Τι σημαίνει το capital στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης capital στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του capital στο Αγγλικά.
Η λέξη capital στο Αγγλικά σημαίνει πρωτεύουσα, κέντρο, κεφάλαιο, κεφαλαίο, κεφαλαία, κορυφαίος, εξαιρετικός, τέλειος, υπέροχος, κιονόκρανο, εγκεκριμένο μετοχικό κεφάλαιο, κεφαλαία, λογαριασμός κεφαλαίου, ισοζύγιο κεφαλαίων, πρωτεύουσα, αδίκημα που τιμωρείται με θάνατο, θανάσιμο αμάρτημα, δαπάνες κεφαλαίου, κεφαλαιακό κέρδος, φόρος υπεραξίας, κεφαλαιουχικά αγαθά, κρατική επιχορήγηση, επένδυση κεφαλαίου, κεφαλαίο γράμμα, κεφαλαιαγορά, θανατική ποινή, μετοχικό κεφάλαιο, κεφάλαιο, εντάσεως κεφαλαίου, φόρος υπεραξίας, ίδια κεφάλαια, ανθρώπινο κεφάλαιο, κάνω αύξηση κεφαλαίου, κεφάλαιο, αρχικό κεφάλαιο, κοινωνικό κεφάλαιο, πάγιο κοινωνικό κεφάλαιο, διαθέσιμα ανταλλακτικά, κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου, κεφάλαιο κίνησης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης capital
πρωτεύουσαnoun (city) (πόλη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Madrid is the capital of Spain. Η Μαδρίτη είναι η πρωτεύουσα της Ισπανίας. |
κέντροnoun (figurative (centre) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) New York is the financial capital of the world. Η Νέα Υόρκη είναι το οικονομικό κέντρο του κόσμου. |
κεφάλαιοnoun (money) (χρήματα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The bank lent him the capital to expand his business. Η τράπεζα του δάνεισε το κεφάλαιο για να επεκτείνει την επιχείρησή του. |
κεφαλαίοnoun (upper-case letter) (γράμμα) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) All sentences start with a capital. Όλες οι προτάσεις αρχίζουν με κεφαλαίο. |
κεφαλαίαplural noun (capital letters) Please write your name in capitals. Παρακαλώ όπως γράψετε το όνομά σας με κεφαλαία γράμματα. |
κορυφαίοςadjective (rare (leading) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The Royal Shakespeare Company is one of the capital theatre groups of England. |
εξαιρετικός, τέλειος, υπέροχοςadjective (dated, humorous (excellent) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) That's a capital idea! |
κιονόκρανοnoun (column) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Is the capital on that column Doric, Ionic or Corinthian? |
εγκεκριμένο μετοχικό κεφάλαιοnoun (finance) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κεφαλαίαplural noun (abbreviation (capital letters) The title of the book should be in caps. |
λογαριασμός κεφαλαίουnoun (type of business account) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ισοζύγιο κεφαλαίωνnoun (showing net worth of business) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πρωτεύουσαnoun (country's main town) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The capital city of England is London. Η πρωτεύουσα της Αγγλίας είναι το Λονδίνο. |
αδίκημα που τιμωρείται με θάνατοnoun (offence: carries death penalty) (κυριολεκτικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Murder is a capital crime in countries with a death penalty. |
θανάσιμο αμάρτημαnoun (figurative (offence: serious) (μεταφορικά) |
δαπάνες κεφαλαίουnoun (spending: adds to value) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κεφαλαιακό κέρδοςnoun (often plural (profit on sale of an asset) |
φόρος υπεραξίαςnoun (levy on sale of assets) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
κεφαλαιουχικά αγαθάplural noun (manufacturing: machines, tools) |
κρατική επιχορήγησηnoun (government funding) |
επένδυση κεφαλαίου(finance) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κεφαλαίο γράμμαnoun (often plural (alphabet: upper-case) Sentences must start with a capital letter and end with a full stop. |
κεφαλαιαγοράnoun (finance: capital-raising system) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
θανατική ποινήnoun (death penalty) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Some countries don't have a death penalty as they do not believe in capital punishment. |
μετοχικό κεφάλαιοnoun (company's stock) |
κεφάλαιοnoun (company: issued shares) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
εντάσεως κεφαλαίουadjective (business: requiring a lot of capital) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φόρος υπεραξίαςnoun (initialism (law: capital gains tax) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ίδια κεφάλαια(economics) |
ανθρώπινο κεφάλαιοnoun (people as assets) Human capital is important for the growth of the economy. |
κάνω αύξηση κεφαλαίου(obtain investments) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κεφάλαιοnoun (econ: money invested in a new venture) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Entrepreneurs are finding risk capital increasingly difficult to come by. |
αρχικό κεφάλαιοnoun (small sum invested in new business) Most of the seed capital for Mike's startup came from his friends and family. |
κοινωνικό κεφάλαιοnoun (value of contact with other people) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πάγιο κοινωνικό κεφάλαιοnoun (money invested in the community) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
διαθέσιμα ανταλλακτικάnoun (extra parts) |
κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνουnoun (investment in new enterprises) Many companies that set out to raise venture capital fail in their efforts. |
κεφάλαιο κίνησηςnoun (business: available assets) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The company was incorporated with a working capital of £2000. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του capital στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του capital
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.