Τι σημαίνει το cool στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cool στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cool στο Αγγλικά.

Η λέξη cool στο Αγγλικά σημαίνει δροσερός, ψυχρός, κρύος, δροσίζω, ωραία!, τέλεια!, άψογα!, καλό!, δροσερός, δροσερός, ελαφρύς, ήρεμος, ήσυχος, ψυχρός, ψυχρός, ολόκληρος, ψυχρός, φοβερός, απίθανος, τέλειος, δεν έχω θέμα, άνετος, χαλαρός, δροσιά, δροσούλα, υποχωρώ, υποχωρώ, κρυώνω, συγκροτημένος, ψύχραιμος, κρυώνω, ηρεμώ, κάνω χαλάρωμα, κρυώνω, δροσίζομαι, ηρεμώ, Τζάμι!, ψυχρό χρώμα, αναψυκτικό, παγωμένο ποτό, καλό παιδί, ψυχραιμία, χαλάρωσε, άραξε, χαλαρώνω, αράζω, ψύχραιμος, ψυγειάκι, ήρεμος, χαλαρός, δροσίζομαι, μένω ψύχραιμος, μένω ήρεμος, κρατώ κτ/κπ δροσερό, κρατώ κτ δροσερό, μένω ήρεμος, μένω ψύχραιμος, μάγκας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cool

δροσερός

adjective (pleasantly cold)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It was a cool day, so I put on a light sweater. My coffee is finally cool enough to drink.

ψυχρός, κρύος

adjective (figurative (indifferent) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
"I don't know," she said with cool shrug of her shoulders.
«Δεν ξέρω» είπε, με ένα αδιάφορο σήκωμα των ώμων.

δροσίζω

transitive verb (make colder)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The air conditioner cooled the air.
Το κλιματιστικό δρόσισε τον αέρα.

ωραία!, τέλεια!, άψογα!, καλό!

interjection (slang, figurative (great!) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
You got a new car? Cool!
Πήρες καινούριο αυτοκίνητο; Φίνα!

δροσερός

adjective (weather: not warm) (ευχάριστος καιρός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The weather is cool today.

δροσερός, ελαφρύς

adjective (clothing: for warm weather)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jane wears cool clothing on a hot day.

ήρεμος, ήσυχος

adjective (figurative (serene)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Irene always manages to remain cool under pressure.

ψυχρός

adjective (figurative (deliberate, calculated) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
With cool movements, the hunter stalked his prey.

ψυχρός

adjective (figurative (aloof) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The aristocrat's cool manner offended the tradesmen.

ολόκληρος

adjective (figurative, slang (emphatic quantity)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The thieves got away with a cool million.

ψυχρός

adjective (figurative (color: not warm)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
They painted the wall a cool blue.

φοβερός, απίθανος, τέλειος

adjective (figurative, slang (stylish, attractive) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Randall just bought a cool car.

δεν έχω θέμα

adjective (figurative, slang (not a problem)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You ate my food? That's cool. Don't worry about it.
Έφαγες το φαγητό μου; Δεν έγινε τίποτα. Μην ανησυχείς.

άνετος, χαλαρός

adverb (informal (coolly) (ήρεμος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She acted cool and colllected, though she was really very nervous.

δροσιά, δροσούλα

noun (mild cold) (ευχάριστο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I like the cool of the evening.

υποχωρώ

intransitive verb (figurative (become more moderate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The housing market cooled once interest rates started rising.

υποχωρώ

intransitive verb (figurative (emotion: become calmer)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
His anger cooled enough that he could enjoy the evening.

κρυώνω

intransitive verb (become colder) (για καιρό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The temperature suddenly cooled.

συγκροτημένος, ψύχραιμος

adjective (person: composed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κρυώνω

phrasal verb, intransitive (become less hot)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Give the cookies ten minutes to cool down.
Άσε τα μπισκότα να κρυώσουν για δέκα λεπτά.

ηρεμώ

phrasal verb, intransitive (figurative, informal (become less angry)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It took Andy a while to cool down after the argument with his brother.
Ο Άντι χρειάστηκε λίγη ώρα για να ηρεμήσει μετά από τον καβγά με τον αδερφό του.

κάνω χαλάρωμα

phrasal verb, intransitive (slow pace to end exercise)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It is important to spend five minutes cooling down after a vigorous exercise session.

κρυώνω

phrasal verb, transitive, separable (make less hot)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ben took a cold shower to cool himself down after the race.
Ο Μπεν έκανε ένα κρύο ντους για να δροσιστεί μετά τον αγώνα.

δροσίζομαι

phrasal verb, intransitive (become less hot)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He went and sat in the shade to cool off.
Πήγε και κάθισε στη σκιά για να δροσιστεί.

ηρεμώ

phrasal verb, intransitive (figurative, informal (become less angry)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
There's no point in arguing about it. We won't solve anything until you cool off.
Δεν υπάρχει λόγος να λογομαχούμε γι' αυτό. Δεν θα βρούμε καμία λύση, αν δεν ηρεμήσεις.

Τζάμι!

interjection (slang (expressing satisfaction) (αργκό: Τέλεια!)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Cool beans! This is just what I wanted!

ψυχρό χρώμα

noun (US, figurative (hue: cold)

Blue, green, and purple are the cool colors.

αναψυκτικό

noun (soft drink: chilled)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
On a hot day there's nothing better than a cool drink straight from the fridge.
Σε μια καυτή μέρα σαν κι αυτή δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από ένα κρύο αναψυκτικό κατευθείαν από το ψυγείο.

παγωμένο ποτό

noun (alcoholic drink: chilled)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καλό παιδί

noun (informal, figurative (man: likeable) (καθομιλουμένη)

I met Joe at the party last weekend. He´s a cool guy.

ψυχραιμία

noun (slang, figurative (composure, calm)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After the accident, and even though she had been injured, she had a cool head.

χαλάρωσε, άραξε

interjection (slang, figurative (calm down) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cool it, kid, or you're going to get in trouble.
Χαλάρωσε μικρέ, αλλιώς θα μπλέξεις.

χαλαρώνω, αράζω

verbal expression (slang, figurative (calm down) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ψύχραιμος

adjective (calm, rational)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Even under pressure she always managed a cool-headed reply.
Ακόμα και υπό πίεση κατορθώνει πάντα να παραμένει ψύχραιμη.

ψυγειάκι

noun (box: keeps food and drink chilled) (φορητό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There's a cooler full of beer in the back of the van.
Υπάρχει ένα ψυγειάκι γεμάτο μπίρες στο πίσω μέρος του ημιφορτηγού.

ήρεμος, χαλαρός

adjective (informal (calm and relaxed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δροσίζομαι

(avoid getting hot)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
William was using a small electric fan to keep cool.

μένω ψύχραιμος, μένω ήρεμος

(figurative (remain calm)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Just keep cool, and act like you don't know anything.

κρατώ κτ/κπ δροσερό

(prevent getting hot)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
These plants don't like too much heat, so keep them cool by planting them in a partially shaded spot.
Αυτά τα φυτά δεν συμπαθούν την υπερβολική ζέστη. Φρόντισε, λοιπόν, να τα κρατάς δροσερά, φυτεύοντάς τα σε ημισκιερό μέρος.

κρατώ κτ δροσερό

(drink, etc.: chill)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gemma put the wine in the fridge to keep it cool.
Η Τζέμα έβαλε το κρασί στο ψυγείο, για να το κρατήσει δροσερό.

μένω ήρεμος, μένω ψύχραιμος

verbal expression (figurative, informal (remain calm)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
You need to keep your cool if provoked.

μάγκας

adjective (figurative, slang (conceited, superior) (αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cool στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του cool

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.