Τι σημαίνει το every στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης every στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του every στο Αγγλικά.

Η λέξη every στο Αγγλικά σημαίνει κάθε, κάθε, κάθε, συνεχώς, διαρκώς, αδιαλείπτως, αδιάκοπα, λούζω με βρισιές, κάθε, όλοι, εξίσου, κάθε μέρα, σε καθημερινή βάση, θα 'ρθει και σένα η σειρά σου, κάθε λίγους, κάθε μερικούς, κάθε πρωί, κάθε βράδυ, κάθε νύχτα, πότε πότε, καμιά φορά, περιστασιακά, πού και πού, πότε πότε, μια στο τόσο, εναλλασσόμενος, μέρα παρά μέρα, αραιά και που, που και που, κάθε φορά, κάθε εβδομάδα, εβδομαδιαία, σε κάθε κατεύθυνση, ετήσια, κάθε χρόνο, από όλες τις κατευθύνσεις, διαβεβαιώ πλήρως, βάζω παντού το χεράκι μου, έχω όλη την καλή διάθεση να κάνω κτ, εκτός ελέγχου, προς κάθε πιθανή κατεύθυνση, κάθε φορά,σε κάθε ευκαιρία, παντού, παντού, από κάθε άποψη, από όλες τις απόψεις, κάθε είδους, όλων των ειδών, παντού, τριγύρω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης every

κάθε

adjective (each) (ένας ξεχωριστά)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Every child must learn how to read.
Όλα τα παιδιά πρέπει να μάθουν να διαβάζουν.

κάθε

adjective (at intervals of) (συχνότητα)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
They visit their grandparents every ten days.
Επισκέπτονται τους παππούδες τους κάθε δύο εβδομάδες.

κάθε

adjective (all potential)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
We gave them every opportunity to apologize.
Τους δώσαμε κάθε δυνατή ευκαιρία να ζητήσουν συγγνώμη.

συνεχώς, διαρκώς, αδιαλείπτως, αδιάκοπα

adverb (constantly, repeatedly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

λούζω με βρισιές

verbal expression (figurative (repeatedly insult [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You can call me every name under the sun, but it doesn't change the situation one bit.

κάθε

adjective (all)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
You need to check each and every quotation for word-for-word accuracy.

όλοι

pronoun (all)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Each and every one filed in and sat down.

εξίσου

adjective (informal (equally, just as)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κάθε μέρα, σε καθημερινή βάση

adverb (on a daily basis)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I have a shower every day.
Κάνω ντους κάθε μέρα (or: σε καθημερινή βάση).

θα 'ρθει και σένα η σειρά σου

expression (figurative (everyone will succeed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάθε λίγους, κάθε μερικούς

adjective (at intervals)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My brother, who lives two hundred miles away, visits us every few weeks.

κάθε πρωί

adverb (early each day)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It is important to eat a good breakfast every morning. I have cereal and muesli for breakfast every morning except when I am on holiday.

κάθε βράδυ, κάθε νύχτα

adverb (nightly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I brush my teeth every night before I go to bed.

πότε πότε, καμιά φορά, περιστασιακά

adverb (occasionally)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I love a take-away curry every now and again.

πού και πού, πότε πότε

expression (informal (occasionally)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Every now and then, a stray cat comes into our yard.
Πότε πότε έρχονται στην αυλή μας αδέσποτες γάτες.

μια στο τόσο

expression (occasionally) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Every once in a while, Paula goes to the gym.

εναλλασσόμενος

adjective (alternate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The parents share custody; the father gets to see his daughter every other weekend.

μέρα παρά μέρα

adverb (on alternate days)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The medication should be taken every other day.
Το φάρμακο πρέπει να λαμβάνεται μέρα παρά μέρα.

αραιά και που, που και που

adverb (now and again)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Every so often I treat myself to a piece of candy.

κάθε φορά

adverb (on each occasion)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Every time I go to the restaurant I order the same dish.
Κάθε φορά που πηγαίνω στο εστιατόριο παραγγέλνω το ίδιο πιάτο.

κάθε εβδομάδα, εβδομαδιαία

adverb (on a weekly basis)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I buy the local newspaper every week.

σε κάθε κατεύθυνση

expression (in every direction)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ετήσια, κάθε χρόνο

adverb (annually)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We celebrate Christmas every year.
Τα Χριστούγεννα γιορτάζονται κάθε χρόνο.

από όλες τις κατευθύνσεις

adverb (from everyone, everywhere)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
When the player came onto the field there were cheers from every quarter.

διαβεβαιώ πλήρως

verbal expression (guarantee)

βάζω παντού το χεράκι μου

verbal expression (figurative (be involved in others' affairs) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω όλη την καλή διάθεση να κάνω κτ

verbal expression (fully intend to do [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I have every intention of keeping my promise. I had every intention of finishing the essay, but I just couldn't do it.

εκτός ελέγχου

adverb (out of control)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προς κάθε πιθανή κατεύθυνση

adverb (everywhere)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
All we could see was water in every direction: we were hopelessly lost.

κάθε φορά,σε κάθε ευκαιρία

adverb (each time, always)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I wouldn't say she was to blame in every instance, no.

παντού

adverb (in all areas, all over)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Prague is certainly lovely: there are fine old buildings in every quarter.

παντού

adverb (in all parts of a country, all over)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Before the national election, politicians campaigned in every region.
Πριν τις εθνικές εκλογές, οι πολιτικοί κάνουν καμπάνιες παντού.

από κάθε άποψη

adverb (in all ways)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
He is a gentleman in every respect.

από όλες τις απόψεις

adverb (completely, in all aspects)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The new house was better in every way than the apartment.

κάθε είδους, όλων των ειδών

adjective (figurative (varied)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παντού, τριγύρω

adverb (all around)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The house he bought had trees on every side. The politician felt there were traitors on every side.
Ο πολιτικός ένοιωθε πως υπήρχαν προδότες παντού.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του every στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του every

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.