Τι σημαίνει το centre στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης centre στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του centre στο Αγγλικά.
Η λέξη centre στο Αγγλικά σημαίνει κέντρο, κέντρο, κέντρο, κέντρο, σέντερ, γέμιση, μέσος, κεντράρω, συγκεντρώνομαι, περιστρέφομαι γύρω από κτ, κεντράρω, επικεντρώνομαι σε κπ/κτ, περιστρέφομαι γύρω από κπ/κτ, διοικητικό κέντρο, στο επίκεντρο του/της, εμπορικό κέντρο, τηλεφωνικό κέντρο, κεντρικός αμυντικός, κεντρικός αμυντικός, μέσος, σέντερ φορ, η θέση του σέντερ χαφ, σέντερ χαφ, το κέντρο της δράσης, επίκεντρο της προσοχής, επίκεντρο της προσοχής, κέντρο βάρους, κέντρο βάρους, τρυπητήρι μετάλλων, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, κεντρική γραμμή, γραμμή, γραμμή διχοτόμησης, παιδικός σταθμός, κέντρο, κέντρο κοινότητας, κέντρο ελέγχου, συνεδριακό κέντρο, κέντρο κόστους, κέντρο, παιδικός σταθμός, κέντρο φροντίδας ηλικιωμένων, το κέντρο, ακριβώς στο κέντρο, κέντρο κράτησης, κέντρο διανομής, κέντρο φροντίδας, κέντρο αλληλεγγύης, στερεοφωνικό, εκθεσιακό κέντρο, γυμναστήριο, κέντρο ειδών κηπουρικής, κατάστημα ειδών κηπουρικής, κέντρο χειρισμού, κέντρο υγείας, κατάστημα οικιακών ειδών, οικιακό σύστημα ψυχαγωγίας, στο κέντρο, στο μέσο, στο κέντρο, στο μέσο, κέντρο πληροφοριών, κέντρο πληροφόρησης, αντισυμβατικός, αριστερίζων, κέντρο αναψυχής, βιβλιοθήκη, ιατρικό κέντρο, ιατρικές εγκαταστάσεις, παιδικός σταθμός, κέντρο κέρδους, ερευνητικό κέντρο, κέντρο πληροφόρησης, κεντροδεξιός, κέντρο συντήρησης, εμπορικό κέντρο, αθλητικό κέντρο, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, τα χάνω, εμπορικό κέντρο, αστικό κέντρο, κέντρο επισκεπτών, Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου, κέντρο νεότητος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης centre
κέντροnoun (US (middle) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The boy stood in the center of the circle. Το αγόρι στεκόταν στο κέντρο του κύκλου. |
κέντροnoun (main site) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) That city is the manufacturing center of the state. Εκείνη η πόλη είναι το κέντρο παραγωγής της πολιτείας. |
κέντροnoun (town: central area) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) At the centre of the town is the Town Hall. Στο κέντρο της πόλης βρίσκεται το Δημαρχείο. |
κέντροnoun (facility) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The old ladies met at the senior center. Οι ηλικιωμένες κυρίες συναντήθηκαν στο κέντρο ηλικιωμένων. |
σέντερnoun (basketball position) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Yao Ming played center for the Houston Rockets. Ο Γιάο Μινγκ έπαιζε σέντερ για τους Χιούστον Ρόκετς. |
γέμισηnoun (US (chocolate, etc.: filling) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) These chocolates all have soft centres. Αυτά τα σοκολατάκια είναι μαλακά στο κέντρο. |
μέσοςnoun (sports position) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Dan is the best center the team has ever had. |
κεντράρωtransitive verb (move to middle) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He centered the painting on the wall. Κέντραρε τον πίνακα στον τοίχο. |
συγκεντρώνομαιtransitive verb and reflexive pronoun (make yourself calm, focused) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Meditating every morning helps me to center myself. |
περιστρέφομαι γύρω από κτphrasal verb, transitive, inseparable (be based on, concerned with) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κεντράρωphrasal verb, transitive, inseparable (focus on) (σε κάτι/κάτποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Now that the camera's shown us the whole pitch, centre in on just the coach. |
επικεντρώνομαι σε κπ/κτphrasal verb, transitive, inseparable (have as main topic) His talk centered on one key issue. |
περιστρέφομαι γύρω από κπ/κτphrasal verb, transitive, inseparable (have as main purpose) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) My grandfather's life centered on his family. |
διοικητικό κέντροnoun (county: main town) |
στο επίκεντρο του/τηςpreposition (figurative (focus of controversy, etc.) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εμπορικό κέντροnoun (town: commercial district) |
τηλεφωνικό κέντροnoun (phone-in service) If you need technical support you can contact the call center. |
κεντρικός αμυντικόςnoun (soccer player, position) (ποδόσφαιρο) |
κεντρικός αμυντικόςnoun (volleyball player, position) (βόλεϊ) |
μέσοςnoun (baseball: player in center field) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
σέντερ φορnoun (soccer position) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
η θέση του σέντερ χαφnoun (soccer position) (ποδόσφαιρο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σέντερ χαφnoun (soccer player) (ποδόσφαιρο) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
το κέντρο της δράσηςnoun (where action takes place) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The Telegraph Station in Alice Springs became the centre of activity in the area. |
επίκεντρο της προσοχήςnoun (US (focal point) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The UAE was the centre of attention as the region's biggest football tournament came to the country. |
επίκεντρο της προσοχήςnoun (US, figurative (focus of interest) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The painting was the centre of attention at the exhibition. |
κέντρο βάρουςnoun (US, formal (where weight is balanced) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The position of the centre of gravity affects the stability of an object. |
κέντρο βάρουςnoun (figurative (person: focus of activity) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The Asia-Pacific region has become the centre of gravity for the world economy. |
τρυπητήρι μετάλλωνnoun (tool for making holes in metal) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
στο επίκεντρο του ενδιαφέροντοςadverb (figurative (in a leading role) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) She found herself center stage when she was chosen to represent her school at the event. |
κεντρική γραμμήnoun (line bisecting a plane figure) (πραγματική ή νοητή) |
γραμμήnoun (line painted down the middle of a road) (του δρόμου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γραμμή διχοτόμησηςnoun (bisector between radio transmitters) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
παιδικός σταθμόςnoun (day nursery) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Many companies have an on-site child care center for their employees' children. |
κέντροnoun (town: central area) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I don't want to drive through the city center in rush hour. Δε θέλω να οδηγώ στο κέντρο σε ώρες αιχμής. |
κέντρο κοινότηταςnoun (US (local venue) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The summer program at the community center keeps the kids off the streets. |
κέντρο ελέγχουnoun (operational hub) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
συνεδριακό κέντροnoun (event space) |
κέντρο κόστουςnoun (business) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κέντροnoun (written, abbreviation (center) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
παιδικός σταθμόςnoun (children's nursery) |
κέντρο φροντίδας ηλικιωμένωνnoun (care facility for adults) (ανάλογα με την περίπτωση) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
το κέντροnoun (exact centre, precise middle) |
ακριβώς στο κέντροadverb (precisely in the middle) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κέντρο κράτησηςnoun (holding facility) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Delinquents arrested in Los Angeles are taken to a detention center before their hearings. |
κέντρο διανομήςnoun (warehouse, depot) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κέντρο φροντίδας, κέντρο αλληλεγγύηςnoun (social services) (ευπαθών ομάδων) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
στερεοφωνικόnoun (US (stereo: hifi) |
εκθεσιακό κέντροnoun (conference and sports venue) |
γυμναστήριοnoun (gym) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κέντρο ειδών κηπουρικής, κατάστημα ειδών κηπουρικήςnoun (store selling gardening supplies) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κέντρο χειρισμούnoun (place where [sth] is processed) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κέντρο υγείαςnoun (medical clinic) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κατάστημα οικιακών ειδώνnoun (US (large store) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
οικιακό σύστημα ψυχαγωγίαςnoun (TV, speaker unit) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
στο κέντρο, στο μέσοadverb (in the middle) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
στο κέντρο, στο μέσοpreposition (in the middle of) (με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κέντρο πληροφοριών, κέντρο πληροφόρησηςnoun (US (help desk, office) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αντισυμβατικόςadjective (figurative (offbeat, original) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αριστερίζωνadjective (figurative (moderately left wing) (πολιτική) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) We now have a left-of-center government, but it's still nothing like socialist. |
κέντρο αναψυχήςnoun (sports or entertainment facility) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
βιβλιοθήκηnoun (US (library in school) (σε σχολείο, σχολή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ιατρικό κέντροnoun (health clinic) You can get advice on contraception at the medical centre. |
ιατρικές εγκαταστάσειςnoun (area with health facilities) The medical center included the hospital and the outlying buildings housed the doctor's private practices. |
παιδικός σταθμόςnoun (UK (childcare facility) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Sarah's workplace has a nursery on site so she can stay close to her baby and still go to work. Η δουλειά της Σάρας έχει έναν βρεφονηπιακό σταθμό στο ίδιο κτίριο και έτσι μπορεί να είναι κοντά στο μωρό της και να πηγαίνει στη δουλειά. |
κέντρο κέρδουςnoun (part of business organization) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ερευνητικό κέντροnoun (place for scientific investigation) I've heard that more than 300 scientists work at the university's research centre. |
κέντρο πληροφόρησηςnoun (information service) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κεντροδεξιόςadjective (politics: conservative) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κέντρο συντήρησηςnoun (repair shop) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εμπορικό κέντροnoun (US (retail complex) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) They're going to build a new shopping center on that plot of land. |
αθλητικό κέντροnoun (venue for physical activity) |
στο επίκεντρο του ενδιαφέροντοςexpression (figurative (be the focus of attention) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) London took centre stage in 2012 when it hosted the Olympic Games. |
τα χάνωverbal expression (figurative (disorient) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) It threw me off center when my parents told me to pack my bags. |
εμπορικό κέντροnoun (building for commerce) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αστικό κέντροnoun (town or city area) |
κέντρο επισκεπτώνnoun (tourist information office) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίουnoun (US (New York: business district) (περιοχή Νέας Υόρκης) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κέντρο νεότητοςnoun (recreation place for young people) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του centre στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του centre
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.