Τι σημαίνει το expressed στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης expressed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του expressed στο Αγγλικά.
Η λέξη expressed στο Αγγλικά σημαίνει που έχει εξαχθεί, ταχεία, εκφράζω, άμεσης παράδοσης, ρητός, εσκεμμένος, ειδικός, εξπρές, ταχεία, εξπρές, εκφράζω, εκδηλώνω, συμβολίζω, αντλώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης expressed
που έχει εξαχθείadjective (liquid: squeezed out) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Put the expressed breast milk in a sterilized bottle. |
ταχείαadjective (fast) (τρένα μόνο) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Take the express train to Manhattan if you don't want to stop every five blocks. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είτε πάρεις τρένο, είτε λεωφορείο, θα σου πρότεινα να προτιμήσεις το εξπρές. |
εκφράζωtransitive verb (say) (λέω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He expressed his dissatisfaction with the project. Εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για το έργο. |
άμεσης παράδοσηςadjective (fast delivery) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) The express carrier will deliver it tomorrow morning. |
ρητόςadjective (clearly stated) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) You need his express consent to use his car. Χρειάζεσαι την ξεκάθαρη συγκατάθεσή του για να πάρεις το αυτοκίνητό του. |
εσκεμμένοςadjective (on purpose) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) It was an express act, not an accident at all. Ήταν μια πράξη που έγινε επίτηδες, καμία σχέση με ατύχημα. |
ειδικόςadjective (particular, specific) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I have an express reason to go to China. Έχω ειδικό λόγο να πάω στην Κίνα. |
εξπρέςadverb (by express delivery) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I sent your birthday gift express. Έστειλα το δώρο των γενεθλίων σου εξπρές. |
ταχείαnoun (transport) (μόνο τρένο) The express arrived at the train station in just two hours. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το εξπρές κάνει δύο ώρες να φτάσει στην Αθήνα. |
εξπρέςnoun (delivery) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) You need to send that parcel by express. Πρέπει να στείλεις εκείνο το πακέτο εξπρές. |
εκφράζω, εκδηλώνωtransitive verb (manifest) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Some people express anger with their voices, others with their faces. Μερικοί άνθρωποι εκφράζουν (or: εκδηλώνουν) τον θυμό τους με τη φωνή τους, άλλοι με το πρόσωπό τους. |
συμβολίζωtransitive verb (mathematics) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Energy is expressed by the symbol 'e'. Η ενέργεια συμβολίζεται με το γράμμα «e». |
αντλώtransitive verb (squeeze) (γάλα από το στήθος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The nursing mother expresses breast milk for her infant. Η θηλάζουσα μητέρα αντλεί γάλα για το μωρό της. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του expressed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του expressed
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.