Τι σημαίνει το chasse στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης chasse στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του chasse στο Γαλλικά.
Η λέξη chasse στο Γαλλικά σημαίνει κυνήγι, καζανάκι, τραβάω το καζανάκι, σκοποβολή, κυνήγι, κυνήγι, λεία, κυνήγι, έντρομος, τρομαγμένος, φοβισμένος, καζανάκι, πάω για κυνήγι, πάω για κυνήγι, τρέπω σε φυγή, εκδιώκω, διώχνω, εξοβελίζω,πετώ έξω, διώχνω, τρέφομαι με κτ, εξορκίζω, ξορκίζω, στρατολογώ, απωθώ, εκδιώκω, τρομάζω, κυνηγάω, κυνηγώ, διώχνω, κυνηγάω, κυνηγώ, διώχνω, απομακρύνω, απομακρύνω, διώχνω, διώχνω, ξεφορτώνομαι, διώχνω, κρατάω κτ/κπ μακριά, κρατάω κτ/κπ μακριά μου, διασκορπίζω, διαλύω, διώχνω, απομακρύνω, διώχνω, απωθώ, διώχνω, περιοχή κυνηγιού, περιοχή για κυνήγι, τραβάω το καζανάκι, εκχιονιστικό μηχάνημα, θηροφύλακας, geocaching, εκχιονιστικό μηχάνημα, θηροφύλακας, κέρδος, με χειροκίνητο χύσιμο νερού, Όποιος βρίσκει κάτι, το κρατάει., όπλο, ανθρωποκυνηγητό, πιλότος πολεμικής αεροπορίας, βολφχάουντ, πιλότος πολεμικής αεροπορίας, προφυλακτήρας μετώπου μηχανής τρένου, κυνήγι αλεπούς με άλογα, κυνηγόσκυλο, -, κυνήγι μαγισσών, πιλότος μαχητικού αεροσκάφους, κυνήγι αλεπούς, κυνηγόσκυλο, κυνήγι, κυνηγετικό μαχαίρι, άδεια κυνηγιού, κυνηγετική περίοδος, κυνήγι, κυνηγετική περίοδος, ζώνη επιρροής, κυνήγι θησαυρού, το κυνήγι του θησαυρού, κυνήγι κρυμμένων πασχαλινών αυγών, κυνηγετική καραμπίνα, σκάφος για το κυνήγι της φώκιας, ταυτόχρονες αποτυχημένες κλήσεις μεταξύ δύο ατόμων, χρίσμα με αίμα, περίοδος κυνηγιού, περίοδος ελεύθερης κριτικής, μάταιο εγχείρημα, ανούσιο εγχείρημα, κυνηγετικό μαχαίρι, κυνηγόσκυλο, ο αγώνας να πάρω ένα χαρτί, πιλότος της πολεμικής αεροπορίας, πιλότος της πολεμικής αεροπορίας, πιλότος της πολεμικής αεροπορίας, κυνηγετικό περίπτερο, τραβάω το καζανάκι, ψάχνω βελόνα στα άχυρα, πάω για κυνήγι, σφίγγω τα λουριά, κυνηγάω, κυνηγώ, που κυνηγιέται λαθραία, που τον κυνηγάει λαθροθήρας, σφίγγω τα λουριά, ανιχνεύω,αναζητώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης chasse
κυνήγιnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ken a emmené son fils à la chasse le jour de son dixième anniversaire. Ο Κεν πήγε τον γιο του για κυνήγι στα 10α γενέθλιά του. |
καζανάκι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La chasse d'eau faisait beaucoup de bruit. Dès que quelqu'un se levait et l'utilisait en pleine nuit, cela réveillait toute la maison. Η τουαλέτα είχε πολύ θορυβώδες καζανάκι. Κάθε φορά που κάποιος σηκωνόταν και το χρησιμοποιούσε τη νύχτα ξεσήκωνε ολόκληρο το σπίτι. |
τραβάω το καζανάκι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Une bonne toilette devrait pouvoir tout nettoyer d'une chasse. Μια καλή τουαλέτα θα έπρεπε να απομακρύνει τα πάντα με ένα μόνο τράβηγμα του καζανακίου. |
σκοποβολή(sur des animaux) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Chaque automne, Paul va à la chasse au gibier. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Πωλ πάει για σκοποβολή σε ένα σκοπευτήριο κάθε σαββατοκύριακο. |
κυνήγιnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La région du Highland Perthshire offre de nombreuses opportunités pour la chasse. |
κυνήγιnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'agriculteur prend toujours ses chiens avec lui à la chasse. Ο αγρότης πάντα παίρνει τα σκυλιά του μαζί του στο κυνήγι. |
λείαnom féminin (animaux tués) (κυνήγι: αποτέλεσμα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cette saison, la chasse a fait 9832 victimes parmi les dindes. Η λεία (or: Ο απολογισμός) αυτής της κυνηγετικής περιόδου ήταν 9832 γαλοπούλες. |
κυνήγιnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ils partirent à la chasse à la dinde. |
έντρομος, τρομαγμένος, φοβισμένος(έκφραση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Son air traqué suscitait la curiosité de tous. |
καζανάκι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le réservoir de la chasse d'eau fuit : il y a de l'eau dans toute la salle de bains. |
πάω για κυνήγιverbe intransitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πάω για κυνήγιverbe intransitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Susan a toujours voulu chasser mais elle n'a jamais eu le temps avant cette année. Η Σούζαν πάντα ήθελε να ασχοληθεί με το κυνήγι αλλά δεν είχε ποτέ το χρόνο μέχρι φέτος. |
τρέπω σε φυγή, εκδιώκωverbe transitif (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Chasse ce chien avant qu'il ne mange ta viande. Πρέπει να τρέψεις σε φυγή τον σκύλο πριν να φάει το γεύμα σου. |
διώχνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξοβελίζω,πετώ έξωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'exorcisme est une cérémonie pour chasser les démons. Ο εξορκισμός είναι μια τελετή για να εξοβελίσει κανείς τους δαίμονες. |
διώχνωverbe transitif (figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a chassé son mari de la maison en le réprimandant. |
τρέφομαι με κτverbe transitif Les requins chassent les phoques. Οι καρχαρίες κυνηγούν φώκιες. |
εξορκίζω, ξορκίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Son réconfort a finalement chassé mes craintes. |
στρατολογώverbe transitif (identifier un candidat) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απωθώ, εκδιώκωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On a dû chasser les loups qui harcelaient nos moutons. Έπρεπε να απωθήσουμε τους λύκους που ακολουθούσαν τα πρόβατα. |
τρομάζωverbe transitif (κπ και τον κάνω να φύγει) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κυνηγάω, κυνηγώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) John allait dans les montagnes chaque année pour chasser les ours. Ο Τζον πήγαινε κάθε χρόνο στα βουνά για να κυνηγήσει αρκούδες. |
διώχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tante Lydia nous a chassés de la cuisine pendant qu'elle préparait le dîner. |
κυνηγάω, κυνηγώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les loups chassent leur proie en meute. Οι λύκοι κυνηγάνε το θήραμά τους σε αγέλες. |
διώχνω, απομακρύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les rebelles avaient comme mission d'évincer le roi. Οι επαναστάτες έκαναν αγώνα για να διώξουν (or: απομακρύνουν) τον βασιλιά. |
απομακρύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διώχνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le chien a chassé le chat qui mangeait ses croquettes. Ο σκύλος έδιωξε τη γάτα που έτρωγε το φαγητό του. |
διώχνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les autochtones ont été chassés de leurs villages par des envahisseurs étrangers. Οι ντόπιοι εκδιώχθηκαν από τα χωριά τους από τους ξένους εισβολείς. |
ξεφορτώνομαι, διώχνωverbe transitif (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il s'agissait d'un porte-bonheur qui chassait les cauchemars. Το να ξεφορτωθείς τους εφιάλτες σου είναι γούρι. |
κρατάω κτ/κπ μακριά, κρατάω κτ/κπ μακριά μου
|
διασκορπίζω, διαλύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La lumière du soleil dissipa (or: chassa) bientôt le brouillard dense. Το φως του ήλιου σύντομα διέλυσε την πυκνή ομίχλη. |
διώχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απομακρύνω, διώχνωverbe transitif (figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un coup de téléphone d'elle dissiperait toutes mes craintes. Ένα δικό της τηλεφώνημα θα απομάκρυνε όλους τους φόβους μου. |
απωθώ, διώχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Son mauvais caractère l'a repoussé (or: fait partir). Τον έδιωξε με τη συνεχή γκρίνια της. |
περιοχή κυνηγιού, περιοχή για κυνήγιnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les officiels essaient de trouver l'équilibre entre sauvegarde et accès au terrain de chasse. |
τραβάω το καζανάκι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tu as utilisé les toilettes : c'est bien. Et est-ce que tu as pensé à tirer la chasse d'eau ? Χρησιμοποίησες την τουαλέτα. Μπράβο σου! Θυμήθηκες να τραβήξεις το καζανάκι; |
εκχιονιστικό μηχάνημα
|
θηροφύλακαςnom masculin (φύλακας κυνηγετικής περιοχής) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
geocaching(anglicisme) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
εκχιονιστικό μηχάνημα
|
θηροφύλακαςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
κέρδος(Chasse) (γενικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Leurs prises du week-end comprenaient des lapins et des écureuils. |
με χειροκίνητο χύσιμο νερούlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Όποιος βρίσκει κάτι, το κρατάει.
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
όπλοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le fermier courait vers moi avec un fusil de chasse. Ο αγρότης έτρεχε προς το μέρος μου με ένα όπλο. |
ανθρωποκυνηγητόnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πιλότος πολεμικής αεροπορίαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
βολφχάουντnom masculin |
πιλότος πολεμικής αεροπορίαςnom masculin (armée britannique) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
προφυλακτήρας μετώπου μηχανής τρένουnom masculin invariable (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
κυνήγι αλεπούς με άλογαnom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κυνηγόσκυλοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les chiens courants et les setters comptent parmi les meilleurs chiens de chasse. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Le shérif l'a envoyé dans une quête futile pour trouver le fugitif. Έστειλαν τον σερίφη να βρει τον δραπέτη αν και ήταν μάταιο. Το να προσπαθήσω να βρω τα χαρτιά αποδείχτηκε ότι ήταν σαν να ψάχνω ψύλλους στα άχυρα. |
κυνήγι μαγισσώνnom féminin (figuré) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) L'enquête est vite devenue une chasse aux sorcières. |
πιλότος μαχητικού αεροσκάφουςnom masculin et féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κυνήγι αλεπούςnom féminin (équivalent) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κυνηγόσκυλοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κυνήγιnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κυνηγετικό μαχαίριnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
άδεια κυνηγιούnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κυνηγετική περίοδοςnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κυνήγιnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κυνηγετική περίοδοςnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les dates de la saison de chasse varient selon la région et d'une année sur l'autre. |
ζώνη επιρροήςnom féminin (fig) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κυνήγι θησαυρούnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les enfants adorent faire des chasses au trésor. |
το κυνήγι του θησαυρούnom féminin (παιχνίδι) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Notre équipe a remporté la chasse au trésor de l'école. |
κυνήγι κρυμμένων πασχαλινών αυγώνnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Naomi a organisé une chasse aux œufs de Pâques pour les enfants. |
κυνηγετική καραμπίναnom masculin Le coffre de leur voiture contenait plusieurs fusils de chasse et des munitions. |
σκάφος για το κυνήγι της φώκιαςnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ταυτόχρονες αποτυχημένες κλήσεις μεταξύ δύο ατόμωνnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
χρίσμα με αίμαnom masculin (τελετή: κυνήγι αλεπούς) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. |
περίοδος κυνηγιούnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
περίοδος ελεύθερης κριτικής(figuré) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μάταιο εγχείρημα, ανούσιο εγχείρημα(familier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κυνηγετικό μαχαίρι(couteau à une lame) |
κυνηγόσκυλοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ο αγώνας να πάρω ένα χαρτίnom féminin (figuré) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
πιλότος της πολεμικής αεροπορίαςnom féminin (armée britannique) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πιλότος της πολεμικής αεροπορίαςnom masculin (armée britannique) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
πιλότος της πολεμικής αεροπορίαςnom masculin (armée britannique) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κυνηγετικό περίπτεροnom masculin |
τραβάω το καζανάκι(της τουαλέτας) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Prière de tirer la chasse d'eau après chaque utilisation. Σε παρακαλώ τράβα το καζανάκι μόλις χρησιμοποιήσεις την τουαλέτα. |
ψάχνω βελόνα στα άχυρα(familier) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πάω για κυνήγι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σφίγγω τα λουριά(un excès, l'inflation) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η πόλη σφίγγει τα λουριά απέναντι στη βία των συμμοριών. |
κυνηγάω, κυνηγώlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
που κυνηγιέται λαθραία, που τον κυνηγάει λαθροθήραςadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σφίγγω τα λουριά(à un excès, l'inflation) (καθομ, μτφ: με γενική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανιχνεύω,αναζητώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mon chat fait la chasse aux souris toutes les nuits. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του chasse στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του chasse
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.