Τι σημαίνει το dijo στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης dijo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dijo στο ισπανικά.
Η λέξη dijo στο ισπανικά σημαίνει λέω, λέω, λέω, λέω, υποθέτω, λέω, τελώ, κλισέ, λέει, ισχυρίζομαι ότι/πως κάνω κτ, υποστηρίζω ότι/πως κάνω κτ, σχολιάζω, λέω, μιλάω, μιλώ, προσδιορίζω, αναγνωρίζω, λέω, λέω, λέω, αναφέρω, λέω, γράφω, λέω, θέτω, εκφράζω, λέω, ξεστομίζω, ισχυρίζομαι, διατείνομαι, μιλάω, μιλώ, εκφράζω, πετάω, εκτοξεύω, αρθρώνω, εκφέρω, λέω, λέω να γίνει κτ, στην πραγματικότητα, υπεκφυγή, εξομολογούμαι, αναδιατυπώνω, επομένως, συνεπώς, δέχομαι, αποδέχομαι, μουρμουρίζω, μουρμουράω, τραυλίζω, κεκεδίζω, λέω κτ με ένα χασμουρητό, σημαίνω, αρνούμαι, αρνιέμαι, βρίζω, λέω βλακείες, λέω ανοησίες, λέω κτ ξεψυχισμένα, στριγκλίζω, σχηματίζω λέξεις με τα χείλια, αλλά χωρίς ήχο, ειρωνεύομαι, απερίσκεπτος, αστόχαστος, απρόσεκτος, ασύνετος, δεν μπορώ να πω με σιγουριά, είναι σίγουρο, είναι αλήθεια, μου έχει δεθεί η γλώσσα κόμπος, με άλλα λόγια, δηλαδή, το λιγότερο, τουλάχιστον, δηλαδή, επομένως, άρα, απροειδοποίητα, περιττό να λεχθεί, ειλικρινά, χωρίς να πω μια λέξη, χωρίς ούτε μια λέξη, αρνητικά, Η σιωπή είναι χρυσός., Τι ώρα είναι;, για να μην αναφέρω κπ/κτ, το παλιό κλισέ, ο τρόπος που το θέτω, λεκτική επιλογή, τρόπος έκφρασης, δεν έχω τίποτα να πω, λέω τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη, εννοείται, έχω πολλά να πω για κτ, δεν έχω πολλά να πω, λέω τη γνώμη μου, λέω την άποψή μου, τα λέω στα ίσια, λέω τα πράγματα με το όνομά τους, απαντάω αρνητικά, απαντώ αρνητικά, εκφράζω την άποψή μου, λέω τα πράγματα με το όνομά τους, συμφωνώ με όλα, ανταλλάσσω βρισιές, λούζω με βρισιές, βγάζω λόγο, υπονοώ, υπαινίσσομαι, δε μου αρέσει, στερούμαι ενδιαφέροντος, δεν λέω κουβέντα, μένω σιωπηλός, αποχαιρετώ, χαιρετώ, λέω αντίο, χαιρετώ, λέω γεια, αρνούμαι, λέω όχι, αρνούμαι, λέω όχι, παραμένω σιωπηλός, δεν λέω τίποτα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης dijo
λέωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi amigo dijo "hola". ⓘEsta oración no es una traducción de la original. O Ντέξτερ είπε «Πεινάω». Είπε πως το βιβλίο είναι μπλε. |
λέωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Yo digo que es mala idea. Λέω ότι είναι κακή ιδέα. |
λέωverbo transitivo (orden) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mamá dice que dejen de pelear o serán castigados. Η μαμά λέει να σταματήσετε τον καβγά γιατί αλλιώς θα σας βάλει τιμωρία. |
λέω, υποθέτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Digamos que está en lo correcto. Ας πούμε (or: ας υποθέσουμε) ότι έχει δίκιο. |
λέωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se dice que es la mejor pintora de su generación. Λέγεται πως είναι η καλύτερη ζωγράφος της γενιάς της. |
τελώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El padre dijo la misa del domingo. |
κλισέnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λέειverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ισχυρίζομαι ότι/πως κάνω κτ, υποστηρίζω ότι/πως κάνω κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Esta marca de pintura dice cubrir un área más grande que la de la marca rival. Αυτή η εταιρεία βαφών ισχυρίζεται ότι καλύπτει μεγαλύτερη επιφάνεια σε σχέση με του ανταγωνιστές της. |
σχολιάζω, λέω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) "Tengo una idea mejor" dijo Abi. |
μιλάω, μιλώ(figurado) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Las acciones dicen mucho más que las palabras. |
προσδιορίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sólo diga su precio y yo se lo daré. Απλά προσδιόρισε (or: πες) την τιμή σου και θα σε πληρώσω. |
αναγνωρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Puedes decirme quién es? |
λέω(a alguien) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dime exactamente cómo llegaste a esta conclusión. |
λέω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El hombre culpable decidió decir la verdad. |
λέω, αναφέρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Peter dijo que le gustaría ir a la tienda. |
λέω, γράφωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λέω(con la voz entrecortada) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fred dijo sin aliento que alguien había intentado robarle. |
θέτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cuando se lo diga a ella, lo pondré de una manera que no la afecte. Όταν της το πω, θα το θέσω έτσι ώστε να μην την ταράξω. |
εκφράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tus ideas son buenas, pero creo que las podrías expresar mejor. Larry expresó mal sus pensamientos y Daniel se lo tomó para mal. Οι ιδέες σου είναι καλές, αλλά νομίζω πως θα μπορούσες να τις εκφράσεις καλύτερα. Ο Λάρυ εξέφρασε άσχημα τις σκέψεις του και ο Ντάνιελ προσβλήθηκε. |
λέω, ξεστομίζω(figurado) (λόγια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ana soltó un grito cuando el gato le saltó encima. |
ισχυρίζομαι, διατείνομαι(ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Roger asegura haber visto extraterrestres. Ο Ρότζερ ισχυρίζεται ότι έχει δει εξωγήινους. |
μιλάω, μιλώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No te guardes tu opinión, ¡exprésate! |
εκφράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Todo depende de cómo lo quieras expresar. ¿Es barato o poco costoso? Εξαρτάται από το πως θέλεις να το αποκαλέσεις. Είναι φτηνό ή απλά δεν είναι ακριβό; |
πετάω, εκτοξεύω(chiste) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Johanna quería tener una conversación seria, pero Jim no paraba de contar chistes. |
αρθρώνω, εκφέρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ian no pronunció una palabra en la reunión. |
λέω(a alguien) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Has roto mi cochecito de juguete. ¡Se lo voy a contar a mamá! Έσπασες το αυτοκινητάκι μου. Θα το πω στη μαμά! |
λέω να γίνει κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Papa dice que vengas a comer ahora mismo. |
στην πραγματικότητα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sinceramente, sabía que el examen iba a ser difícil. |
υπεκφυγή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Todo buen político debe manejar el arte de las evasivas. Όλοι οι καλοί πολιτικοί χρειάζεται να μάθουν την τέχνη της υπεκφυγής. |
εξομολογούμαι(καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αναδιατυπώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La compañía reelaboró el contracto para favorecer sus intereses. |
επομένως, συνεπώς(voz latina) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Todas las normativas deben ser previamente discutidas, ergo, criticadas y corregidas. |
δέχομαι, αποδέχομαι(κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μουρμουρίζω, μουρμουράω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tom masculló alguna excusa sobre estar enfermo y se fue del trabajo. Ο Τομ ψέλλισε μια δικαιολογία ότι ήταν άρρωστος και έφυγε από τη δουλειά. |
τραυλίζω, κεκεδίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rick pidió disculpas tartamudeando. Ο Ρικ ζήτησε συγγνώμη τραυλίζοντας. |
λέω κτ με ένα χασμουρητό
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) "Estoy cansada", bostezó Jenny. "Creo que me voy a ir a la cama". |
σημαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La luz verde significa'adelante'. Το πράσινο φως σημαίνει «φύγαμε». |
αρνούμαι, αρνιέμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quería pagar con tarjeta de crédito, pero ellos se negaron. Ήθελα να πληρώσω με πιστωτική κάρτα, αλλά αρνήθηκαν. |
βρίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Gay maldijo cuando se le cayó un martillo en el pie. Η Γκέι έβρισε δυνατά όταν έριξε ένα σφυρί στο δάχτυλο του ποδιού της. |
λέω βλακείες, λέω ανοησίες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¡Para de mentir! Los dos sabemos que en tu historia no hay nada cierto. Σταμάτα να λες βλακείες! Ξέρουμε και οι δυο πως τίποτα στην ιστορία σου δεν είναι αληθινό. |
λέω κτ ξεψυχισμένα
Sarah estaba débil por su enfermedad, pero se las arregló para susurrarle a su hijo sus últimos deseos. |
στριγκλίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) "¿Eso es lo mejor que tienes?" chilló el hombre. |
σχηματίζω λέξεις με τα χείλια, αλλά χωρίς ήχο
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Dean le murmuró a su novia cosas dulces al oído. |
ειρωνεύομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Eso es lo mejor que lo sabes hacer? —se burló Brian. |
απερίσκεπτος, αστόχαστος, απρόσεκτος, ασύνετος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δεν μπορώ να πω με σιγουριάlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Es difícil decir quién ganará el mundial. |
είναι σίγουρο, είναι αλήθεια(ανεπιφύλακτα, με σιγουριά) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Se puede decir sin temor a equivocarse que a la mayor parte de los niños les gusta la pizza. |
μου έχει δεθεί η γλώσσα κόμπος(figurado) (αργκό, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
με άλλα λόγια
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Me encantaría ir pero tengo mucho que hacer; en otras palabras, no tengo tiempo. Θα μου άρεσε πολύ να πάω αλλά έχω πολλά να κάνω...με άλλα λόγια, δεν έχω χρόνο. |
δηλαδήlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Lo siento. O sea, es decir, no lo volveré a hacer. Συγγνώμη. Με άλλα λόγια, δεν θα το ξανακάνω. |
το λιγότερο, τουλάχιστονlocución adverbial (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Ήταν τουλάχιστον λίγο ξαφνιασμένος. |
δηλαδή, επομένως, άραlocución verbal (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Hera era una deidad, es decir, una antigua divinidad griega. |
απροειδοποίηταlocución adverbial (fam) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Estaba enojadísima, ya se iba, de pronto se volvió y sin decir agua va me dio vuelta la cara de una cachetada. |
περιττό να λεχθεί
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No hace falta decirlo, nunca más volveré a ese lugar. |
ειλικρινάlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) A decir verdad, nunca me he interesado por la pintura. |
χωρίς να πω μια λέξη, χωρίς ούτε μια λέξηlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se puso de pie y se retiró sin decir una palabra. |
αρνητικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Fiona estaba visiblemente molesta cuando le contestaron de forma negativa. |
Η σιωπή είναι χρυσός.locución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En situaciones como ésa, mejor no decir nada. |
Τι ώρα είναι;locución interjectiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
για να μην αναφέρω κπ/κτexpresión (έμφαση) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
το παλιό κλισέlocución interjectiva |
ο τρόπος που το θέτωlocución nominal femenina (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Esa es una manera de decirlo muy graciosa. No es lo que pensé que querías decir. |
λεκτική επιλογή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τρόπος έκφρασηςnombre femenino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Tiene una forma de decir las cosas que siempre consigue animarte. |
δεν έχω τίποτα να πωlocución preposicional (για κάτι ή σχετικά με κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cuando el reportero le preguntó sobre la supuesta aventura, respondió "no tengo nada que decir sobre eso". |
λέω τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη(figurado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Luis nunca tuvo problemas llamando a las cosas por su nombre. |
εννοείται
(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) De más está decir, no dejes la bicicleta sin candado en la ciudad. |
έχω πολλά να πω για κτlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Como madre trabajadora, tiene mucho que decir sobre equipamientos para el cuidado de los niños y horas extra no pagadas. |
δεν έχω πολλά να πω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La maestra no dijo mucho sobre el incidente. |
λέω τη γνώμη μου, λέω την άποψή μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ella dijo lo que pensaba y se fue antes de que pudiéramos responderle. Deja hablar a Oscar y después puedes decir lo que piensas. |
τα λέω στα ίσια, λέω τα πράγματα με το όνομά τους
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El director ejecutivo habló con franqueza: "este negocio necesita renovarse o sufrirá las consecuencias". |
απαντάω αρνητικά, απαντώ αρνητικά
Cuando le pidieron que trabajara horas extras la enfermera dijo que no. |
εκφράζω την άποψή μουlocución verbal (opinar) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La nueva regla te permite decir lo que piensas respecto de la persona por la que estás votando. |
λέω τα πράγματα με το όνομά τουςlocución verbal (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Está bien, te diré las cosas como son, pero no creo que te guste. |
συμφωνώ με όλαlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Su amor es ciego, le dice que sí a todo. |
ανταλλάσσω βρισιέςlocución verbal (MX, coloquial) (καθομιλουμένη) |
λούζω με βρισιές
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Puedes insultarme de arriba a abajo, pero no cambia la situación en absoluto. |
βγάζω λόγοlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En la fiesta de cumpleaños, todos le pidieron al abuelo que dijera unas palabras. |
υπονοώ, υπαινίσσομαιlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Quisiste decir que no te gustó mi remera? |
δε μου αρέσει, στερούμαι ενδιαφέροντοςlocución verbal (coloquial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A mí el vino blanco no me dice nada, prefiero el tinto. Γενικά δε μου αρέσουν τα λευκά κρασιά - προτιμώ περισσότερο τα κόκκινα. |
δεν λέω κουβέντα, μένω σιωπηλόςlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quédate quieta y no digas nada, o ellos descubrirán dónde nos escondemos. Να είσαι ήσυχος και να μείνεις σιωπηλός ειδάλλως θα βρουν που κρυβόμαστε. |
αποχαιρετώ, χαιρετώ, λέω αντίο
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Deberías decirle adiós antes de que se marche. |
χαιρετώ, λέω γειαlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Digo hola a mis vecinos cada vez que los veo. |
αρνούμαι, λέω όχιlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La oferta es muy tentadora, pero me temo que tendré que decir que no. |
αρνούμαι, λέω όχι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Voy a tener que rehusar otro trozo de tarta. |
παραμένω σιωπηλός, δεν λέω τίποταlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El acusado tiene derecho a no decir nada ante el tribunal. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dijo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του dijo
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.