Τι σημαίνει το educación στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης educación στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του educación στο ισπανικά.

Η λέξη educación στο ισπανικά σημαίνει παιδαγωγικά, εκπαίδευση, ανατροφή, που διαφωτίζει, διδασκαλία, εκπαίδευση, ανατροφή, ανατροφή, διαπαιδαγώγηση, απολίτιστος, τήρηση του πρωτοκόλλου σε συνομιλίες στο διαδίκτυο, πιστοποιητικό τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, γυμναστική, αμόρφωτος, Γενικό Πιστοποιητικό Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, διαπαιδαγώγηση, επιμόρφωση, κατ' οίκον εκπαίδευση, μικτή εκπαίδευση, μεικτή εκπαίδευση, τριτοβάθμια εκπαίδευση, εκπαίδευση εξ αποστάσεως, κατάρτιση εξ αποστάσεως, τριτοβάθμια εκπαίδευση, κλασική παιδεία, ανώτερη εκπαίδευση, σχολείο για σπουδές εξ αποστάσεως, ανώτερη εκπαίδευση, μεταπτυχιακές σπουδές, γυμνάσιο, φυσική αγωγή, γυμναστική, βασική εκπαίδευση, κολλέγιο, επιστημονική εκαπίδευση, δευτεροβάθμια εκπαίδευση, επαγγελματική εκπαίδευση, ενιαίο σχολείο, δημοτικό σχολείο, πρώτη δημοτικού, τετάρτη δημοτικού, απολυτήριο λυκείου, δευτέρα δημοτικού, ανώτατη εκπαίδευση, πρόσθετη εκπαίδευση, συμπληρωματική εκπαίδευση, τυπική εκπαίδευση, προσχολική εκπαίδευση, εκπαίδευση σε υποβαθμισμένες περιοχές, διαπολιτισμική εκπαίδευση, εκπαίδευση νηπίου στο γιο-γιο, σχολική ετοιμότητα, νηπιαγωγείο, ειδική αγωγή, γυμναστής, γυμνάστρια, στοιχειώδης ευγένεια, τρίτη δημοτικού, πέμπτη τάξη, έκτη δημοτικού, αγωγή υγείας, φυσική αγωγή, τριτοβάθμια εκπαίδευση, θρησκευτικά, Γενικό Πιστοποιητικό Σπουδών, εκπαίδευση για την υγεία, γενική εκπαίδευση, γενική παιδεία, γυμναστική, καλοί τρόποι, παραμένω στο σχολείο, σωστή συμπεριφορά, ινστιτούτο επαγγελματικής κατάρτισης, εκπαιδευτικός με επιπλέον ειδίκευση, αποτελεί καλούς τρόπους, απρέπεια, αγωγή του πολίτη, δημόσια εκπαίδευση, οι μικρές τάξης του σχολείου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης educación

παιδαγωγικά

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Ella obtuvo una maestría en educación.
Πήρε πτυχίο μάστερ στα παιδαγωγικά.

εκπαίδευση

(επίσημη εκπαίδευση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Qué estudios has cursado? ¿Universitarios?
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το Υπουργείο Παιδείας ενέκρινε τα νέα βιβλία για την πρώτη δημοτικού.

ανατροφή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La educación de Samantha es muy superior a la de sus compañeros de clase.
Η ανατροφή της Σαμάνθας είναι κατά πολύ ανώτερη από αυτή των συμμαθητών της.

που διαφωτίζει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διδασκαλία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
John descubrió que la enseñanza de técnicas de carpintería era más difícil de lo que pensaba.
Ο Τζον ανακάλυψε ότι η διδασκαλία των τεχνικών της ξυλουργικής ήταν πιο δύσκολη από ότι πίστευε.

εκπαίδευση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Terminó su escolaridad a los 14 años.
Τέλειωσε την εκπαίδευσή της στην ηλικία των 14 ετών.

ανατροφή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Su crianza la hizo muy desconfiada de los extraños.
Η ανατροφή της την έκανε να είναι ιδιαίτερα καχύποπτη απέναντι στους αγνώστους.

ανατροφή, διαπαιδαγώγηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La naturaleza y la crianza tienen que ir de la mano para hacer buenas personas.
Η φύση και η διαπαιδαγώγηση πρέπει να συνεργαστούν για τη δημιουργία σπουδαίων ανθρώπων.

απολίτιστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τήρηση του πρωτοκόλλου σε συνομιλίες στο διαδίκτυο

(internet) (Η/Υ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πιστοποιητικό τριτοβάθμιας εκπαίδευσης

(Reino Unido)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

γυμναστική

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¡Me encantan las clases de inglés e historia, pero odio deportes!

αμόρφωτος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hay muy pocos trabajos hoy en día para jóvenes sin educación.

Γενικό Πιστοποιητικό Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης

(Inglaterra, Gales, Irlanda del Norte)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Los estudiantes de Inglaterra, Gales e Irlanda del Norte toman varios cursos para obtener el Certificado General de Educación Secundaria.

διαπαιδαγώγηση, επιμόρφωση

(εκπαίδευση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κατ' οίκον εκπαίδευση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μικτή εκπαίδευση, μεικτή εκπαίδευση

τριτοβάθμια εκπαίδευση

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Crearon nuevos centros de educación para adultos.

εκπαίδευση εξ αποστάσεως, κατάρτιση εξ αποστάσεως

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La educación a distancia es una buena opción para los que no pueden asistir a clase.
Για όσους ζουν σε απομακρυσμένες περιοχές, η εκπαίδευση εξ αποστάσεως είναι μια καλή εναλλακτική της παρακολούθησης μαθημάτων.

τριτοβάθμια εκπαίδευση

locución nominal femenina

Trabajó en educación superior durante 40 años.
Εργάστηκε στην τριτοβάθμια εκπαίδευση για πάνω από 40 χρόνια.

κλασική παιδεία

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανώτερη εκπαίδευση

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σχολείο για σπουδές εξ αποστάσεως

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
La escuela por correspondencia puede ser la única opción para gente que vive en áreas muy rurales.
Τα σχολεία για σπουδές εξ αποστάσεως, ίσως, αποτελούν μοναδική επιλογή για τους ανθρώπους που ζουν σε αγροτικές περιοχές.

ανώτερη εκπαίδευση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μεταπτυχιακές σπουδές

γυμνάσιο

(AmL)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Fui a la escuela de educación secundaria durante siete años antes de ir a la universidad.
-

φυσική αγωγή, γυμναστική

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los estudiantes tienen educación física además de matemáticas, inglés, lengua, ciencia e historia.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το μάθημα της φυσικής αγωγής διδάσκεται στο Δημοτικό, στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο.

βασική εκπαίδευση

locución nominal femenina

κολλέγιο

locución nominal femenina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Αν θες να γίνεις δάσκαλος, θα πρέπει να πας σε παιδαγωγική ακαδημία. Μια παιδαγωγική ακαδημία μπορεί να σε προετοιμάσει για να δουλέψεις σαν δάσκαλος.

επιστημονική εκαπίδευση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tengo una educación en ciencias que me permitirá dirigir sin problemas el proyecto.

δευτεροβάθμια εκπαίδευση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επαγγελματική εκπαίδευση

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ενιαίο σχολείο

(AmL) (χωρίς εισαγωγικές εξετάσεις)

δημοτικό σχολείο

locución nominal femenina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los chicos generalmente empiezan la educación básica a los cinco o seis años.
Τα παιδιά ξεκινούν συνήθως το δημοτικό σχολείο στην ηλικία των πέντε ή έξι ετών.

πρώτη δημοτικού

(AmL)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Karen tiene seis años, así que va a empezar el primer grado en septiembre.

τετάρτη δημοτικού

(AmL)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Empecé a tocar el violín cuando estaba en cuarto grado.

απολυτήριο λυκείου

(CR)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Muchos trabajos exigen por lo menos un bachillerato de educación media.

δευτέρα δημοτικού

(AmL)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
En EE. UU., los niños normalmente tienen siete años cuando empiezan el segundo grado.

ανώτατη εκπαίδευση

locución nominal femenina

El programa de educación avanzada ha comprobado ser eficaz.

πρόσθετη εκπαίδευση, συμπληρωματική εκπαίδευση

τυπική εκπαίδευση

nombre femenino (εντός σχολικού συστήματος)

La educación formal tiene un carácter intencional, planificado y regulado.

προσχολική εκπαίδευση

(παιδιά έως 5 ετών)

εκπαίδευση σε υποβαθμισμένες περιοχές

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

διαπολιτισμική εκπαίδευση

locución nominal femenina

εκπαίδευση νηπίου στο γιο-γιο

(formal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σχολική ετοιμότητα

nombre femenino (ωριμότητα παιδιού)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

νηπιαγωγείο

locución nominal masculina (ES) (ένα έτος πριν το Δημοτικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ειδική αγωγή

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

γυμναστής, γυμνάστρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

στοιχειώδης ευγένεια

locución nominal femenina

τρίτη δημοτικού

(AmL)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πέμπτη τάξη

(AmL)

έκτη δημοτικού

(AmL)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αγωγή υγείας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

φυσική αγωγή

τριτοβάθμια εκπαίδευση

locución nominal femenina

θρησκευτικά

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

Γενικό Πιστοποιητικό Σπουδών

(Reino Unido)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εκπαίδευση για την υγεία

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La educación para la salud le enseña a la gente a vivir de manera saludable.

γενική εκπαίδευση, γενική παιδεία

γυμναστική

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Teníamos educación física todos los lunes a la tarde.

καλοί τρόποι

παραμένω στο σχολείο

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No llegó a completar la educación formal secundaria, abandonó en segundo año.

σωστή συμπεριφορά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Es buena educación ofrecer tu sitio a una dama.

ινστιτούτο επαγγελματικής κατάρτισης

(ES)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εκπαιδευτικός με επιπλέον ειδίκευση

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αποτελεί καλούς τρόπους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
En muchos países se considera que comer con los dedos no es de buenos modales.

απρέπεια

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Es de mala educación poner los pies arriba de la mesa ratona.

αγωγή του πολίτη

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
El examen final de educación cívica es este viernes.

δημόσια εκπαίδευση

οι μικρές τάξης του σχολείου

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του educación στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.