Τι σημαίνει το certain στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης certain στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του certain στο Αγγλικά.
Η λέξη certain στο Αγγλικά σημαίνει βέβαιος, σίγουρος, σίγουρος, είναι σίγουρο ότι κπ θα κάνει κτ, είναι βέβαιο ότι κπ θα κάνει κτ, βέβαιος, σίγουρος, κάποιοι, ορισμένοι, μερικοί, συγκεκριμένος, κάποιος, ένας, κάποιος βαθμός, ορισμένη ποσότητα, συγκεκριμένη ποσότητα, σε συγκεκριμένη ώρα, ορισμένο ποσό, συγκεκριμένο ποσό, κάποιο ποσό, βεβαιότητα, πίστη, πεποίθηση, σίγουρα, αδιαμφισβήτητα, ξέρω με σιγουριά, βεβαιώνομαι, σιγουρεύομαι, σε κάποιο βαθμό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης certain
βέβαιος, σίγουροςadjective (indisputable) (αναμφισβήτητος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) It is certain that he deserves to be promoted. Είναι βέβαιο (or: σίγουρο) ότι του αξίζει να πάρει προαγωγή. |
σίγουροςadjective (sure, confident) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Yes, I am certain that it will rain tomorrow. Ναι, είμαι σίγουρος (or: βέβαιος) πως θα βρέξει αύριο. |
είναι σίγουρο ότι κπ θα κάνει κτ, είναι βέβαιο ότι κπ θα κάνει κτexpression (bound, sure to do) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lisa is certain to pass her exams. She's been studying so hard. |
βέβαιος, σίγουροςadjective (inevitable) (αναπόφευκτος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) They are so in love, it is certain they will marry. Είναι τόσο ερωτευμένοι, που είναι βέβαιο (or: σίγουρο) ότι θα παντρευτούν. |
κάποιοι, ορισμένοι, μερικοίadjective (some) (μόνο πληθυντικός) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Certain children became sick after eating the pizza. Κάποια παιδιά αρρώστησαν αφού έφαγαν την πίτσα. |
συγκεκριμένοςadjective (thing: specific) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Are you looking for a certain book, or just browsing? Ψάχνεις ένα συγκεκριμένο βιβλίο ή απλώς ρίχνεις μια ματιά; |
κάποιος, έναςadjective (person: named) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) A certain Bob Knightly entered the room. Κάποιος (or: Ένας) Bob Knigthly μπήκε στο δωμάτιο. |
κάποιος βαθμόςnoun (modicum, small quantity) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) You need to use a certain amount of caution when using that product. Χρειάζεται μια κάποια προσοχή κατά τη χρήση αυτού του προϊόντος. |
ορισμένη ποσότητα, συγκεκριμένη ποσότηταnoun (specified quantity) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σε συγκεκριμένη ώραadverb (at a specified hour) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You can adjust the heating so that it switches itself on at a certain time each evening. Μπορείς να ρυθμίσεις τη θέρμανση, ώστε να ανάβει μόνη της σε συγκεκριμένη ώρα κάθε απόγευμα. |
ορισμένο ποσό, συγκεκριμένο ποσόnoun (specific quantity) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) However, be aware that you may only ask for urgency loans up to a certain amount. |
κάποιο ποσόnoun (unspecified quantity) (αόριστο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) After pouring a certain amount of sugar in the bowl she started stirring the mixture. |
βεβαιότηταnoun (certainty) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The certain knowledge that their children were safe was a relief to the parents. |
πίστη, πεποίθησηnoun (faith, devoted belief) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σίγουρα, αδιαμφισβήτηταadverb (with certainty, definitely) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Is she sick for certain, or are you guessing? |
ξέρω με σιγουριάverbal expression (be sure) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Until we know for certain, I think it is best to just be patient. |
βεβαιώνομαι, σιγουρεύομαιtransitive verb (ensure) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Let's make certain we get there early. I always book in advance at the theatre to make certain of getting a good seat. |
σε κάποιο βαθμόadverb (to some degree) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I agree with you to a certain extent, but not entirely. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του certain στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του certain
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.