Τι σημαίνει το economy στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης economy στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του economy στο Αγγλικά.

Η λέξη economy στο Αγγλικά σημαίνει οικονομία, οικονομία, τρόπος να κάνω οικονομία, οικονομικός, αγροτική οικονομία, γεωργική οικονομία, ευημερία, ευπραγία, καπιταλιστική οικονομία, οικονομία ευρέως φάσματος δραστηριοτήτων, οικονομία του κράτους, οικονομική θέση, οικονομική θέση, οικονομικής θέσης, οικονομικής θέσης, πρόγραμμα περικοπής δαπανών, περικοπές εξόδων, οικονομικό μέγεθος, σε οικονομικό μέγεθος, υγιής οικονομία, τοπική οικονομία, μικτή οικονομία, εθνική οικονομία, οικονομία πολέμου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης economy

οικονομία

noun (of nation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The country's economy grew this year.
Η οικονομία της χώρας αναπτύχθηκε φέτος.

οικονομία

noun (thriftiness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
With economy, you can make your money go further than you think.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Με οικονομία ο πατέρας μου κατάφερε πολλά πράγματα στη ζωή του παρόλο που ήταν ένας απλός εργάτης.

τρόπος να κάνω οικονομία

noun (act of thriftiness)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Taking a packed lunch to work is one of Brian's economies.
Το να παίρνει πακεταρισμένο φαγητό στη δουλειά είναι ένας από τους τρόπους του Μπράιαν να κάνει οικονομία.

οικονομικός

adjective (offering savings)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Wendy bought an economy pack of toilet paper.
Η Γουέντυ αγόρασε μια οικονομική συσκευασία χαρτί υγείας.

αγροτική οικονομία, γεωργική οικονομία

noun (economy relying on farming)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Much of the state of Mississippi is still dependent on an agrarian economy.

ευημερία, ευπραγία

noun (prosperity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The region is currently enjoying a booming economy.

καπιταλιστική οικονομία

noun (economy based on free market)

In a pure capitalist economy, the government is supposed to interfere as little as possible.

οικονομία ευρέως φάσματος δραστηριοτήτων

noun (has many sources of wealth)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A diversified economy is more stable during hard times.

οικονομία του κράτους

noun (economy of a given country)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The domestic economy is affected in large part by the global economy

οικονομική θέση

noun (train: standard seating)

It is cheaper to travel in economy class than in regular class.
Το εισιτήριο στη δεύτερη θέση είναι φτηνότερο από το κανονικό.

οικονομική θέση

noun (plane: low-cost seating)

Economy class, plus taxes, was $340.

οικονομικής θέσης

noun as adjective (train seating: standard)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I am going to buy an economy-class train ticket.

οικονομικής θέσης

noun as adjective (plane seating: low cost)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I purchased an economy-class ticket so that I would not have to dip into my savings.

πρόγραμμα περικοπής δαπανών

noun (strategy to save money)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

περικοπές εξόδων

noun (government: reduction in spending money)

οικονομικό μέγεθος

noun (product: large, inexpensive)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Next time you purchase toilet paper, please purchase the economy size.

σε οικονομικό μέγεθος

noun as adjective (product: large, inexpensive)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Linda bought an economy-size box of tissues.

υγιής οικονομία

noun (situation of financial prosperity)

In a healthy economy, there is moderate inflation and moderate unemployment.

τοπική οικονομία

noun (commercial and financial situation of an area)

The local economy is lagging behind the national. The local economy relies greatly on tourism.
Η τοπική οικονομία καθυστερεί σε σχέση με την εθνική οικονομία. Η τοπική οικονομία στηρίζεται κατά μεγάλο ποσοστό στον τουρισμό.

μικτή οικονομία

noun (economy: mixed ideologies)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
An economic system that combines private and state enterprises is known as a mixed economy.

εθνική οικονομία

noun (financial situation of a country)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Everyone seems to be worried about the national economy these days.

οικονομία πολέμου

noun (allocation of resources in wartime)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Many historians agree that the end of the depression of the 1930s was a result of the war economy.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του economy στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του economy

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.