Τι σημαίνει το expulsar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης expulsar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του expulsar στο πορτογαλικά.

Η λέξη expulsar στο πορτογαλικά σημαίνει διώχνω κπ από κτ, εξωθώ, διώχνω, αποβάλλω, αποπέμπω, διώχνω, αποβάλλω φοιτητή, σπρώχνω έξω, απωθώ, αποκλείω, πετάω έξω, διώχνω, αποκλείω, σπρώχνω, αποβάλλω κπ από το πανεπιστήμιο, διώχνω, απομακρύνω, βγάζω έξω, ξεφορτώνομαι, διώχνω, εξορίζω, απομακρύνω κπ δια της βίας, βγάζω κπ/κτ με καπνό, απομακρύνω, διώχνω, απομακρύνω, εξορίζω, κάνω έξωση σε κπ, εκτοξεύω, βγάζω έξω με το ζόρι, αποβάλλω, απωθώ, διώχνω, εξουδετερώνω, ξεφορτώνομαι, ανακαλύπτω, κάνω έξωση σε κπ από κτ, διώχνω κπ από κτ, διώχνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης expulsar

διώχνω κπ από κτ

verbo transitivo

εξωθώ

verbo transitivo (sair por força)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διώχνω

(forçar para sair)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποβάλλω

(estudante:banir, bar) (μαθητή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela foi expulsa por gritar com um professor.
Αποβλήθηκε γιατί φώναξε σ' έναν καθηγητή.

αποπέμπω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διώχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A polícia expulsou os invasores.
Η αστυνομία έδιωξε τους καταληψίες.

αποβάλλω φοιτητή

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σπρώχνω έξω, απωθώ, αποκλείω

(excluir, colocar para fora)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πετάω έξω

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Οι γονείς του Άλαν τον έδιωξαν, όταν αυτός αρνήθηκε να πληρώσει το ενοίκιο.

διώχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο παππούς μου αποπέμφθηκε από τη δουλειά του, όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του το καινούργιο αφεντικό.

αποκλείω

(κπ από κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Depois que foi pego roubando livros, Richie foi expulso da biblioteca.
Αφότου έπιασαν τον Ρίτσι να κλέβει βιβλία, του απαγόρευσαν την είσοδο στη βιβλιοθήκη.

σπρώχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποβάλλω κπ από το πανεπιστήμιο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Οι γονείς του Ουίλιαμ εξοργίστηκαν, όταν αυτός αποβλήθηκε από το πανεπιστήμιο λόγω χρήσης κάνναβης.

διώχνω, απομακρύνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Οι επαναστάτες έκαναν αγώνα για να διώξουν (or: απομακρύνουν) τον βασιλιά.

βγάζω έξω

verbo transitivo (remover)

ξεφορτώνομαι, διώχνω

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Το να ξεφορτωθείς τους εφιάλτες σου είναι γούρι.

εξορίζω

verbo transitivo (κάποιον από κάπου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele foi expulso da sua cidade e teve que morar em outro lugar.
Τον εξόρισαν από την πόλη του και έπρεπε να ζήσει αλλού.

απομακρύνω κπ δια της βίας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο αστυνόμος απομάκρυνε δια της βίας έναν από τους διαδηλωτές.

βγάζω κπ/κτ με καπνό

(tirar do lugar/esconderijo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απομακρύνω, διώχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Um telefonema dela dissiparia todos os meus temores.
Ένα δικό της τηλεφώνημα θα απομάκρυνε όλους τους φόβους μου.

απομακρύνω

(κάποιον από κάπου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Της αφαιρέθηκε το αξίωμα επειδή δεχόταν δωροδοκίες.

εξορίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele foi banido (or: expulso) do reino por cobiçar os domínios do Rei.
Εξορίστηκε από το βασίλειο επειδή κυνηγούσε στην περιοχή που ανήκε στον βασιλιά.

κάνω έξωση σε κπ

(expulsar da casa)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκτοξεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω έξω με το ζόρι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποβάλλω

(alguém)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O professor me expulsou da turma por me recusar a desligar meu iPod.
Ο δάσκαλος με έβγαλε έξω γιατί αρνήθηκα να κλείσω το iPod μου.

απωθώ, διώχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela o repeliu com as constantes reclamações dela.
Τον έδιωξε με τη συνεχή γκρίνια της.

εξουδετερώνω, ξεφορτώνομαι

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανακαλύπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estamos montando uma vigilância de hora em hora, tentando fazer aparecer a pessoa que fica deixando a cafeteira vazia.

κάνω έξωση σε κπ από κτ

verbo transitivo (fazer sair do alojamento)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διώχνω κπ από κτ

διώχνω

(κπ από κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os jogadores de futebol foram expulsos do clube por começar uma briga.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του expulsar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.