Τι σημαίνει το earlier στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης earlier στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του earlier στο Αγγλικά.
Η λέξη earlier στο Αγγλικά σημαίνει νωρίτερα, νωρίτερα, συντομότερα, προηγούμενος, πρωτύτερος, νωρίς, νωρίτερα, νωρίς, νωρίτερα, νωρίς, από τους πρώτους, πολύ παλιός, πρωτόγονος, πρώιμος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης earlier
νωρίτεραadverb (previously) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Hello, it's me again. I called earlier about your advertisement. Γεια σας, εγώ είμαι πάλι. Τηλεφώνησα και νωρίτερα για την αγγελία σας. |
νωρίτερα, συντομότεραadverb (sooner) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) We'll get there earlier if we leave now and avoid traffic. Θα φτάσουμε νωρίτερα αν φύγουμε τώρα και αποφύγουμε την κίνηση. |
προηγούμενος, πρωτύτεροςadjective (prior, previous) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) An earlier report said that only five cars were involved. Μια προηγούμενη αναφορά έκανε λόγο για την εμπλοκή μόνο πέντε αυτοκινήτων. |
νωρίςadverb (time: in first part) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I get up early in the morning. Σηκώνομαι νωρίς το πρωί. |
νωρίτεραadverb (soon) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Please come as early as you can. Σε παρακαλώ έλα το συντομότερο δυνατόν. |
νωρίςadverb (before usual) (πρωτύτερα από συνήθως) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I arrived at work early today, for a change! Σήμερα έφθασα νωρίς στη δουλειά, έτσι για αλλαγή! |
νωρίτεραadverb (before expected) (πριν το αναμενόμενο) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The plane was expected at 11 o'clock, but it arrived 15 minutes early. Περιμέναμε το αεροπλάνο στις 11, αλλά έφτασε 15 λεπτά νωρίτερα. |
νωρίςadjective (first part of [sth]) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The newspaper arrives in the early morning. Η εφημερίδα φτάνει νωρίς το πρωί. |
από τους πρώτουςadjective (before others) (πριν από τους άλλους) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She was an early developer. Ήταν μια από τις πρώτες προγραμματίστριες. |
πολύ παλιόςadjective (time: far back) (χρονικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The pottery had been made by an early tribe of settlers. Τα κεραμικά είχαν φτιαχτεί από μια πολύ παλιά φυλή αποίκων. |
πρωτόγονοςadjective (primitive) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The abacus can be seen as an early calculator. Ο άβακας μπορεί να χαρακτηριστεί μια πρωτόγονη αριθμομηχανή. |
πρώιμοςadjective (too soon) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Early blossom is sometimes killed by late frosts. His early arrival took us all by surprise. Τα πρώιμα άνθη, μερικές φορές, μαραίνονται εξαιτίας των όψιμων παγετών. Η πρώιμη άφιξή του μας ξάφνιασε όλους. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του earlier στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του earlier
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.