Τι σημαίνει το comprar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης comprar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του comprar στο ισπανικά.

Η λέξη comprar στο ισπανικά σημαίνει αγοράζω, αγοράζω, αγοράζω, αγοράζω, εξαγοράζω, δοροδοκώ, πραγματοποιώ μια αγορά, αγοράζω, παίρνω, αγοράζω, παίρνω, ψωνίζω, αγοράζω, αγοράζω, ψάχνω να αγοράσω κτ, εξαγοράζω, βγάζω, αγοράζω, φτάνω για, επαρκώ για, ψωνίζω, εξαγοράζω, αγοράζω και πουλώ, ψώνια, αναζήτηση κατοικίας, αγοράζω με δόσεις, αγοράζω σε πλειστηριασμό, πηγαίνω να ψωνίσω αλλού, αγοράζω ξανά, αγοράζω υπερβολικά μεγάλες ποσότητες, προπληρώνω, συμμετέχω, επαναγοράζω, αγοράζω μεγάλες ποσότητες, αγοράζω, αγοράζω ολόκληρη την ποσότητα, πάω για ψώνια, αγοράζω κτ με πίστωση, αγοράζω ξανά, εξαγοράζω, δωροδοκώ, εξαγοράζω, δύσκολος, ζόρικος, μέριμνα μετά την αγορά, δωροδοκώ, είμαι χρηματιστής, είμαι χρηματίστρια, εμπορεύομαι, επαναγοράζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης comprar

αγοράζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Billy se va a comprar un coche.
Ο Μπίλι θα αγοράσει αυτοκίνητο.

αγοράζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Puedes vender o comprar en la feria comercial.

αγοράζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El dinero no compra la felicidad.

αγοράζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un millón de euros compran un buen delantero.
Με ένα εκατομμύριο ευρώ θα αγοράσουμε έναν καλό παίκτη.

εξαγοράζω, δοροδοκώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los pandilleros quieren sobornar al policía.

πραγματοποιώ μια αγορά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αγοράζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ayer compré algunos artículos de oficina.
Αγόρασα (or: ψώνισα) υλικά γραφείου χτες.

παίρνω, αγοράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jack se fue al callejón a comprar cocaína.
Ο Τζακ πήγε στο δρομάκι για να αγοράσει λίγη κοκαΐνη.

παίρνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Voy a salir a comprar más leche.
Πάω να πάρω λίγο γάλα ακόμα.

ψωνίζω, αγοράζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Compramos nuestras verduras en la tienda tradicional india.

αγοράζω

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cuando se negó a responder las preguntas, empezaron a sospechar que alguien había comprado su silencio.

ψάχνω να αγοράσω κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξαγοράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La corporación adquirió empresas más chicas en el acuerdo del mes pasado.
Η εταιρεία εξαγόρασε δύο μικρότερες επιχειρήσεις στη συμφωνία του προηγούμενου μήνα.

βγάζω

(coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le aconsejamos que saque un seguro de viaje antes de marcharse.
Σε συμβουλεύουμε να βγάλεις ταξιδιωτική ασφάλεια πριν αναχωρήσεις.

αγοράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hoy adquirí dos nuevas propiedades.

φτάνω για, επαρκώ για

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Con un euro se adquiere poco más que una taza de café.
Με ένα ευρώ μπορεί κανείς να αγοράσει κάτι παραπάνω από ένα φλυτζάνι καφέ.

ψωνίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mi esposa puede hacer compras todo el día.
Η γυναίκα μου είναι ικανή να κάνει ψώνια όλη τη μέρα.

εξαγοράζω

(coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Podemos comprarlo haciendo una donación para el hospital de su esposa.

αγοράζω και πουλώ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se dedica a especular con acciones.

ψώνια

(γενικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Hoy compré artículos de limpieza y del baño. Mañana tengo que comprar comida.

αναζήτηση κατοικίας

locución nominal femenina

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αγοράζω με δόσεις

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αγοράζω σε πλειστηριασμό

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πηγαίνω να ψωνίσω αλλού

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los dependientes eran tan desagradables que decidí comprar en otro lado.

αγοράζω ξανά

Patrick ama sus jeans y siempre se compra de nuevo los mismos.

αγοράζω υπερβολικά μεγάλες ποσότητες

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

προπληρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La biblioteca compra los libros por adelantado para tenerlos listos el día de la publicación.

συμμετέχω

(μαζί με κπ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Quieres comprar a medias con nosotros el regalo del jefe?

επαναγοράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las acciones redimibles traen un acuerdo según el cual la empresa puede comprarlas de nuevo en una fecha futura

αγοράζω μεγάλες ποσότητες

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Compro toda la tela al por mayor.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το κατάστημα αγόρασε μεγάλες ποσότητες επιπλέον αποθεμάτων για να ανταποκριθεί στη ζήτηση των πελατών.

αγοράζω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El precio le pareció muy conveniente y compró el total de las unidades que teníamos disponible.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αγοράσαμε όλα τα αποθέματα του προϊόντος στο κατάστημα.

αγοράζω ολόκληρη την ποσότητα

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Compramos todos los globos que había en la tienda para la fiesta.

πάω για ψώνια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Después del examen María se fue de compras y se compró un vestido nuevo para el baile de graduación.
Μετά τις εξετάσεις, η Μαίρη πήγε για ψώνια και αγόρασε ένα καινούριο φόρεμα για τον χορό αποφοίτησης.

αγοράζω κτ με πίστωση

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αγοράζω ξανά

Javier compró de nuevo su auto tras arrepentirse por haberlo vendido.

εξαγοράζω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi socia quería vender el negocio, yo no; así que le compré su parte.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η εταιρεία σχεδιάζει να εξαγοράσει την επιχείρηση των ανταγωνιστών.

δωροδοκώ, εξαγοράζω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La mujer de negocios no quería que Leo hablara sobre sus prácticas fraudulentas, así que lo compró.

δύσκολος, ζόρικος

(persona)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mike fue difícil de convencer, pero eventualmente me lo gané.

μέριμνα μετά την αγορά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δωροδοκώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El jefe de policía sobornó al ayudante del sheriff para que no contase lo que había sucedido realmente.
Ο αρχηγός της αστυνομίας δωροδόκησε τον αναπληρωτή σερίφη για να μην μιλήσει για όσα πραγματικά συνέβησαν.

είμαι χρηματιστής, είμαι χρηματίστρια

(επαγγελματίας)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
¿Qué hace en la ciudad? ¿Compra y vende en bolsa?
Τι κάνει στην πόλη; Είναι χρηματιστής;

εμπορεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esta tienda se dedica a la compraventa de videojuegos.

επαναγοράζω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Joe necesitaba dinero así que tuvo que vender su bicicleta, pero después ahorró por seis meses y volvió a comprarla.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του comprar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.