paz dentro de la ciudad. |
νηνεμία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El velero no se movía por la tranquilidad del viento. |
γαλήνη, ηρεμία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La familia buscó un centro vacacional donde la calma fuera el principal atractivo. |
αίθριος, γαλήνιοςnombre femenino (καιρός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ακινησία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) No te dejes engañar por la calma del perro, si lo tocas, ¡te puede morder! |
διακοπή, παύση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hubo calma en la tormenta alrededor del mediodía, pero después volvió a empezar. Υπήρξε μια παύση στην καταιγίδα γύρω στο μεσημέρι, αλλά μετά ξανάρχισε. |
ηρεμία, ησυχία, γαλήνη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El terremoto interrumpió la calma de la aldea de montaña. Ο σεισμός κατέστρεψε την ηρεμία (or: γαλήνη) του ορεινού χωριού. |
ηρεμία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ησυχία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A mamá le gusta la calma de una casa vacía. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>
|
ησυχία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) En la calma (or: quietud) de la noche él la tomó entre sus brazos. |
γαλήνη, ηρεμία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La calma de la mañana era hermosa. |
ηρεμία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ηρεμία, γαλήνη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nos relajamos en el porche disfrutando de la quietud de la noche veraniega. |
αυτοκυριαρχία(razón y justicia) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La ecuanimidad de Maya durante la crisis fue muy reconfortante para todos los involucrados. |
ανακούφιση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ha estado lloviendo sin descanso durante semanas. |
ησυχία, ηρεμία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ηρεμία, ησυχία, γαλήνη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αυτοέλεγχος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ηρεμία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πτώση(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El apaciguamiento del viento después de la tormento volvió agradable la tarde. |
φλέγμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ήρεμος, ήσυχος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Irene siempre permanece tranquila cuando está bajo presión. |
ηρεμώ, γαληνεύω, ησυχάζω, καθησυχάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Daba palmaditas al caballo para calmarlo. Ακούμπησε χαϊδευτικά το αγριεμένο άλογο για να το καλμάρει. |
ηρεμώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ησυχάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εκτονώνω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La mujer dijo «no hay necesidad de alterarse» en un intento por calmar la situación. |
καλμάρω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μετριάζω, μειώνω, ελαττώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No pude dar ninguna excusa que calmara el enojo del director. |
ηρεμώ, ησυχάζω(algo, a alguien) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella calmó a los inquietos niños con una mirada tranquilizadora. |
ηρεμώ, καθησυχάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El entrenador calmó al caballo. |
σβήνω(μεταφορικά: τη δίψα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El agua sacia la sed mejor que el jugo. Το νερό σβήνει τη δίψα καλύτερα από τους χυμούς. |
μετριάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Está demostrado que la aspirina alivia los dolores leves de cabeza de la mayoría de las personas. Η ασπιρίνη αποδεδειγμένα μετριάζει τον ελαφρύ πονοκέφαλο στους περισσότερους ανθρώπους. |
κατευνάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Qué podemos decirle para aliviar su miedo a la operación? |
εξευμενίζω, κατευνάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Justin intentó aplacar al bebé dándole más y más dulces. |
μετριάζω, αμβλύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La seguridad de Patricia tranquilizó las preocupaciones de Marcos. Η διαβεβαίωση της Πατρίσια μετρίασε την ανησυχία του Μάρκους. |
ικανοποιώ(deseo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nancy bebió agua hasta satisfacer su sed. Η Νάνσι ήπιε νερό μέχρι να ικανοποιήσει τη δίψα της. |
καταπραΰνω, μετριάζω(dolor) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La pomada alivió la sensación quemante que Jim tenía en su herida de la pierna. Η αλοιφή μετρίασε το αίσθημα καύσου στην πληγή στο πόδι του Τζιμ. |
κόβω(μτφ, πείνα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Samantha masticó unos duraznos frescos para apaciguar su hambre. |
ηρεμώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El antiácido le asentó el estómago. |
μαλακώνω(μτφ: ηρεμώ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tranquilizó su ánimo con palabras amables. |
ηρεμώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le dio la mamadera al bebé para calmarlo. Έδωσε στο μωρό ένα μπουκάλι για να το ηρεμήσει. |
κατευνάζω, ανακουφίζω(κάποιον ή κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Maggie lo hizo lo mejor que pudo para tranquilar al bebé que lloraba. Η Μάγκυ έκανε ό,τι μπορούσε για να καθησυχάσει το παιδί που έκλαιγε. |
ψύχραιμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Incluso bajo presión, ella siempre tiene una respuesta calma. Ακόμα και υπό πίεση κατορθώνει πάντα να παραμένει ψύχραιμη. |
ήρεμος, ήπιοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mi padre era un hombre calmo que nunca levantaba la voz. |
υπομονετικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γαλήνιος, ήρεμοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El lago parecía muy calmo así que sacamos el bote. Τα νερά της λίμνης ήταν γαλήνια, οπότε είπαμε να πάμε μια βόλτα με τη βάρκα. |
ήσυχος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El bosque estaba completamente calmo y no se escuchaba ningún sonido. Το δάσος ήταν τελείως ήσυχο, δεν ακουγόταν όυτε ένα ήχος. |
γαλήνιος, ήρεμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) En medio de la turbulencia, mi hermano se mantuvo sereno. Μέσα σε όλη την αναστάτωση, ο αδερφός μου παρέμεινε γαλήνιος (or: ήρεμος). |
ήρεμος, ατάραχος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El océano estaba plácido por lo que sería un buen día para salir en el barco. |
γαλήνιος, ήρεμος(νερό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Llevamos el bote a las serenas aguas del lago. Βγάλαμε τη βάρκα στα ήρεμα νερά της λίμνης. |
ήρεμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μουντός(literalmente) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Era un soporífero día de primavera. |
ήρεμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ήσυχος, γαλήνιος(agua) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El mar lucía calmado y sereno ese día. |
συγκρατούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Incluso si ella quiere empezar una pelea, debes controlarte y evitar responderle. |
δεν σε πιέζωlocución interjectiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γαλήνη πριν την καταιγίδαexpresión (fig) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mari está demasiado tranquila, me temo que esto es la calma que precede a la tormenta. |
ψυχραιμίαexpresión (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Si te grita debes mantener la calma y no rebajarte a su altura. |
νηνεμία,μπουνάτσαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μένω ήρεμος, μένω ψύχραιμοςlocución verbal (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Tienes que mantener la calma aunque te provoquen. |
παίρνω κτ με το μαλακόlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διατηρώ την τάξηlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ελαφρύνω(AR, coloquial) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Debería tomárselo con soda y no preocuparse tanto por el trabajo. |
πλήρης ακινησίαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Al caer la noche todos se recogían temerosos en sus casas y las calles quedaban sumidas en una calma sepulcral. |
μένω ψύχραιμος, μένω ήρεμοςlocución verbal (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Mantén la calma y haz como si no supieras nada. |
προσαρμόζομαι σταδιακά, προσαρμόζομαι μαλακά(figurado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ήρεμαlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Esta noche me la estoy tomando con calma porque tengo que manejar de vuelta a casa. Θα το πάρω χαλαρά σήμερα γιατί πρέπει να οδηγήσω ως το σπίτι. |
μένω ψύχραιμοςlocución verbal |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του calma στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του calma
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.