Τι σημαίνει το atención στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης atención στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του atención στο ισπανικά.
Η λέξη atención στο ισπανικά σημαίνει προσοχή, προσοχή, δωράκι, συμβολικό δώρο, υπόψιν, σημασία, προσοχή, προσοχή, προσοχή, άδεια, σημειωτέον δε, φροντίδα, περιποίηση, μυαλό, προσοχή, σύνεση, περίσκεψη, αξιοσημείωτος, σημαντικός, αφανής, δυσδιάκριτος, άκου, ακούστε, βασικό σημείο εστίασης, εφιστώ την προσοχή σε κτ, ακούω, Πρόσεχε!, αγνοώ, προσελκύω, ακούω, υπακούω, που σε προδίδει, εκπληκτικός, εντυπωσιακός, Πρόσεχε!, αγνοώ, συναρπάζω, ακούω, αφηρημένα, διακριτικά, διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας, ακούω, παραμελώ, μου λέει, ευδιάκριτος, που προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή, αφηρημένα, απρόσεκτα, στο φως της δημοσιότητας, υπόψη, υπ' όψιν, αγνόησε το, άστο, αδιαφόρησε, άκου, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, αμέριστος, επίκεντρο ενδιαφέροντος, επίκεντρο της προσοχής, διάσπαση της προσοχής, χρονική διάρκεια κατά την οποία μπορεί κάποιος να παραμείνει συγκεντρωμένος σε κάτι, προσοχή στη λεπτομέρεια, ιατρική βοήθεια, πρώτες βοήθειες, ιατρική παρακολούθηση, σχολαστική προσοχή, επιλεκτική προσοχή, τηλεφωνικό κέντρο, εξυπηρέτηση πελατών, εξυπηρέτηση πελατών, γραφείο πληροφοριών, φως της δημοσιότητας, γραμμή εξυπηρέτησης πελατών, τμήμα εξυπηρέτησης πελατών, κλινική χωρίς ραντεβού, παρατηρητικότητα, παγκόσμιο ακροατήριο, διεθνές ακροατήριο, ιατρική περίθαλψη για εγκύους και λεχώνες, Aρχή Πρωτοβάθμιας Περίθαλψης, δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, τριτοβάθμια περίθαλψη, καθολική ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, επείγουσα προσοχή, κλινική για ασθενείς χωρίς ραντεβού, εξυπηρέτηση πελατών, που τραβάει την προσοχή, ώρες γραφείου, ώρες επίσκεψης χωρίς ραντεβού, εν όψει, υπόψιν, επιπλήττω, επισημαίνω, αποσπώ την προσοχή από κτ, τραβώ την προσοχή, έρχομαι στο προσκήνιο/στην επιφάνεια, ακούω/παρακολουθώ προσεκτικά, διατηρώ την προσοχή κάποιου, δίνω προσοχή, προσέχω, δίνω προσοχή, προσέχω, προσέχω, δεν δίνω σημασία, δεν προσέχω, δίνω προσοχή, προσέχω, δεν δίνω σημασία σε κπ/κτ, δεν προσέχω κπ/κτ, μένω συγκεντρωμένος, προσέχω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης atención
προσοχήnombre femenino (concentración) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los mejores estudiantes ponen atención en clase. |
προσοχήnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) De alguna forma ese error escapó mi atención; en seguida lo corrijo. |
δωράκι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
συμβολικό δώροnombre femenino (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
υπόψινnombre femenino (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σημασία, προσοχήnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Él le brindó poca atención a las señales de problemas hasta que fue muy tarde. Υπήρχαν σημάδια προβλημάτων, αλλά δεν τους έδωσε αρκετή σημασία μέχρι που ήταν πολύ αργά. |
προσοχή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Las palabras del docente son dignas de atención. Τα λόγια του καθηγητή είναι άξια προσοχής. |
προσοχήnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La atención del personal del hotel impresionó a los huéspedes. |
άδεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Si me permites un momento, tienes una visita. Με την άδειά σας, έχετε έναν επισκέπτη. |
σημειωτέον δεinterjección (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Por favor atención a las fechas de entrega del trabajo. |
φροντίδα, περιποίηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μυαλό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Las llaves perdidas no estaban en su mente, las olvidó. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πού έχεις το μυαλό σου; |
προσοχή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ella levantó el pájaro herido con mucho cuidado. |
σύνεση, περίσκεψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La consideración de la comunidad cuando mi padre estuvo enfermo fue muy conmovedora. |
αξιοσημείωτος, σημαντικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sarah tenía que escribir un ensayo sobre un evento considerable que sucedió en China en 1850. Η Σάρα έπρεπε να γράψει μια εργασία για ένα αξιοσημείωτο (or: σημαντικό) γεγονός που συνέβη στην Κίνα τη δεκαετία του 1850. |
αφανής, δυσδιάκριτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Por suerte, la mancha en el mantel pasaba inadvertida. |
άκου, ακούστε
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¡Atención! Un viajero se aproxima. |
βασικό σημείο εστίασης
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El foco de la charla serán las fuentes de energía alternativas. |
εφιστώ την προσοχή σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quisiera señalar la importancia de este punto. |
ακούω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Πρόσεχε!interjección (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¡Atención! ¡Acaba de empezar un terremoto! Πρόσεχε, μόλις ξεκίνησε σεισμός! |
αγνοώ(κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Es tan pesada que simplemente la ignoro. Είναι τόσο ενοχλητική. Απλά την αγνοώ. |
προσελκύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El número de malabares del payaso atrajo a una multitud. Τα ζογκλερικά του κλόουν προσέλκυσαν το πλήθος. |
ακούω, υπακούω(consejos) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pam acató la alerta de tormenta y entró en el refugio. Η Παμ ακολούθησε την προειδοποίηση για την καταιγίδα και πήγε στο καταφύγιο. |
που σε προδίδει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sé que estás intentando colarte por la puerta, ¡pero la manera en la que te mueves es obvia! Ξέρω ότι προσπαθείς να το σκάσεις από την πόρτα, σε πρόδωσε ο τρόπος που κινείσαι! |
εκπληκτικός, εντυπωσιακός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Aquí hay una foto deslumbrante de la princesa en traje de baño. Εδώ είναι μια εντυπωσιακή φωτογραφία της πριγκίπισσας με μαγιό. |
Πρόσεχε!interjección ¡Atención! Hay una placa de hielo allí delante. Πρόσεχε! Υπάρχει μια παγωμένη επιφάνεια μπροστά. |
αγνοώ(κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ignoró las peticiones de ayuda. Αγνόησε τις εκκλήσεις για βοήθεια. |
συναρπάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El gatito estaba fascinado con los adornos brillantes. |
ακούω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Por favor, escúchame con atención. Σε παρακαλώ, άκουσέ με προσεκτικά. |
αφηρημένα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
διακριτικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας(sigla) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ακούω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El encargado escuchará con simpatía si presentas tu argumento con calma. |
παραμελώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Debería dejar de ignorar esa habitación: necesita una limpieza. |
μου λέει(αργκό, μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¿Te atrae la idea? Πώς σου φαίνεται αυτή η ιδέα; |
ευδιάκριτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mi nuevo auto rojo resulta muy llamativo. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το έντονο κίτρινο τζάκετ της Νάνσυς την έκανε να ξεχωρίζει ανάμεσα στους θεατές. |
που προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αφηρημένα, απρόσεκταlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Dejó su copa sin prestar atención y miró fijamente por la ventana. |
στο φως της δημοσιότητας
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La estrella pronto se acostumbró a vivir en primer plano. |
υπόψη, υπ' όψινlocución adverbial (με γενική) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αγνόησε το, άστο, αδιαφόρησεlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No dejes que te moleste, ¡no le prestes atención! Μην σε ανησυχεί. Αγνόησε το (or: Άστο)! |
άκου
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
ιατροφαρμακευτική περίθαλψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La asistencia médica en la isla la provee una clínica gratuita. Η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στο νησί παρέχεται από μια δωρεάν κλινική. |
αμέριστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Θέλω την αμέριστη προσοχή σας όσο θα λέω τους κανόνες σχετικά με τη σχολική ενδυμασία. |
επίκεντρο ενδιαφέροντος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
επίκεντρο της προσοχής
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El fotógrafo encuadró la foto de manera que la flor fuera el centro de atención. |
διάσπαση της προσοχής
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El estudio investiga la influencia de la atención dividida en los conductores. |
χρονική διάρκεια κατά την οποία μπορεί κάποιος να παραμείνει συγκεντρωμένος σε κάτι
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La mayoría tiene períodos de atención cortos, a la media hora pierden interés y buscan alguna otra cosa para entretenerse. |
προσοχή στη λεπτομέρεια
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Una de las principales diferencias entre un buen servicio y un servicio de primera es la atención a los detalles. Μία από τις κύριες διαφορές μεταξύ της καλής εξυπηρέτησης και της κορυφαίας εξυπηρέτησης βρίσκεται στην προσοχή στη λεπτομέρεια. Η προσοχή της καλλιτέχνιδας στη λεπτομέρεια έκανε τους πίνακες της εντελώς ρεαλιστικούς. |
ιατρική βοήθεια, πρώτες βοήθειες
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¡Llamen a la ambulancia! ¡Este hombre necesita atención médica! |
ιατρική παρακολούθηση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La atención médica en España suele ser buena, lo malo son las listas de espera. |
σχολαστική προσοχή
Presta especial atención a las instrucciones porque te las diré una sola vez. Πρέπει να δείξεις σχολαστική προσοχή στις οδηγίες, γιατί θα τις επαναλάβω μόνο μια φορά. Έδειχνε σχολαστική προσοχή στην δουλειά της, εξασφαλίζοντας ότι ήταν πάντα τέλεια. |
επιλεκτική προσοχήlocución nominal femenina (psicopedagogía, psicología) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Julián era muy disperso pero gracias a las sesiones de terapia con la doctora Fuentes ha mejorado mucho, especialmente en el desarrollo de la atención selectiva. |
τηλεφωνικό κέντρο
Si necesitas asistencia técnica, puedes llamar al servicio de atención al cliente. |
εξυπηρέτηση πελατών
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Te tiene que gustar escuchar a gente quejándose para trabajar en atención al cliente. |
εξυπηρέτηση πελατώνnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Siempre me tengo que estar quejando del servicio de atención al cliente en este negocio. Διαρκώς πρέπει να υποβάλλω παράπονα για την εξυπηρέτηση πελατών σε αυτό το κατάστημα. |
γραφείο πληροφοριών(ES) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Si pierde algo en el centro comercial, diríjase al punto de atención al cliente para denunciarlo. |
φως της δημοσιότητας
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Los hijos de los políticos crecen bajo la mirada del público. |
γραμμή εξυπηρέτησης πελατώνlocución nominal femenina (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La compañía le llama la línea de atención al cliente, pero yo le llamo la línea de ayuda. |
τμήμα εξυπηρέτησης πελατών
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κλινική χωρίς ραντεβού
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παρατηρητικότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παγκόσμιο ακροατήριο, διεθνές ακροατήριοnombre femenino |
ιατρική περίθαλψη για εγκύους και λεχώνες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Aρχή Πρωτοβάθμιας Περίθαλψηςlocución nominal femenina (sanidad) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τριτοβάθμια περίθαλψη
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
καθολική ιατροφαρμακευτική περίθαλψη
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) En Gran Bretaña, el NHS provee asistencia sanitaria universal. |
επείγουσα προσοχήnombre femenino Los niños en situación de calle necesitan atención urgente. |
κλινική για ασθενείς χωρίς ραντεβούlocución nominal femenina (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εξυπηρέτηση πελατώνlocución nominal femenina (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
που τραβάει την προσοχήlocución nominal con flexión de género (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ώρες γραφείου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En los Estados Unidos el horario de atención normal es de 8 a 5, mientras que el horario de los bancos es de 9 a 3. El horario de atención del profesor era exclusivamente de mañana. Οι ώρες γραφείου του καθηγητή είναι μόνο οι πρωινές. |
ώρες επίσκεψης χωρίς ραντεβούlocución nominal masculina (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εν όψει
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En vista de su edad, llevamos a mi abuela en coche en vez de dejarla ir andando. |
υπόψινlocución preposicional (envíos) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
επιπλήττω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επισημαίνωlocución verbal (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Me gustaría dirigir su atención al gráfico en la parte superior de la página 5 del informe. |
αποσπώ την προσοχή από κτlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los magos deben saber cómo distraer la atención de lo que están haciendo. El llamativo paquete es sólo un intento por distraer la atención del lamentable producto que lleva dentro. Οι μάγοι ξέρουν πώς να αποσπούν την προσοχή από αυτό που κάνουν. Η φανταχτερή συσκευασία προσπαθεί απλά να αποσπάσει την προσοχή από το κακής ποιότητας προϊόν. |
τραβώ την προσοχήlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El nuevo deportivo seguro que llamará la atención. |
έρχομαι στο προσκήνιο/στην επιφάνειαlocución verbal (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Con aquélla actuación se convirtió en el centro de atención para la prensa. |
ακούω/παρακολουθώ προσεκτικά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¡Eso fue interesante! Estuve muy pendiente de cada una de sus palabras. |
διατηρώ την προσοχή κάποιουlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δίνω προσοχή, προσέχωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estaba prestando especial atención ¡pero todavía no entiendo cómo hizo el mago para levantar tu reloj! |
δίνω προσοχή, προσέχωlocución verbal (ακούω προσεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Prestad atención todos o tendréis problemas. |
προσέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Debes poner atención a la explicación del prospecto antes de tomar la medicación. |
δεν δίνω σημασία, δεν προσέχωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No prestes atención a sus agresiones. |
δίνω προσοχή, προσέχωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El profesor de matemáticas dijo que debíamos prestar especial atención a los signos negativos. |
δεν δίνω σημασία σε κπ/κτ, δεν προσέχω κπ/κτlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No puso atención (or: no prestó atención) a sus payasadas. |
μένω συγκεντρωμένοςlocución verbal (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) El discurso del presidente era tan disperso que era difícil mantener la atención. Η ομιλία του προέδρου ήταν τόσο ασυνάρτητη που ήταν δύσκολο να μείνει κανείς συγκεντρωμένος. |
προσέχωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του atención στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του atención
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.