Τι σημαίνει το estimado στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης estimado στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του estimado στο ισπανικά.

Η λέξη estimado στο ισπανικά σημαίνει αγαπητός, σημαντικός, πολύτιμος, εκτιμώμενος, που τον σέβονται, που τον εκτιμούν, τιμώμενος, εκτιμώμενος, που αριθμεί, υπολογισμός, εκτιμώμενος, πολύτιμος, εκτίμηση, αξιοσέβαστος, σημαντικός, χονδρικός υπολογισμός, χονδρικός, χοντρικός, λατρεύω, υποθέτω, υπολογίζω, υπολογίζω, εκτιμώ, υπολογίζω, εκτιμώ, μετράω, εκτιμώ, υπολογίζω, υπολογίζω, εκτιμώ, προβλέπω, θεωρώ, εκτιμώ, αποτιμώ, υπολογίζω, εκτιμώ, εκτιμώ, σέβομαι, προβλέπω, υπολογίζω, λογαριάζω, εκτιμώ, σέβομαι, υποθέτω, εκτιμώ, εκτιμώ, ευΰπόληπτος, εξέχων, διαπρεπής, διακεκριμένος,εξέχων, Αξιότιμε Κύριε, αναμενόμενος χρόνος άφιξης, εκτιμώμενη ώρα άφιξης, εκτίμηση κόστους, αγαπητέ φίλε, αγαπητή φίλη, εκτιμηθείσα τιμή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης estimado

αγαπητός

(προσφώνηση, συχνά τυπικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Querido John, gracias por tu carta.
Αγαπημένε μου Γιάννη, σε ευχαριστώ για το γράμμα σου.

σημαντικός, πολύτιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La familia es nuestro bien más preciado.
Η οικογένεια μας είναι πολύ σημαντική για εμάς.

εκτιμώμενος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

που τον σέβονται, που τον εκτιμούν

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τιμώμενος

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

εκτιμώμενος

adjetivo

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

που αριθμεί

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υπολογισμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Según mi estimado, el taxi debería llegar a la estación de tren apenas arribe el tren.

εκτιμώμενος

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Los costes aproximados de las reformas eran más de lo que nos podíamos permitir.

πολύτιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El apreciado caballo ganó todas las carreras en que participó.

εκτίμηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La tasación de la aseguradora con respecto al carro fue aceptable.
Η εκτίμηση του αυτοκινήτου από την ασφαλιστική εταιρία ήταν ικανοποιητική.

αξιοσέβαστος, σημαντικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χονδρικός υπολογισμός

Danos una aproximación y te diremos cómo compararte con los otros.

χονδρικός, χοντρικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Su presupuesto aproximado resultó ser muy bajo.
Ο υπολογισμός που έκανε στο περίπου αποδείχθηκε πολύ χαμηλός.

λατρεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nick estima el reloj de bolsillo que le dio su abuelo.
Ο Νικ λατρεύει το ρολόι τσέπης που του δώρισε ο παππούς του.

υποθέτω

(ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Linda estimó que la edad del extraño rondaba los cincuenta.
Η Λίντα υπέθεσε ότι η ηλικία του ξένου θα ήταν γύρω στα πενήντα.

υπολογίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ron trató de estimar la distancia hasta los árboles.
Ο Ρον προσπάθησε να υπολογίσει την απόσταση μέχρι τα δέντρα.

υπολογίζω, εκτιμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estimo que la distancia de aquí a la iglesia es de una milla.
Υπολογίζω ότι η απόσταση από δω ως την εκκλησία είναι περίπου ένα μίλι.

υπολογίζω, εκτιμώ

(ότι κάτι είναι κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Marco estimó sus probabilidades de ganar en un 30%.
Ο Μάρκο υπολόγισε ότι η πιθανότητα να κερδίσει είναι 30%.

μετράω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estimo que los dulces son más de quinientos. ¿Me equivoco?
Βρήκα τις καραμέλες πάνω από πεντακόσιες. Έπεσα μέσα;

εκτιμώ, υπολογίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Yo estimaría el costo en unos quinientos dólares.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πόσο το κάνεις; Λες να κοστίσει πολλά χρήματα;

υπολογίζω, εκτιμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estimo que hay cincuenta personas en el salón.

προβλέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El economista creo un modelo estadístico que podía estimar los precios del mercado a futuro con mucha certeza.

θεωρώ

(κπ/κτ κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gerardo siempre insiste en conocer a los novios de su hija para ver si los considera apropiados.
Ο Τζέραλντ επιμένει να γνωρίζει πάντα τα αγόρια της κόρης του για να δει αν τα θεωρεί κατάλληλα.

εκτιμώ, αποτιμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los administradores valoraron los activos de la compañía.
Οι εκκαθαριστές υπολόγισαν την αξία των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας.

υπολογίζω, εκτιμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Es difícil calcular cuánto tiempo tomará el movimiento.

εκτιμώ, σέβομαι

(κάποιον άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Es muy apreciada por su jefe.
Χαίρει μεγάλης εκτίμησης από το αφεντικό της.

προβλέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El inversor vendió todas sus acciones porque un economista predijo un colapso del mercado.

υπολογίζω, λογαριάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Contamos con que estarás de vuelta para la cena.

εκτιμώ, σέβομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El jefe estimaba (or: apreciaba) mucho el trabajo de Charlotte.
Το αφεντικό εκτιμούσε ιδιαιτέρως τη δουλειά της Σάρλοτ.

υποθέτω, εκτιμώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Supongo (or: estimo) que quiere ir de campamento, pero no estoy seguro.

εκτιμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sé que es uno de los directores más famosos de todos los tiempos, pero yo no lo considero tan bueno.

ευΰπόληπτος, εξέχων, διαπρεπής

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es un hombre muy estimado en el estudio de abogados.

διακεκριμένος,εξέχων

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nuestro muy estimado colega de la Brown University no está de acuerdo.

Αξιότιμε Κύριε

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αναμενόμενος χρόνος άφιξης

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Ya casi llego, ¿cuál es tu tiempo estimado de llegada?

εκτιμώμενη ώρα άφιξης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εκτίμηση κόστους

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
El estimado de costos que entregó el contador me parece exagerado.

αγαπητέ φίλε, αγαπητή φίλη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκτιμηθείσα τιμή

(ES)

El dueño del auto clásico estaba sorprendido de su bajo coste estimado.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η εκτιμηθείσα τιμή για το εξοχικό μας ξεπέρασε τις προσδοκίες μας.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του estimado στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.